Η προσεκτική σκηνοθεσία με τη διπλή κάμερα, ή σε κρίσιμα σημεία, επιλεγμένη μετωπική απεύθυνση του τζιχατζιστή στην κάμερα και δυνητικά στον πλανήτη στον μέσο φοβισμένο πολίτη, (συνήθης σκηνική τεχνική του ραπ και της χιπ χοπ), εκφράζει μια απογεωγράφηση και μια καταστροφή των πολιτισμικών επικρατειών.
Η μεγαλειώδης, σπαρακτική παραίτηση και ο κρατημένος λυγμός του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ, το πλάγιασμα του προσώπου λίγο πριν η σκηνή κοπεί, στο κόψιμο που μαχαιριού, λίγο πριν το αίμα και τον σπασμό, ανασυνθέτει το αντιληπτικά ανεκτό και το πολιτικά ερμηνεύσιμο. Τη σφαγή του δημοσιογράφου (και τόσων άλλων) δεν είναι δυνατόν να την καταπιεί κανείς, όποια πολιτική σύμβαση κι αν αποδέχεται. Πρόκειται άραγε για τερατώδη εμφυτεύματα της Ανατολής στην καθαρή Δύση; Πρόκειται, εν τέλει, για τον συναισθηματικό προθάλαμο μιας παγκόσμιας Ακροδεξιάς; Η σφαγή του Φόλεϊ ποια «Ανατολή» έναντι ποιας «Δύσης» στοιχειοθετεί; Το ραπ βγαίνει εκτός πολιτιστικών κατηγοριών, γινόμενο αισθητικό και παραστασιακό υπόστρωμα αυτού του απίστευτου βαρβαρισμού. Τα social media γίνονται ο πολλαπλασιαστής, όχι μόνο της βαρβαρότητας, αλλά και της ναρκισσιστικής ανηθικότητας του σφαγέα. Η Δύση ανατολικοποιείται ραγδαία όσο και η Ανατολή δυτικοποιείται.
Πρώτα απ? όλα, τελετουργώντας μιντιακά, εικονογραφικά και με λεπτομέρειες στον θάνατο. Ο θάνατος είναι πρωτίστως διδακτικός, πρέπει να δείχνεται, να θεαματοποιείται. Αλλιώς δεν είναι λειτουργικός και πολιτικά παραγωγικός. Ο ράπερ, σε μια έκρηξη σκηνικού και παραστασιακού εγωτισμού, δια-σφάζει μέσα από τα μίντια κάτι βαθύτερο από τον λαιμό του Φόλεϊ. Και σε αυτό ενισχύεται από την ακόμα πιο εξοργιστική κατανάλωση της σφαγής, την εξισωτική αντικατάστασή της από άλλους θανάτους ή εικονογραφήσεις ποικιλιών του απεχθούς.
Τους 200 εκτελεσμένους Σύρους, το κομμένο κεφάλι της κόμπρας που σκότωσε τον Κινέζο μάγειρα, το δάγκωμα της αράχνης στο πόδι του Βρετανού τουρίστα, τους κιρσούς της τάδε γραίας κ.λπ. Όχι μια αφηγηματική καμπύλη, αλλά μια ισότονη ευθεία. Οδύνες εικονογραφημένες, που κατατρώγουν την πολιτική ερμηνευτική, που αποδομούν τις ηθικές κλίμακες (το πιο έγκυρο εργαλείο πολιτικής παραγωγής).
Έτσι, στο αχανές της μιντιακής τερατομορφίας μπορεί να στηθεί η όποια αυθαιρεσία. Πολλά κείμενα της περιόδου σε ποικίλες ιστοσελίδες και εφημερίδες κάνουν ένα remix γεγονότων, τα οποία εν τέλει τα ταξινομούν στις δύο ζώνες. Όπως διαχωρίζονται ο «ακάθαρτος Αλέκος» από τον καθαρό φίλο του στα παλιά βιβλία της Β? Δημοτικού, έτσι και ο κόσμος, οι πολιτικές εκφωνήσεις, χωρίζονται στους φωταδιστές και τους σκοταδιστές, στους ορθολογιστές και τους ανορθολογικούς, στους Ελβετούς και στην πλέμπα. Ο κάθε κειμενογράφος επινοεί το υπόδειγμα, την εκδοχή προόδου, τον βαθμό καθαρότητας ή το είδος συντηρητισμού που του ταιριάζει.
Οι «38» της Νέας Δημοκρατίας που αντιδρούν στο αντιρατσιστικό ανακατεύονται με τον Τσίπρα και το Άγιον Όρος, με τον Πούτιν, με την Εκκλησία, με τους χημικούς μπρατσάδες των γυμναστηρίων, με το χαλιφάτο και τις τερατωδίες, με την πολιτισμική Ανατολή που μας αιχμαλωτίζει σε μια ολική οπισθοδρόμηση έναντι της προοδευτικής πολιτισμικής Δύσης, ενός καθαρτικού, φιλελεύθερου πνεύματος.
Στα κείμενα στα οποία αναφέρομαι γίνεται όχι μια ευθεία, αλλά συνειρμική διασύνδεση φαινομένων διαφορετικής τάξης, αιτίας, ποιότητας και πολιτικής σύστασης. Ο ορθολογισμός συνδέεται με τις γενικές ιδέες μιας φιλελεύθερης επουράνιας «Κεντροαριστεράς» ή με το γαλάζιο σύννεφο μιας νοικοκυρίστικης δημοκρατικότητας, αντιδιαστέλλεται με κάθε λογής «καθάρματα» – τους «ακάθαρτους Αλέκους» του αναγνωστικού της δεκαετίας του ?60 (της ηλικίας δηλαδή των κειμενογράφων).
Η σκηνή πολλών επιφυλλιδογράφων και των σχολιαστών αναπαριστά και αναπαράγει τη γενική ερμηνευτική αμηχανία. Αφού δεν μπορεί να ερμηνευτεί η πραγματικότητα από την οξεία παρατήρηση και την ηθική που υποστασιοποιεί αυτήν την παρατήρηση, πιθανώς να μπορεί να ερμηνευτεί με τη σχηματική αναγωγή σε κάτι άλλο: Σε μια καθαρή και καλοταξινομημένη αναφορά – πολιτική κατασκευή. Οι αδολεσχίες, στις οποίες αναφέρομαι, οφείλονται στην αναγκαστική χρήση ερμηνευτικών στοκ, στη χρήση αποθηκευμένων στερεοτύπων, συμπλεγμάτων ή πρόκειται απλώς για επιλογές καριερισμού (λέει κανείς αυτό που θέλει να ακούσει ένα ισχυρό λόμπι). Και απ? αυτή τη λογική «ασυνέχεια», την αφαίρεση (άλλο να συμβαίνει, άλλο να εντοπίζεις, μόνο και μόνο για να σου βγει η ταξινόμηση), οργανώνεται μια γραφή νεοφανατικών, μια ανατριχιαστική καθαρολογία που βυθίζεται στις απλουστεύσεις.
Η πραγματικότητα, φυσικά -όπως δείχνει το τραγικό παράδειγμα του Φόλεϊ-, απεκδύεται των ερμηνειών της, καθηλώνοντας τους σχολιαστές και τις παλαιές και αδύναμες αποσκευές τους. Το πρόβλημα βρίσκεται στην καταστροφή των θεάσεων. Στην επικράτεια μιας κριτηριολογικής πολυσημίας, όπου το καθετί μπορεί να ταξινομηθεί στο οπουδήποτε. Το καθετί μπορεί να κατατάσσεται ως προοδευτικό, αντιδραστικό, σκοταδιστικό, αστραπιαίο, να παραμένει αδίδακτο. Κι αυτό αποτελεί τη συνθήκη μιας νέας Ακροδεξιάς που δεν αντιμετωπίζεται με σχολιαστικές σαβούρες, τσουβαλιάσματα και την καλομεταμφιεσμένη θεωρητική ένδεια.
ΥΓ.: Εμπρόθετα δεν αναφέρω ονόματα, έντυπα ή δικτυακές σελίδες, γιατί με ενδιαφέρει το φαινόμενο κι όχι ο χοντρός εγωισμός του καθένα.