Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η σημασία της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού έχει από πολλά χρόνια επιβεβαιωθεί.Ολες οι σχετικές μελέτες εκτιμούν ότι η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη μιας χώρας σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το εύρος και την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Δεν αμφισβητείται ότι η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων δεν ωφελεί μόνον το άτομο που τη δέχεται, αλλά το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Γιατί όταν όλα τα άτομα έχουν περισσότερες δυνατότητες προσωπικής ανάπτυξης η κοινωνία και η οικονομία προοδεύουν.
Εχει επίσης μεγάλη σημασία, αν η εκπαίδευση παρέχεται από το δημόσιο τομέα, δωρεάν, ή αν παρέχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Αν το σύνολο της εκπαίδευσης παρέχεται από τον ιδιωτικό τομέα, τότε ένα σημαντικό μέρος νέων που προέρχονται από χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα δεν μπορεί να επωφεληθεί. Ετσι, δεν μπορεί να υπάρξει η αναζωογονητική κοινωνική κινητικότητα που ανανεώνει τις οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές ηγεσίες σε μια χώρα και συμβάλλει στην ανάπτυξή της με λιγότερες κοινωνικές τριβές και πολιτικές εντάσεις. Το μέγεθος της κοινωνικής κινητικότητας εξαρτάται από το πόσο δωρεάν είναι η δημόσια εκπαίδευση και από το πόσο υψηλή είναι η ποιότητά της.
Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι οι σκανδιναβικές χώρες, που εξασφαλίζουν πραγματικά δωρεάν δημόσια και υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, επιτυγχάνουν τα υψηλότερα ποσοστά κοινωνικής κινητικότητας, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ.
Στη χώρα μας, όπως σε πολλές άλλες χώρες, συνυπάρχουν η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και η ιδιωτική εκπαίδευση, εκτός από την τρίτη βαθμίδα, όπου επισήμως δεν παρέχεται ιδιωτική εκπαίδευση. Το ζήτημα είναι αν η παρεχόμενη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση είναι πράγματι δωρεάν και αν βρίσκεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται ικανοποιητική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και ταυτόχρονα μεγάλο ποσοστό κοινωνικής κινητικότητας.
Δεν είναι μυστικό ότι τις τελευταίες δεκαετίες η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση δεν είναι ούτε αρκετά δωρεάν ούτε, πολλές φορές, αρκετά υψηλού επιπέδου, ώστε να αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, το κόστος της υποστηρικτικής διδασκαλίας (φροντιστήρια) για την εκμάθηση των ξένων γλωσσών και για την εισαγωγή στα ανώτατα ιδρύματα είναι τεράστιο και συνεχώς αυξανόμενο. Ταυτόχρονα, η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης, ενώ παρουσιάζει σημαντικές νησίδες αριστείας, δεν φαίνεται να ικανοποιεί τις σημερινές ανάγκες μετατροπής της σημερινής καταιγιστικής πληροφόρησης σε γνώση. Φαίνεται να λείπουν, μεταξύ άλλων, η συνεχής επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού και ο κατάλληλος εξοπλισμός, ενώ ο μονομερής προσανατολισμός των μαθητών προς τα ΑΕΙ εμποδίζει την ολοκληρωμένη εκπαίδευσή τους.
Οσον αφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία επισήμως παρέχεται μόνο από το δημόσιο τομέα, η έλλειψη ανταγωνισμού δεν φαίνεται να την κάνει χειρότερη από αυτή που παρέχεται στις άλλες βαθμίδες, όπου υπάρχει ανταγωνισμός με τον ιδιωτικό τομέα. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις η τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρά τον κατακερματισμό της, βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, όπως απέδειξαν οι εξωτερικές αξιολογήσεις (βλ. Εκθέσεις ΑΔΙΠ). Παράλληλα οι δυνατότητες των ελληνικών ΑΕΙ για παροχή εκπαίδευσης υψηλότερης ποιότητας θα μπορούσαν να βελτιωθούν, καθώς διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας εκπαιδευτικό προσωπικό. Αρκεί να ξεπεραστούν τα οργανωτικά και διοικητικά προβλήματα των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί και πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Λόγω της κρίσης το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί με περικοπές της δημόσιας δαπάνης κατά 50%, ενώ οι αμοιβές του εκπαιδευτικού προσωπικού έχουν μειωθεί κατά 40% περίπου.
Αν αναλογισθεί κανείς αυτά τα προβλήματα, η συνεισφορά του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τόσο στην ανάπτυξη όσο και στην κινητικότητα της ελληνικής κοινωνίας, είναι αξιοσημείωτη. Ομως αυτή η συνεισφορά περιορίζεται σημαντικά, λόγω του διαφορετικού προσανατολισμού του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ιδίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε σχέση με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Και στην προ κρίσης περίοδο, η σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης επιστημονικού δυναμικού στη χώρα μας ήταν προβληματική, σήμερα όμως είναι ακόμη χειρότερη, με αποτέλεσμα την απαξίωση της επιστημονικής γνώσης ή/και τη φυγή των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό.