Τη βδομάδα που γιορτάζουμε την Ανάσταση, την αναγέννηση της ζωής, είναι πολύ θλιβερό να μιλάμε για θάνατο. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι. Ακριβώς γιατί πρέπει να υπερασπίσουμε τη ζωή. Την προηγούμενη Πέμπτη ένας αναγνώστης στο site της εφημερίδας με οίκτιρε γιατί έγραφα αυτά που γράφω, ενώ ένας άνθρωπος έβαζε τέλος στη ζωή του στην πλατεία Συντάγματος. Δεν προλάβαινα, συνέβη μετά, στ’ αλήθεια όμως δεν θα ’θελα να γράψω. Δεν ξέρω τι πρέπει να πεις για μια αυτοκτονία.
Ποτέ δεν μπορούσα εύκολα να μιλήσω γι’ αυτούς που περνάνε το εσωτερικό φράγμα, το ανθρώπινο ταμπού για τη ζωή. Τους φυσικούς αυτουργούς, αυτούς που σκοτώνουν έναν άνθρωπο, που πληγώνουν το ανυπεράσπιστο σώμα του άλλου, ακόμη κι αυτούς που πληγώνουν και καταστρέφουν το σώμα της πόλης. Οι άνθρωποι είμαστε ένα μυστήριο, προγράμματα που τρέχουν με χιλιάδες εγγραφές επάνω του ο καθένας, αυτές που καθορίζουν τη συμπεριφορά του. Δεν ξέρω τι να πω, είναι δουλειά άλλης επιστήμης.
Δεν μπορώ να μιλήσω για μια αυτοκτονία πολύ περισσότερο. Είναι θέμα των δικών του ανθρώπων να την κλάψουν και να την καταλάβουν. Πώς να σχολιάσεις το θάνατο; Αυτό όμως που οφείλουμε να πούμε, αυτό που είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουμε όλοι, είναι το Μήνυμα και ο τρόπος που η κοινωνία το αποδέχτηκε. Πρέπει δηλαδή να δηλώσουμε ότι ο θάνατος δεν είναι μια βαθιά συνειδητή πράξη διαμαρτυρίας. Ότι δεν θέλουμε να πάρουμε τα καλάσνικοφ και να πυροβολούμε κατοχικές κυβερνήσεις. Ότι δεν θέλουμε να πάρουν οι νέοι μας τα όπλα. Ότι δεν θέλουμε να κρεμάσουμε ανάποδα στην πλατεία Συντάγματος τους εθνικούς προδότες όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι.
Πρέπει δηλαδή να πούμε ως κοινωνία, ότι δεν θέλουμε να αυτοκτονήσουμε. Είναι πολύ πρόσφατη ακόμα η ιστορία μας. Δικτατορίες, εμφύλιοι, χούντες ξόδεψαν πολύ αίμα σ’ αυτή τη χώρα. Δεν θέλουμε να χύσουμε άλλο, δεν θέλουμε να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Πρέπει να πούμε ότι πληρώσαμε πολύ ακριβά μέχρι να μάθουμε να θεωρούμε τους άλλους πολιτικούς αντιπάλους και όχι εχθρούς, μιάσματα, ανθέλληνες, προδότες. Να πούμε ότι η πολιτική είναι η κίνηση της κοινωνίας, οι επιλογές που κάνουμε, τα λάθη μας που εμείς πάλι θα διορθώσουμε για να καλυτερέψουμε τη ζωή μας και όχι να την αφαιρέσουμε.
Και πρέπει να τα πούμε αυτά, γιατί οι παραπάνω φράσεις δεν είναι μόνο προτάσεις σε ένα απελπισμένο τελευταίο γράμμα, αλλά η κυρίαρχη ρητορική που ακούμε από κάποιες δυνάμεις. Πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι η ρητορική του μίσους δεν είναι ποτέ ανώδυνη, δωρεάν, μια κουβέντα παραπάνω. Προετοιμάζει πάντα το επερχόμενο αιματηρό μέλλον. Αυτοί που μιλάνε για προδότες, κατοχικές κυβερνήσεις, κρεμάλες, ξεχνάνε να πουν ότι μιλάνε για τις πολιτικές επιλογές που κάνουν κόμματα τα οποία, μας αρέσουν δεν μας αρέσουν, 40 χρόνια τώρα παίρνουν το 80% των ψήφων του ελληνικού λαού.
Που ακόμα και σ’ αυτές τις εκλογές της σύγχυσης θα πάρουν 40-50%. Όσοι μιλάνε για κρεμάλες δηλαδή, για χούντες και προδότες, μιλάνε για Εμφύλιο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται – όταν τα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων, πιο σκοτεινές πολιτικές δυνάμεις βρίσκουν την ευκαιρία να βγουν στο φως. Θέλουμε μια τέτοια εξέλιξη για τη χώρα μας στον 21ο αιώνα;
Έχουμε χάσει την ψυχραιμία μας, συνηθισμένοι τόσες δεκαετίες σε μια ανέφελη ζωή, δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, εύκολα θύματα σε κάθε ανορθολογική δημαγωγία. Όμως πρέπει να βρούμε τη δύναμη να σταματήσουμε. Να απομονώσουμε κάθε φωνή που εκπέμπει μίσος, που στήνει στρατόπεδα, που επαγγέλλεται αιματηρές τιμωρίες. Αυτού του τύπου η κάθαρση συνεπάγεται πάντα Μεσαίωνα, ποτέ πρόοδο. Η δημαγωγία της εμφυλιοπολεμικής ατμόσφαιρας είναι θανατηφόρα. Η ηρωοποίηση κάθε απονενοημένου διαβήματος δημιουργεί σε καιρούς απελπισίας κι άλλους μιμητές. Η αποδοχή χωρίς αντίδραση της διχαστικής ρητορικής των όπλων δημιουργεί τα επόμενα επεισόδια. Ήδη ένας ειδικός φρουρός αιμόφυρτος μεταφέρθηκε στο 401 και η στολή του εν είδει λαφύρου κρεμάστηκε στο δέντρο της αυτοκτονίας. Στην ταραγμένη κοινωνία μας, υπάρχουν πολλοί που θα πάρουν τοις μετρητοίς τα κηρύγματα του θανάτου. Οι ηθικοί αυτουργοί πρέπει να το καταλάβουν, όταν μιλάς για πόλεμο, προετοιμάζεις πόλεμο.
Η κοινωνία μας έχει φτάσει σε σταυροδρόμι. Απ’ όλες τις χώρες που βρέθηκαν πριν δυο χρόνια στην ίδια στριμωγμένη κατάσταση με μας, μόνο εδώ συμβαίνει το αδιανόητο, να συζητάμε αν είμαστε ακόμα δημοκρατική κοινωνία ή πρέπει να πάρουμε τα όπλα. Σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία συζητάνε για οικονομικά προβλήματα, εδώ συζητάμε για καλάσνικοφ. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να υπερασπίσουμε με κάθε κόστος τη δημοκρατική κοινωνία, την ειρήνη, τη ζωή. Να απομονώσουμε τη ρητορική του μίσους. Αν κάτι πρέπει να μας συγκινεί από την τραγική αυτοκτονία είναι πως όταν ο απελπισμένος αυτόχειρας έπιασε στο χέρι του το ψυχρό μέταλλο του θανάτου, παρά τις διακηρύξεις της οργής, ακριβώς επειδή θεωρούσε τον εαυτό του προοδευτικό, επάνω του το έστρεψε και όχι σ’ ένα συνάνθρωπό του.
Οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι, απελπισμένοι, ανορθολογικοί. Η κοινωνία μας όμως πρέπει να βρει το κουράγιο να αποφύγει τη συλλογική αυτοκτονία και να μιλήσει πάλι για τη ζωή. Μόνο έτσι θα την προστατέψει.