Αν ανατρέξουμε πίσω, στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης, θα διαπιστώσουμε ότι ο ρόλος του υπουργείου οικονομικών καθώς και το πρόσωπο που αναλάμβανε την ηγεσία του, αποκτούσε ολοένα και περισσότερο βάρος σε σχέση με τα υπόλοιπα υπουργεία και κυρίως με εκείνα των εξωτερικών και άμυνας. Από το 2008, με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και βεβαίως από το 2010 με την έκρηξη της ελληνικής κρίσης, το υπουργείο οικονομικών μονοπωλεί σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον των πολιτών.
Αν όμως αυτό το υπουργείο αποτελεί την εμπροσθοφυλακή μιας κυβέρνησης, ιδιαίτερα όταν υπάρχει οικονομική κρίση, τον σημαντικότερο ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικής και στον τρόπο διακυβέρνησης, απ’ όπου άλλωστε χαράσσεται και η οικονομική πολιτική, έχουν τα υπουργεία παιδείας, εξωτερικών και άμυνας.
Το υπουργείο παιδείας ως ιδεολογικός μηχανισμός καλείται να στηρίξει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα ή καλύτερα να συμβάλει στην κυριαρχία του πολιτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Με λίγα λόγια να επιδράσει στο ιδεολογικό εποικοδόμημα.
Το υπουργείο εξωτερικών ανέκαθεν είχε το δικό του ειδικό βάρος ως κύριος εκφραστής της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας με την επιπλέον βαρύτητα σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Τέλος το Υπουργείο άμυνας, είναι ίσως το σημαντικότερο υπουργείο αφ’ ενός μεν για τις χώρες που χαρακτηρίζονται ως υπερδυνάμεις, αφού πολλές φορές καλούνται να κάνουν χρήση των όπλων για την επιβολή των απόψεών τους, αφ’ ετέρου για κείνες που η γεωφυσική τους θέση καθιστά το ρόλο τους σημαντικό ή που έχουν συνοριακά προβλήματα. Στη χώρα μας μάλιστα το υπουργείο άμυνας για τους γνωστούς σε όλους μας λόγους αποτελούσε ανέκαθεν το κρισιμότερο υπουργείο, εξ ου και η ανάληψή του από εμπίστους ή ακόμα και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Η επιλογή των προσώπων που ηγούνται αυτών των υπουργείων σηματοδοτεί και την κατεύθυνση της εκάστοτε κυβέρνησης. Τουλάχιστον θεωρητικά, γιατί δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι μπορεί να συνυπάρχουν το τυχαίο, οι εσωκομματικές ισορροπίες ή επικοινωνιακοί λόγοι.
Αν τα παραπάνω είναι αληθή, αν δηλαδή μπορούν να αποτελέσουν ερμηνευτικό εργαλείο για να κατανοήσουμε την πολιτική φιλοσοφία και στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης, θα σταθούμε προσεκτικά στα πρόσωπα που επελέγησαν να ηγηθούν αυτών των υπουργείων.
Ο κ. Μπαλτάς, υπερυπουργός παιδείας, διαθέτει τα τυπικά προσόντα, ως πανεπιστημιακός, να αναλάβει το συγκεκριμένο υπουργείο. Ωστόσο αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η μαρξιστική του παιδεία και η προσύλωσή του στον μαρξισμό. Τα τυπικά προσόντα του κ. Κουράκη επίσης ταιριάζουν στο νέο του ρόλο, αλλά το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ο αριστερός ακτιβισμός. Έτσι λοιπόν στο κατ εξοχήν υπουργείο παραγωγής ιδεολογίας επιλέγονται δύο πρόσωπα, με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα, στρατευμένοι στην υπόθεση της αριστεράς.
Στο υπουργείο εξωτερικών έχουμε μια ιδιαίτερη και επαμφοτερίζουζα προσωπικότητα. Την περίπτωση του κ. Κοτζιά. Ο κ. Κοτζιάς υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΕ, και μάλιστα ο ιδεολογικά υπεύθυνος του κόμματος. Μετά το 1990 όμως οι διεθνιστικές του απόψεις ως κομμουνιστή μεταβάλλονται. Από την ιδεολογική καθαρότητα για την οποία μάχεται μέσα στο και από το κόμμα, αποχωρώντας από το ΚΚΕ το ενδιαφέρον και η δράση του μεταφέρονται στα εθνικά θέματα. Στην πορεία του αυτή μπορεί να συμβρίσκεται και να συνομιλεί με παραδοσιακά πολιτικούς αντιπάλους – ο Φαΐλος Κρανιδιώτης χαιρέτησε το διορισμό του- και να αναζητά για τη χώρα στρατηγικές συμμαχίες είτε πέραν του ατλαντικού είτε κυρίως σε γειτονικές υπερδυνάμεις. Ο μαρξισμός είναι ίσως ένα αναλυτικό εργαλείο για τον κ. Κοτζιά αλλά το βασικό του ενδιαφέρον εστιάζεται στη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και στην εξασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων πέραν και έξω από ιδεολογίες.
Ο διακαής πόθος του κ. Καμμένου ήταν να ηγηθεί του υπουργείου άμυνας όπερ και εγένετο. Ο κ. Καμμένος είναι γνωστός. Παραδοσιακός δεξιός με ακραίες θέσεις σε πολλά ζητήματα, και «ευαίσθητος» σε σενάρια συνωμοσιολογίας παραγόντων που επιβουλεύονται τα συμφέροντα της χώρας. Η ξενοφοβία και ο ελληνοκεντρισμός είναι αυτά που τον χαρακτηρίζουν.
Τέλος ο κ. Βαρουφάκης, πέραν των προσωπικών χαρακτηριστικών που δεν ενδιαφέρουν ούτε τον γράφοντα ούτε βοηθούν το κείμενο, είναι ένας κοσμοπολίτης μεν αλλά με συγκεκριμένο οικονομικοπολιτικό προσανατολισμό, ταυτισμένος με την αμερικάνικη οικονομική πολιτική αλλά και με σημαντικές σχέσεις και επαφές με την υπερατλαντική χώρα.
Τι συνάγεται από την μικρή αυτή ακτινογράφιση και απεικόνιση των προσώπων. Εκ πρώτης όψεως είναι τέσσερις διαφορετικές εικόνες. Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως μπορούμε ίσως να βρούμε μια κοινή συνισταμένη.
Ας δούμε κατ’ αρχήν το μνημόνιο ή καλύτερα την αντίθεση σ’ αυτό.
Η αντίθεση στο μνημόνιο φαίνεται να μην είναι μονοσήμαντη. Δεν είναι δηλαδή απλώς η άρνηση απέναντι σε μια κακή συμφωνία με την Ευρώπη. Η πλευρά αυτή υπάρχει, κυρίως στην κοινωνία, αλλά η σημαντικότερη σημασία της αντιμνημονιακής ρητορείας κομμάτων και πολιτικών προσώπων είναι ο αντιευρωπαϊσμός και ο ευρωσκεπτικισμός. Όταν μιλάς για μονομερείς ενέργειες, θεωρείς το χρέος απέναντι στους συνεταίρους σου επαχθές, επισκέπτεσαι την Ρωσία και αναζητάς χρήματα από την Κίνα, είναι σαφές ότι ο προσανατολισμός σου είναι εκτός Ευρώπης. Ακόμη και αν τα χρησιμοποιείς ως διαπραγματευτικά ατού. Όταν βρίσκεσαι σε μία ένωση, σε ένα συνεταιρισμό, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να περιορίζονται εντός αυτού, ειδάλλως χάνεται η έννοια του συν-εταιρίζεσθαι.
Ας ξαναγυρίσουμε στα πρόσωπα. Οι Μπαλτάς-Κουράκης ζωντανεύουν το σοσιαλιστικό όνειρο. Το κόμμα θα κάνει το καθήκον του, θα ασκήσει την ιδεολογική του πολιτική και οι νέες γενιές θα γαλουχηθούν στη σοσιαλιστική ηθική. Και επειδή η Ευρώπη προβάλλει όλο και περισσότερο ως η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη των μονοπωλίων και λιγότερο ως η Ευρώπη των λαών, η αλλαγή εξωτερικής πολιτικής δεν φαντάζει αδύνατη.
Για τους Κοτζιά-Καμμένο οι πιθανές ιδεολογικές διαφορές είναι δευτερεύουσες. Αυτό που τους ενώνει είναι η αλλαγή στρατηγικής στα εθνικά μας θέματα που θα μπορούσε να σημαίνει και έξοδος από την Ευρωπαική Ένωση.
Ο κ. Βαρουφάκης δεν δείχνει να προσομοιάζει με τους προηγούμενους. Ωστόσο ο sui generis υπουργός δεν είναι απόλυτα ταιριαστός ούτε με την αισθητική και ούτε, κυρίως, με την οικονομική πολιτική της Ευρώπης. Μπορεί ενδεχομένως να μην είναι υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρώπη, αλλά οι θέσεις και η ρητορική του δεν μπορούν να τον χαρακτηρίσουν ταγμένο ευρωπαιστή.
Στον ΣΥΡΙΖΑ αναμφίβολα υπάρχουν φιλοευρωπαιστές οι οποίοι μάλιστα κατέχουν πλέον και χαρτοφυλάκια, αλλά δεν επελέγησαν στις σημαντικές θέσεις-κλειδιά. Οι περιπτώσεις Δραγασάκη, Σταθάκη δεν φαίνεται προς το παρόν να έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να ασκηθεί μια πολιτική σύγκρουσης και ότι το περιβόητο σχέδιο β μπορεί να σημαίνει και έξοδο από την ΟΝΕ ή και την ΕΕ.
Πριν όμως καταλήξουμε στα συμπεράσματά μας θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο παραμέτρους. Οι σχεδιασμοί αυτοί που περιγράψαμε ανήκουν σε ένα κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση, που υφίσταται μια βίαιη ενηλικίωση, και που η γιγάντωσή του οφείλεται εν πολλοίς στη ριζοσπαστική ρητορική του που με τη σειρά της απορρέει από μια ρομαντική επαναστατική διάθεση. Είναι άλλο πράγμα όμως τα σχέδια επί χάρτου και άλλο η αδήριτη πραγματικότητα, είναι μεγάλη η απόσταση από την επιθυμία στην τελική απόφαση. Δηλαδή το πάτημα του κουμπιού.
Είναι και αυτή η σαγήνη της εξουσίας που και σίδερα λυγίζει και από την ιστορία μπορούμε να διδαχθούμε πολλά.
Η αντιευρωπαική πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, , άρρητα μεν, αλλά φαίνεται να κυριαρχεί σήμερα. Μένει να δούμε και την κυβέρνηση αύριο. Πολύ σύντομα θα ξέρουμε.