Ο μέσος πολίτης αναρωτιέται σήμερα που η κυβέρνηση ανακοίνωσε την νέα φορολογική επιδρομή και το νέο ψαλίδι στις συντάξεις, αλλά και μισθούς, τι θα γινόταν εάν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, δεν έκανε «σκληρή» διαπραγμάτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο εταίρος της των ΑΝΕΛ, αναρριχήθηκαν στην εξουσία πριν από έναν και πλέον χρόνο, προβάλλοντας ως ισχυρό όπλο την «σκληρή διαπραγμάτευση», εμπλουτισμένη με «πολιτική διαπραγμάτευση». Ο δεύτερος μάλιστα όρος, μοιάζει ακατανόητος και παραπέμπει σε μία από τις ιδεοληψίες του κυβερνώντος κόμματος, που θεωρεί ότι μπορείς να κάνεις διαπραγματεύσεις για την οικονομία, αγνοώντας τα στοιχεία και τους αριθμούς. Αγνοώντας δηλαδή εάν η συμφωνία που θα συναφθεί πχ για το Ασφαλιστικό θα μπορεί να εφαρμοστεί. Βέβαια, η λογική αυτή, της μη ορθολογικής, δηλαδή, αντιμετώπισης της πραγματικότητας, είναι χαρακτηριστικού σχεδόν του συνόλου του πολιτικού μας συστήματος και μια από τις θεμελιώσεις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς πως η κρίση θα μας έκανε σοφότερους, πολιτικούς και πολίτες. Όμως , δεν γίναμε σοφότεροι, αλλά αντιθέτως πιο μωροί και για τον λόγο αυτό είμαστε η μόνη χώρα που εξακολουθεί να παραμένει στα μνημόνια.
Αντιθέτως, ως λαός επιλέξαμε μια κυβέρνηση επειδή μας έδωσε υποσχέσεις που κανείς λογικός άνθρωπος που έχει στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα, δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά. Και όμως, ως λαός την πιστέψαμε, την ψηφίσαμε… και ιδού τα αποτελέσματα.
Όσο και να κατακρίνουμε τους «κακούς ξένους», η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Και είναι επιλογή δική μας.
Ας δούμε, λοιπόν τα τελευταία αποτελέσματα της «σκληρής διαπραγμάτευσης»…
Μετά από πολύμηνες και με μπόλικο σόου διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, η κυβέρνηση φέρνει στη Βουλή νέα σκληρή και αβάσταχτη φορολογία,- άμεση και έμμεση- που οδηγεί σε νέα πραγματική μείωση μισθών και συντάξεων. Τροφοδοτεί, επίσης την ανεργία- αντί να την μειώνει- και φυσικά την «μαύρη εργασία». Σημειώνουμε πως αυτή η αυτοαποκαλούμενη «αριστερή» κυβέρνηση, αυξάνει για δεύτερη φορά τον ΦΠΑ, στον ένα και κάτι χρόνο διακυβέρνησής της. Τους έμμεσους, φόρους, δηλαδή, που όπως η ίδια ως αντιπολίτευση κατήγγειλε, πλήττει κυρίως τα πιο αδύναμα στρώματα.
Παράλληλα, ως ένθερμος οπαδός του κρατισμού, δείχνει όλη την απέχθειά της στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μεγάλη ή μικρή, από τον βιομήχανο έως τον απλό μικρό ελεύθερο επαγγελματία.
Για το λόγο αυτό δεν έκανε μέχρι σήμερα, κάτι που θα ήταν το πρώτο μέλημα μιας σοβαρής και μάλιστα αριστερής κυβέρνησης, που αναλαμβάνει να διαχειριστεί μια χώρα σε βαθειά οικονομική κρίση.
Δεν παρουσίασε μέχρι σήμερα ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Ένα σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας, που θα προσελκύει επενδύσεις και φυσικά θέσεις εργασίας για να αρχίσει να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς η ανεργία.
Το υποσχέθηκε πολλές φορές ο αρμόδιος υπουργός Γ. Σταθάκης. Ωστόσο, μάλλον το θέμα αυτό δεν βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές του. Μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο. Να εξακολουθεί να παραμένει δέσμιος της λενινιστικής του αντίληψης για την ιδιωτική πρωτοβουλία, την οποία θεωρεί όχι μόνον περιττή, αλλά και εχθρού του λαού. Ή να αναζητά το μοντέλο εκείνο που μπορεί να φέρει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και εθνικό πλούτο, χωρίς τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Να υπενθυμίσω, πως ο κ. Σταθάκης δίδασκε οικονομία στα παιδιά μας που με πολύ κόπο μπήκαν στα πανεπιστήμια.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως αυτή η κυβέρνηση κατόρθωσε να υλοποιήσει με τον πιο σκληρό τρόπο, ό,τι ακριβώς κατήγγειλε μετά βδελυγμίας.
Και όλα αυτά με το «όπλο» της «σκληρής» διαπραγμάτευσης