Την προηγούμενη εβδομάδα συμμετείχα στην Αθήνα σε δύο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν μια προσωπική συζήτηση, που οργάνωσε η διαΝΕΟσις με τον πρώην Φινλανδό πρωθυπουργό Εσκο Αχο, τον μεταρρυθμιστή πολιτικό που έβγαλε τη Φινλανδία από την οικονομική κρίση αλλάζοντας το παραγωγικό μοντέλο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Το δεύτερο αφορούσε ένα διεθνές συνέδριο του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας στην καρδιά της Αθήνα για το blockchain – μία νέα τεχνολογία, κατά την άποψή μου, εξίσου σημαντική με το Dιαδίκτυο.
Η Φινλανδία είναι μία χώρα που το χειμώνα έχει είκοσι ώρες σκοτάδι και πάγο παντού. Εχει καταφέρει όμως να είναι πρώτη σε σειρά διεθνών κατατάξεων, από την πολιτική σταθερότητα μέχρι την εκπαίδευση και από την καινοτομία και το επιχειρηματικό περιβάλλον μέχρι την αντιμετώπιση της διαφθοράς και την υποδοχή των προσφύγων.
Αυτό που έγινε σαφές από το φινλανδικό υπόδειγμα είναι ότι η επιτυχημένη οικονομία και δημοκρατία προϋποθέτουν τολμηρές μεταρρυθμίσεις με μακροχρόνια επιμονή και συνέχεια. Σημασία έχουν το όραμα και η επιμονή του πολιτικού συστήματος και πώς αυτό εμπνέει την κοινωνία.
Η επιτυχία αυτής της μικρής χώρας των πάγων βασίστηκε σε τρία βασικά στοιχεία. Το πρώτο, είναι οι κανόνες δικαίου και οι θεσμοί, που διασφαλίζουν την κοινωνική κινητικότητα και τη θεσμική εμπιστοσύνη. Η Φινλανδία είναι η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη όσον αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και τη Δικαιοσύνη και η πρώτη στην εμπιστοσύνη των πολιτών στην αστυνομία.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά την εκπαίδευση. Η Φινλανδία έχει το πλέον αποκεντρωμένο και παραγωγικό εκπαιδευτικό σύστημα, με στενή σχέση σχολείων και αυτοδιοίκησης και στενή συνεργασία μεταξύ των πανεπιστημίων της, των ερευνητικών κέντρων και των επιχειρήσεων (είναι πρώτη διεθνώς στη διασύνδεση πανεπιστημίων και ιδιωτικού τομέα).
Το τρίτο είναι ένα βασικό ιστορικό στοιχείο: η πολιτική συμφιλίωσης, μετά τον δικό τους πόλεμο, που υπηρετήθηκε με σεβασμό από όλες τις παρατάξεις (κόκκινοι – λευκοί) και υλοποιήθηκε με συνεργασίες που δεν επέτρεπαν την ανατροπή πολιτικών από τη μία κυβέρνηση στην άλλη.
Στο συνέδριο για το blockchain, είδα ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο μιας μικρής νησιωτικής χώρας, με σημαντικά ανοικτά εθνικά ζητήματα, να τίθεται στην παγκόσμια πρωτοπορία μιας ανατρεπτικής νέας τεχνολογίας, η οποία επεκτείνεται ραγδαία σε τομείς όπως η ενέργεια, η βιομηχανία τροφίμων, τα κτηματολόγια, η εκπαίδευση, η πνευματική ιδιοκτησία κ.ά. Πρόκειται για έναν νέο κόσμο που «απειλεί» τους ενδιάμεσους φορείς, από τις τράπεζες μέχρι τα διεθνή νομικά γραφεία, και φαίνεται να εξασφαλίζει ασφάλεια και διαφάνεια στις οικονομικές και κοινωνικές συναλλαγές. Χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειονότητά τους νέοι από πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, αντάλλαζαν με ενθουσιασμό σκέψεις για τη νέα εποχή, με τις προοπτικές της αλλά και τους κινδύνους (π.χ. δραματική διεύρυνση της ανισότητας) και για τον ρόλο σε αυτήν εθνικών αρχών και διεθνών οργανισμών, πολιτικών και κομμάτων.
Ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, η Ελλάδα έχει την ατυχία να έχει μία κυβέρνηση που ευτελίζει τους κανόνες δικαίου με την αποδοχή της καθολικής βίας, επιχειρεί να απονομιμοποιήσει όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους με χυδαίο τρόπο, κρατά ζωντανά τα πάθη του εμφυλίου, απαξιώνει με πολιτικές και πρόσωπα τους θεσμούς και βεβαίως υποβαθμίζει στο πλαίσιο μιας αριστερής κρατικιστικής ιδεοληψίας τα πανεπιστήμια. Αντιλαμβάνεται τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως κρατικές υπηρεσίες και όχι ως δημόσιους οργανισμούς, αυτοδιοικούμενους και ανοιχτούς στον κόσμο. Η εθνική πυξίδα μαγνητίζεται από το παρελθόν.
Ο ρόλος των πανεπιστημίων, η σχέση τους με το διεθνές γίγνεσθαι και τη δημόσια και ιδιωτική έρευνα, είναι το απόλυτο όπλο των μικρών χωρών απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Στην πολιτική για τα πανεπιστήμια αποτυπώνονται θεμελιώδεις διαφορές μιας φιλελεύθερης, ανοικτής κοινωνίας με μία μη φιλελεύθερη, κλειστή φιλοσοφία.
Οι κανόνες δικαίου ευτελίζονται από τους «Ρουβίκωνες» και τον μη σεβασμό ανθρώπων και δημοσίων χώρων. Οι θεσμοί (πανεπιστήμιο, δικαιοσύνη, αστυνομία) ευτελίζονται επίσης από ωμές παρεμβάσεις και ποταπές ενέργειες, που εμποδίζουν την ανεξάρτητη λειτουργία τους και πλήττουν το κύρος τους.
Η κοινωνική κινητικότητα αφορά πια τη μαζική μετανάστευση εγκεφάλων στο εξωτερικό, χωρίς να υπάρχει στρατηγική για τον επαναπατρισμό τους. Η επιθυμητή σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ναρκοθετείται σταθερά, με εχθροπάθεια και ξεπερασμένη ρητορική.
Ολα τα παραπάνω δεν αποτελούν χαρακτηριστικά αριστεράς ή δεξιάς πολιτικής. Είναι τα στοιχεία ενός παρωχημένου λαϊκισμού, που υπονομεύει το μέλλον της χώρας στον 21ο αιώνα.
Ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, η αλλαγή του άρθρου 16 αφορά τόσο την καλύτερη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων όσο και τη λειτουργία μη κρατικών και ιδιωτικών. Είναι η μάχη για την Ελλάδα και τα παιδιά της – για μια χώρα που μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει τη δική της πρωτιά στη νέα ψηφιακή εποχή των μεγάλων επαναστάσεων και αλλαγών.