Η ρύθμιση του χρέους δεν είναι μονόπρακτο

Κώστας Καλλίτσης 11 Μαϊ 2014

Με τα σημερινά δεδομένα υπάρχει θέμα βιωσιμότητας του χρέους μας. Δεν αναφέρομαι στο παιχνίδι με τους αριθμούς, αν το χρέος θα είναι 120% ή 122% του ΑΕΠ. Το όριο 120% τέθηκε επειδή εκείνη τη χρονική στιγμή τόσο ήταν το δημόσιο χρέος της Ιταλίας και, αν ετίθετο χαμηλότερο, το ιταλικό χρέος αυτομάτως θα χαρακτηριζόταν μη βιώσιμο – προς τρόμο όλης της Ευρώπης. Το 120% είναι ένας δείκτης, το 90% που είχαν θέσει οικονομολόγοι της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών ή ανέδειξαν οι Rogoff-Reinhart (με τα γνωστά προβλήματα τεκμηρίωσης…) είναι ένα ενδιάμεσο, και το 60% του ΑΕΠ που έθεσε το Μάαστριχτ ένας τρίτος δείκτης, στο άλλο άκρο.

Ενα χρέος είναι μη βιώσιμο όταν δεν παράγεις αρκετό πλούτο ώστε να μπορείς να το αποπληρώνεις. Το ύψος ασφαλώς μετρά, επίσης μετρά η ικανότητα μιας οικονομίας να παράγει νέα αξία – αυτά σχετίζονται, δεν ταυτίζονται. Πόση νέα αξία παράγουμε; Με τι ρυθμούς θα αυξάνεται το ΑΕΠ; Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ευρωπαϊκών think tanks, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και με επιτόκια μικρότερα από αυτούς, για να μειωθεί το δημόσιο χρέος μας στο 90% του ΑΕΠ (μεσαίο κριτήριο) θα απαιτηθούν 50 χρόνια αν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 2% ετησίως, 30 αν είναι 3% και 22 αν είναι 4%. Ωστόσο, λιτότητα επί 10ετίες δεν αντέχεται από κανένα πολιτικό σύστημα. Αδιέξοδο; Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας οδηγεί σε άλλο συμπέρασμα. Δύο παρατηρήσεις:

Πρώτη, το χρέος μας προς τους φορολογούμενους άλλων κρατών (Official Sector), που είναι και το μεγάλο τμήμα του χρέους μας, έχει συμφωνηθεί ότι θα αρχίσουμε να το αποπληρώνουμε μετά το 2021. Μέχρι τότε, οι μόνες ουσιαστικά πληρωμές που θα κάνουμε είναι προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κι αυτές θα τις κάνουμε με τα λεφτά που θα μας δίνει το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ θα μας δανείζει έως τα μέσα 2016 για να πληρώνουμε τις ληξιπρόθεσμες δόσεις προς αυτό – τα λεφτά θα αλλάζουν χέρι. Οι «βαριές» πληρωμές αρχίζουν το 2022. Ετσι (το χρέος παραμένει βαρύ, αλλά) μεσολαβούν οκτώ χρόνια στη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα δεν θα πνίγεται από τις επιβαρύνσεις για την αποπληρωμή του. Πώς θα τα αξιοποιήσουμε;

Δεύτερη, η ρύθμιση του χρέους δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο. Κυριαρχεί η άποψη, ότι τον Νοέμβριο θα συζητηθεί η ρύθμιση του χρέους και το θέμα θα κλείσει οριστικά και αμετάκλητα. Δεν είναι ακριβές, όπως άλλωστε δείχνει η διεθνής αλλά και η (πρόσφατη) εθνική εμπειρία: Το 2010 μπήκαμε σε πρόγραμμα με ένα πακέτο δανειοδότησης, το 2011 αποσπάσαμε επιμήκυνση και μικρότερο επιτόκιο, το 2012 (ανεξάρτητα από αιτίες, κέρδη και ζημιές…) έγινε «κούρεμα», πήραμε μεγάλη επιμήκυνση και νέα δανειοδότηση με μικρό επιτόκιο. Τον προσεχή Νοέμβριο αναμένεται να επιμηκυνθεί η διάρκεια της αποπληρωμής, να μειωθεί το επιτόκιο, ενδεχομένως να μετατραπεί σε σταθερό.

Η όποια ρύθμιση υπάρξει, θα γίνει στη βάση των συσχετισμών και της αντίληψης για το μέγεθος του προβλήματος (στην Ελλάδα και συνολικότερα στην Ευρώπη) που θα επικρατούν εκείνη τη στιγμή. Αλλά, οι αντιλήψεις και οι συσχετισμοί δεν μένουν αμετάβλητοι ενώ η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους μας εκτείνεται σε αρκετές 10ετίες. Συνεπώς, η ρύθμιση του προσεχούς Νοεμβρίου δεν θα γραφτεί σε μαρμάρινες πλάκες. Αλλωστε, το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μας (δεν αφορά μόνο το 2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ…), το χρέος αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 90% του ΑΕΠ κάθε χώρας του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, η συζήτηση γι’ αυτό θα είναι στο τραπέζι και το ευρωομόλογο θα επανέλθει. Η Ευρώπη βρίσκεται εκ κατασκευής σε διαρκή διαπραγμάτευση, το στοίχημα είναι να μετέχουμε σε αυτήν όρθιοι, πολυδιάστατα και χωρίς εμμονές (στη 10ετία του 1980, αν ο Α. Παπανδρέου είχε αυτοπαγιδευτεί στα συνθήματά του, δεν θα είχε πετύχει τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα).

Αν απαλλαγούμε (α) από την εθνική μονομανία ότι οι πολίτες των άλλων κρατών πρέπει να υποχρεωθούν να μας χαρίσουν το χρέος και (β) από την αντίληψη ότι τον Νοέμβριο θα υπάρξει τελική και αμετάκλητη ρύθμιση, ως αν ήταν η ώρα της κρίσης «ή ζούμε ή πεθαίνουμε», ίσως μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στο άμεσο, το πιο επείγον και ουσιώδες: Πώς θα αυξήσουμε το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας, πώς θα καταστήσουμε διατηρήσιμο το πρωτογενές πλεόνασμα, πώς θα ενισχύσουμε την εξωστρέφεια ώστε να μην ανατιναχτεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο πρώτο αεράκι της ανάκαμψης ή σε κάποιο φύσημα διεθνούς ανέμου. Αυτά είναι τα κεντρικά ζητήματα, απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις όφειλε να επεξεργαστεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας, σε αυτό το πεδίο να συγκρουστεί, σε αυτό να βρει σημεία συνεννόησης – αντί να αναλώνεται σε επιδείξεις αγωνιστικής ετοιμότητας επί χάρτου, με δυσδιάκριτους τους Κύκλωπες από τους ανεμόμυλους.