Αναμφισβήτητα, η ιδέα της διενέργειας ενός δημοψηφίσματος με αντικείμενο το μέλλον της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωζώνη ή την αποδοχή ενός νέου δανειοδοτικού προγράμματος της χώρας από τους πιστωτές της συζητιέται ευρέως. Κάποιες φορές είναι στελέχη της κυβέρνησης εκείνα που επιχειρούν να θέσουν την κοινή γνώμη προ της ευθύνης της οποιασδήποτε επιλογής σχετικά με το μέλλον της συμφωνίας με τους Ευρωπαίους εταίρους, άλλες φορές είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που έλκονται από την ιδιαιτερότητα που θα είχε μια δημοψηφισματική αναμέτρηση και άλλες φορές, τέλος, είναι η ορμή της κοινής γνώμης να εκφράσει με τρόπο καθαρό τη βούλησή της εκείνη που θέτει εμφατικά στη δημόσια ατζέντα το σενάριο αυτό. Οι περισσότερες μετρήσεις ερευνών κοινής γνώμης δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τοποθετούνται με καθαρό τρόπο υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη.
Θα πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι οι διαφορετικές διατυπώσεις του ακριβούς ερωτήματος δικαιολογούν διαφορές στις κατανομές απαντήσεων, όπως άλλωστε αποκάλυψε και πρόσφατη έρευνα της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στην οποία δοκιμάστηκαν στο πλαίσιο μιας τυχαίας πειραματικής δοκιμής δύο διατυπώσεις: μια απλή επιλογή μεταξύ της παραμονής στο Ευρώ και της επιστροφής στη Δραχμή και μία συνθετότερη με σύνδεση της παραμονής με την εφαρμογή νέου μνημονίου και σύνδεση της επιστροφής στη Δραχμή με την εφαρμογή ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Στην έρευνα εκείνη, το ποσοστό όσων τοποθετούνταν υπέρ της παραμονής στο Ευρώ υποχώρησαν κατά 11% (από 66.5% σε 55.5%), όταν στη διατύπωση προστέθηκε η αναφορά σε νέο μνημόνιο. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα μεταστράφηκαν προς την επιλογή της επιστροφής στη Δραχμή, όταν το ερώτημα συμπεριέλαβε αναφορά στο μνημόνιο. Η εμπειρική τεκμηρίωση της εξάρτησης των απαντήσεων από τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένο το ερώτημα αναδεικνύει τη βαθύτερη ρευστότητα των τοποθετήσεων των εκλογέων σε ένα ομολογουμένως πολύπλοκο και τεχνικής φύσης ζήτημα.
Το σημείο που δεν έχει επαρκώς υπογραμμιστεί στον δημόσιο λόγο είναι η σημασία των συνθηκών κάτω από τις οποίες η κυβέρνηση θα επιλέξει να προκηρύξει ένα δημοψήφισμα επί του ζητήματος. Ο δρόμος του δημοψηφίσματος συνδέεται βέβαια με την περίπτωση ενός αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους εταίρους, καθώς είναι μάλλον απίθανο η κυβέρνηση να επιλέξει τη λύση του δημοψηφίσματος σε περίπτωση συμφωνίας με την άλλη πλευρά. Όμως ο τερματισμός των συζητήσεων μπορεί να προκληθεί τόσο από την ελληνική, όσο και από τη ευρωπαϊκή πλευρά. Μια διαπραγμάτευση τελειώνει όταν ο ένας από τους δύο δηλώσει ότι δεν υποχωρεί (πλέον). Αυτός που θα δηλώσει κάτι τέτοιο πρώτος, βαρύνεται συνήθως με την ευθύνη του ναυαγίου. Η ελληνική κοινή γνώμη λοιπόν μπορεί να βρεθεί μπροστά στην κάλπη του δημοψηφίσματος υπό δύο διαφορετικές συνθήκες: (α) αποχώρησης της ελληνικής πλευράς (β) αποχώρησης της πλευράς των δανειστών. Θα είναι ίδια η ετυμηγορία της και στις δύο περιπτώσεις;
Μια σχετική πειραματική δοκιμή σε νεότερη έρευνα της Μονάδας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας αποκαλύπτει ότι η επιλογή της δραχμής ενισχύεται από 27% σε 33% στην περίπτωση που το τέλος της διαπραγμάτευσης προκαλείται με την αποχώρηση των Ευρωπαίων και όχι της ελληνικής πλευράς. Αποδίδοντας την ευθύνη στην «άλλη πλευρά», οι εκλογείς δείχνουν πιο έτοιμοι να απομακρυνθούν από την Ευρώπη. Πραγματικά εντυπωσιακή είναι πάντως η ενίσχυση της επιλογής της Δραχμής όταν το δίλημμα διατυπώνεται με αναφορά σε νέο μνημόνιο και υπό τη συνθήκη τερματισμού των συζητήσεων λόγω αποχώρησης των Ευρωπαίων. Το ποσοστό υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα εκτοξεύεται στο 45%, οριακά χαμηλότερο από αυτό υπέρ της παραμονής στο ευρωπαϊκό νόμισμα (48%). Πέραν της διατύπωσης, είναι σαφώς και οι συνθήκες υπό τις οποίες η χώρα θα οδηγηθεί στο δημοψήφισμα που τελικά θα κρίνουν το αποτέλεσμα της κάλπης.