Η Λέλα (Γιαννακέα) που πέθανε την Πρωτομαγιά στην Καρδαμύλη, το όμορφο παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Μεσσηνιακής Μάνης, ήταν (για τα μέτρα του στενού κύκλου του χωριού της) διάσημη. Δεν ήταν επιστήμων, δεν ήταν καλλιτέχνις, δεν ήταν σελέμπριτι. Ηταν άνθρωπος της δουλειάς. Μαγείρισσα και γκαρσόνα. Και πιο πριν ήταν οικονόμος, φρόντιζε το σπίτι ενός πλούσιου και διάσημου Βρετανού, του Πάτρικ Λι Φέρμορ, μυθικού προσώπου της αντίστασης κατά των Γερμανών, που είχε το σπίτι του στην περιοχή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Λέλα, έπειτα από χρόνια υπηρεσίας στον Λι Φέρμορ, άνοιξε ένα ταβερνάκι. Πέτρα και απλά τραπέζια, καθαρά σερβίτσια. Μαγείρευε τα απλά μανιάτικα φαγητά με τα ντόπια υλικά. Μαγείρευε και σέρβιρε. Η ταβέρνα της σήμερα είναι σημείο αναφοράς κάθε ταξιδιώτη στη Μάνη.
Η δουλειά και η φροντίδα γι’ αυτήν την καταξίωσε και της προσέφερε άνεση στη ζωή. Η δήλωση δήθεν εθνικής υπερηφάνειας του Νίκου Βούτση, «δεν θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης», προσέβαλε πρωτίστως την αόκνως εργαζόμενη Λέλα, και μαζί όσες και όσους εργάζονται όπως εκείνη, με αφοσίωση.
Προσέβαλε βαρύτατα τους Ελληνες που δεν ζουν ως στελέχη κομμάτων, που δεν πήραν πρόωρες συντάξεις, που δεν διεκδικούν επιδοτήσεις με ψεύτικα χαρτιά, που δεν ονειρεύονται τη λούφα την παραλλαγή μιας δημόσιας θέσης χωρίς αξιολόγηση, που σπουδάζουν για έναν ανταγωνιστικό κόσμο και όχι για το ελληνικό βόλεμα.
Η Λέλα Γιαννακέα, άξια μαγείρισσα και άξια σερβιτόρα της Ελλάδας και της Ευρώπης, κέρδισε και υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια και αγάπη και χρήματα με την εργασία της. Η συμβολική προσβολή του υπουργού δεν την αγγίζει, επειδή οι άνθρωποι που στηρίζονται στις ικανότητες και στη δουλειά τους δεν περιμένουν επιβράβευση από γραφειοκράτες πολιτικούς τους οποίους μια ζωή το κόμμα τούς «προστάτευε» από την αναμέτρηση με την πραγματική ζωή.