Την περασμένη εβδομάδα, δίπλα στον συνήθη ορυμαγδό της επικαιρότητας, δημοσιοποιήθηκαν δύο, σχετικά παραπλήσια, γεγονότα. Πρώτα η «Ενωση Αστυνομικών Αχαΐας» εξέδωσε μια ανακοίνωση διαμαρτυρόμενη για τη φιγούρα ενός αστυνομικού στη σατιρική εκπομπή «Ελληνοφρένεια» και προανήγγειλε την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς. Ακολούθησε η ανακρίτρια της Κω, η οποία απαγόρευσε την προαναγγελθείσα προβολή της τηλεοπτικής εκπομπής «Πρωταγωνιστές» με θέμα τον πνιγμό των μεταναστών στο Φαρμακονήσι, επικαλούμενη τη μυστικότητα της διενεργούμενης δικαστικής έρευνας.
Η αντίδραση των αστυνομικών είναι ίδια, βέβαια, με εκείνη των μελών των διαφόρων συντεχνιών, τα οποία αισθάνονται θιγμένα και αντιδρούν όταν βλέπουν σε τηλεοπτικές και θεατρικές αναπαραστάσεις, σε μυθιστορήματα και σε διαφημίσεις ακόμα, να εμφανίζεται ως αρνητικός και διακωμωδούμενος κάποιος χαρακτήρας με το ίδιο επάγγελμα. Είναι μια ακόμα εκδήλωση της νεοελληνικής λογικής, που είναι υπέρ της δημοκρατίας και της σάτιρας, αλλά όταν αφορά τους άλλους. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της εκπομπής αναπαράγει όλα τα υποτιθέμενα αριστερά και αντιεξουσιαστικά στερεότυπα για την αστυνομία αλλά αυτό δεν είναι λόγος για την επιβολή λογοκρισίας και προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Η σάτιρα είναι εξ ορισμού βέβηλη και ως τέτοια πρέπει να είναι αποδεκτή. Πολύ περισσότερο όταν αναπαριστά γενικές συμπεριφορές και δεν εξατομικεύει και προσωποποιεί.
Η ανακρίτρια της Κω, από την άλλη, διέστειλε την ερμηνεία ενός άρθρου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το 241, μέχρι τα όρια της κατάργησης της ελευθεροτυπίας. Το συγκεκριμένο άρθρο όταν ορίζει ότι «η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα», αναφέρεται βέβαια στην ανακριτική διαδικασία και στο υλικό της σχετικής δικογραφίας που σχηματίζεται. Για παράδειγμα απαγορεύεται η δημοσιοποίηση εγγράφων της δικογραφίας, των ένορκων καταθέσεων ή άλλων στοιχείων. Δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται ο οποιοσδήποτε και πολύ περισσότερο ένας δημοσιογράφος να διερευνήσει και αυτός. Η ανακρίτρια συνέδεσε κακώς δύο διαφορετικά πεδία έρευνας, τα οποία είναι σαφέστατα οριοθετημένα και η οποιαδήποτε καταπάτησή τους μπορεί εύκολα να αποδειχθεί.
Οχι όμως προληπτικά, διότι ανοίγονται έτσι σκοτεινές ατραποί για τα ύψιστα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθεροτυπίας. Τα δύο αυτά περιστατικά, παρόλο που είναι διαφορετικής σπουδαιότητας, φαίνεται ότι διαπερνώνται από τις ίδιες κοινές αντιλήψεις άρνησης της ανοικτής κοινωνίας, της ελεύθερης έρευνας, της αμφισβήτησης και της σάτιρας. Συχνά δε, τέτοιες αντιλήψεις ενσαρκώνονται στο εσωτερικό του κράτους και μάλιστα στον θεωρούμενο σκληρό του πυρήνα, που μπορεί να τις επιβάλει είτε καθ? εαυτές είτε λογοκρίνοντας την κριτική και την αμφισβήτησή τους. Ενα από τα διακυβεύματα της εποχής είναι η ανοικτή κοινωνία. Ας τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.