Ώρες ώρες έχω την εντύπωση ότι η Μαρία Ρεπούση έχει το πιο ρεαλιστικό μυαλό μέσα στη Βουλή. Αν και απόφοιτος Φιλοσοφικής η ίδια (όπως και γω, άλλωστε), πρότεινε να γίνουν και τα Αρχαία προαιρετικά. Το ίδιο είχε προτείνει και για τα Θρησκευτικά, λίγες μέρες πριν.
Χίμηξαν να τη φάνε, εννοείται. Σχεδόν οι πάντες, σχεδόν από παντού.
Αν σκεφτούμε, όμως, λιγάκι ψύχραιμα, θα δούμε ότι πράγματι τα Αρχαία είναι μια πεθαμένη γλώσσα. Στο σχολείο μαθαίνουμε μια εκδοχή της μονάχα, την αττική διάλεκτο, και για να το κάνουμε αυτό κουραζόμαστε πάρα πολύ. Κόβουμε χρόνο από άλλα, πολύ σημαντικότερα μαθήματα. Άλλα πάλι μαθήματα δεν τα διδασκόμαστε καθόλου. Πρακτικά πράγματα δεν κάνουμε καθόλου στα γενικά λύκεια. Μαθαίνουμε τα πάντα θεωρητικά, με παρλαπίπες και πολλή, μα πολλή παπαγαλία. Ακόμα και τα λεγόμενα πρακτικά μαθήματα, κι αυτά θεωρητικά τα μαθαίνουμε.
Θα πω ένα πολύ γνωστό παράδειγμα. Στη Φυσική μαθαίνουμε να ζωγραφίζουμε κυκλώματα και αντιστάσεις, να μιλάμε για ροή ηλεκτρονίων, για θετικά και αρνητικά φορτισμένα αρνητικά φορτία, μα πόσοι ξέρουν να φτιάξουν ένα πορτατίφ να δουλεύει με ένα διακόπτη;
Για να γυρίσω στα Αρχαία, επιμένουμε να μάθουμε να διαβάζουμε –επιμένεις εσύ, σοφολογιότατε– μια πεθαμένη γλώσσα από το πρωτότυπο. Κι έχουν αναπτυχτεί και πολλοί συνοδευτικοί μύθοι.
Ότι, δήθεν, όσο πιο πολλά Αρχαία ξέρουμε τόσο πιο καλά μιλάμε τη νέα ελληνική. Σοβαρά; Για πες μου, σοφολογιότατε, όταν λες στον υδραυλικό να κάνει απόφραξη στο νιπτήρα τι εννοείς; Να στον ξεβουλώσει εννοείς, φυσικά. Έλα όμως που στα Αρχαία απόφραξη σημαίνει πλήρες βούλωμα. Για ψάξε τι θα πει επίσκεψη στα Αρχαία και μετά σκέψου τι σημαίνει σήμερα. Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουνε πάρα πολλά. Αλλά και συ, στο σπίτι σου, δεν νομίζω να μιλάς Αρχαία. Δεν νομίζω να χρησιμοποιείς τους δυικούς, τα απαρέμφατα, την ευκτική. Κατάλαβες τώρα γιατί η εμμονή σου στα Αρχαία έρχεται σε αντίθεση με αυτό που υποτίθεται ότι κάνει η γλώσσα, δηλαδή την επικοινωνία;
Ότι, δήθεν, οι υπολογιστές «καταλαβαίνουν» Αρχαία Ελληνικά. Με στοιχειώδεις γνώσεις υπολογιστών, σοφολογιότατε, ξέρω καλά ότι οι υπολογιστές καταλαβαίνουν μονάχα 0 και 1, ατέλειωτες δυαδικές σειρές, όχι Αρχαία, όχι Νέα, ούτε Γιαπωνέζικα, ούτε Σουαχίλι, ούτε Ουζμπέκικα. Όλοι οι υπολογιστές του κόσμου.
Ότι, δήθεν, έχουν καταγραφεί … (συμπληρώνετε τις τελίτσες κατά βούληση) εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής. Ότι η ελληνική είναι η παλιότερη, πλουσιότερη, τελειότερη γλώσσα του κόσμου. Ότι υπάρχει κάποιο σχέδιο να πληγεί η γλώσσα μας, όπως άλλωστε και η ορθοδοξία (εξάλλου αυτό το «είπε», «ως γνωστόν» ο Εβραίος Κίσιντζερ).
Ότι, δήθεν, μόνο η ελληνική γλώσσα είναι «νοηματική», ενώ όλες οι άλλες είναι απλά διεκπεραιωτικές, με τυχαίες λέξεις που συνδέονται τυχαία με ορισμένες σημασίες. Ότι …ότι … ότι … (διαβάστε λίγο Νίκο Σαραντάκο στο διαδίκτυο και θα βρείτε αραδιασμένες όλες αυτές τις αρλούμπες).
Η πεθαμένη αρχαία γλώσσα δεν είναι, ωστόσο, ξένη. Μας είναι σε μεγάλο βαθμό οικεία. Γιατί; Διότι κατά ένα μέρος επιζεί, χάρη και μέσα στη νέα ελληνική. Σ’ αυτή τη γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε σήμερα, την τόσο λοιδορημένη και υποτιμημένη από τους αρχαιόπληκτους νεοελληνική.
Η λέξη-κλειδί είναι «εξέλιξη». Είναι αλήθεια ότι η γλώσσα μας εξελίσσεται εδώ και τέσσερις, περίπου, χιλιάδες χρόνια. Αλήθεια ότι γράφεται εδώ και κάποιες άλλες χιλιάδες χρόνια. Αλλά ούτε οι σημασίες των λέξεων, ούτε η προφορά, ούτε η γραφή παραμένουν αμετάβλητες. Αυτή η εξέλιξη είναι η δύναμη της γλώσσας.
Αν θες λοιπόν να βρεις τα νοήματα όσων αρχαίων βιβλίων έχουν πέραση σήμερα, υπάρχουν οι μεταφράσεις. Συμφωνώ ότι, σε σύγκριση με το πρωτότυπο, κάτι θα χάσεις (ειδικά στο Λουκιανό, λέω εγώ). Αλλά αυτό δεν ισχύει σε κάθε μετάφραση; Και, στο ξαναλέω, στο χρόνο που θα κάνεις για να μάθεις να διαβάζεις Αρχαία στο πρωτότυπο, μπορείς να διαβάσεις πολύ περισσότερα αρχαία βιβλία από μετάφραση, αφού επιμένεις να διαβάζεις Αρχαία έτσι κι αλλιώς (αν και μεταξύ μας, πολύ αμφιβάλλω αν έχεις μπορέσει να διαβάσεις Όμηρο, Ευριπίδη ή Σαπφώ στο πρωτότυπο. Εκτός αν είσαι φιλόλογος, και μάλιστα Αρχαίων). Και ποιος σου λέει ότι έχει μεγαλύτερη σημασία να διαβάσεις Πίνδαρο ή Ισαίο, απ’ ό,τι Καρυωτάκη ή Αλεξάνδρου; Ή, ακόμα περισσότερο, γιατί έχει μεγαλύτερη αξία ο Πλάτωνας ή Απολλόδωρος από τον Τουέιν ή τον Τσέχοφ;
Γι’ αυτό σου λέει η Ρεπούση: προαιρετικά να γίνουνε τα Αρχαία, για όποιον τα θέλει. Αν θες να τα μάθεις, χάνοντας όμως άλλα γνωστικά στοιχεία, με γεια σου με χαρά σου. Μην πρήζεις όμως και τον άλλο που δε θέλει, που προτιμάει να μάθει κάτι άλλο.
Αυτά λοιπόν τα πολύ απλά πράγματα που γράφω τώρα, σοφολογιότατε, και που είναι κοινός τόπος για κάθε γλωσσολόγο και για αρκετούς μη γλωσσολόγους, εσύ, που τόσο εύκολα βρίζεις τη Ρεπούση, δεν τα έχεις σκεφτεί. Ή, αν τα έχει σκεφτεί, τα βάζεις στην άκρη γιατί σ’ ενοχλούνε,. Και σ’ ενοχλούνε επειδή είναι λογικά – κι αλίμονό σου αν το παραδεχτείς.
Το σχολείο μας δεν χρειάζεται κι άλλα υποχρεωτικά Αρχαία κι άλλα υποχρεωτικά Θρησκευτικά, λέει η Ρεπούση, δηλαδή κι άλλες ρητορείες κι άλλες θεωρίες. Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του κόσμου χρειαζόμαστε σύγχρονη γνώση και, κυρίως, πρακτική: υπολογιστές, Φυσική, Διαδίκτυο, πρακτική αριθμητική, κατασκευές με τα χέρια, τρόπος έρευνας, απόρριψη της παπαγαλίας, ανάπτυξη κριτικής σκέψης, ανάπτυξη Φαντασίας, κίνηση του κορμιού, ξένες γλώσσες (ζωντανές εννοείται).
Αλλά ούτε οι παπαδίστικες μπούρδες, ούτε η εμμονή στ’ Αρχαία από το πρωτότυπο αναπτύσσουν τέτοια στοιχεία. Ούτε μπορούν να διδάξουν τέτοια στοιχεία οι παπάδες, οι θεολόγοι, οι φιλόλογοι (με λαμπρές προσωπικές εξαιρέσεις, εννοείται). Οι αρχικοί χρόνοι των ρημάτων, οι γελοιότητες της Παλαιάς Διαθήκης, οι πλατωνικές μπαρούφες, οι εκκλησιασμοί, η αττική σύνταξη, η ρασοφορική υποκρισία και τα σχετικά, ένα πράγμα μόνο κάνουνε: κρατάνε τα παιδιά μακριά από τον αληθινό κόσμο, τα κάνουν να μισούνε το σχολείο, τα κάνουν ευάλωτα σε θεωρίες συνωμοσίας, τους καλλιεργούνε εθνικιστική και θρησκευτική ανωτερότητα, ενώ ταυτόχρονα τους υποβάλλουν ένα αίσθημα μειονεξίας, επειδή δήθεν δεν είναι τόσο σπουδαία, όσο οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι».
Ώρες ώρες μού φαίνεται πως ο κύρος λόγος που διατηρείται αυτή η κατάσταση δεν είναι τόσο η αναπαραγωγή της σε επίπεδο ιδεών και ιδεολογίας, όσο η ανάγκη να απασχοληθούν οι τόσες χιλιάδες θεολόγοι και φιλόλογοι. Τι άλλο να κάνουν, παρά αυτό που ξέρουν; Αυτό ξέρουν λοιπόν, αυτό κάνουν, γι’ αυτό πληρώνονται. Καμιά οριζόντια περικοπή στα σχολεία δεν έπιασε τους θεολόγους (…)
Και καλά, από τη συνολική Δεξιά, και γενικά τους συντηρητικούς, δεν περιμένει κανείς άλλη στάση από τη γλωσσαμυντορική. Οι δεξιοί κωνσταντινικοί ήταν, κωνσταντινικοί είναι (με μερικές εξαιρέσεις φιλελεύθερων), Νεοδημοκράτες, ψεκασμένοι Έλληνες, Χρυσαυγίτες. Αφού στην παλιά Νέα Δημοκρατία λιγάκι έλλειψε να μη βγάλουνε βουλευτή τον κακομοίρη τον Ράλλη (μετέπειτα πρωθυπουργός, παρακαλώ), που τόλμησε το αυτονόητο: να κάνει τη δημοτική, γλώσσα του κράτους. Όσο για το ΠΑΣΟΚ, μοιάζει πολύ μακρινή η εποχή που το κόμμα αυτό είχε καθιερώσει το μονοτονικό, ή η εποχή που (στα λόγια μονάχα, εννοείται) τα έβαζε με την ορθόδοξη εκκλησία.
Το ίδιο όμως –και χειρότερο– ισχύει και τους λεγόμενους αριστερούς, πλην μερικών της ΔΗΜΑΡ. Ενώ η Ρεπούση ζητάει προαιρετικά Θρησκευτικά και Αρχαία, ο κ. Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ πάει στον αγιασμό και –με ψυχρό υπολογισμό– φιλάει το χέρι του παπά. Λέει τα κινηματικά και τα ψευτοεπαναστατικά του (δηλαδή το εξής ένα: επαναφορά καθηγητών, περισσότεροι διορισμοί στα σχολεία), αλλά η συμμετοχή στον αγιασμό σημαίνει αποδοχή του ρόλου των παπάδων στο σχολείο. Στο δημόσιο σχολείο, σύντροφε Τσίπρα. Αλλά έχεις κάνει και πολλά άλλα περίεργα στο θέμα θρησκεία – ορθόδοξη εκκλησία, σύντροφε Τσίπρα (διαβάστε «Ροΐδη εμμονές» στο διαδίκτυο και θα τα βρείτε κι αυτά επίσης αραδιασμένα).
Όσο για το ΚΚΕ, αυτό έτσι κι αλλιώς είναι θρησκευόμενο κόμμα. Όλη πρακτική του εκεί κατατείνει: Αγία Τετράδα (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν), θέσφατα (ο μαρξισμός – λενινισμός), ευαγγέλια («Μανιφέστο» κ.λπ.), μάρτυρες (οι νεκροί του αγώνα), ιερωμένοι (τα στελέχη του κόμματος), Δευτέρα Παρουσία (κομουνιστική κοινωνία κ.λπ.). Και, μετά το ΕΑΜ, πάντα στο πρόγραμμά του μιλάει για το «λαϊκό κλήρο». Για να μην πιάσω τη θεούσα βουλευτίνα του, την κ. Λιάνα Κανέλλη.
Αλλά ο σύντροφος Αλαβάνος τους ξεπέρασε όλους. Αυτός ο δήθεν αριστερότατος ήταν που είχε τη μεγαλύτερη πλάκα: απάντησε στη Ρεπούση με τα λόγια του γλωσσικά εθνικιστή Ελύτη, την ώρα που έπαιρνε το Νόμπελ (χάρη στη μουσική του Θεοδωράκη, φυσικά). Είπα «γλωσσικά» ακροδεξιού; Λάθος έκανα. Αφού ο Ελύτης (τι ψευδώνυμο κι αυτό!) είχε υπογράψει τη διακήρυξη της «αξέχαστης» Πολιτικής Άνοιξης. Έλα που κάνεις πως δεν θυμάσαι, σοφολογιότατε. Του Σαμαρά το κόμμα ήτανε, ντε.
Κατάλαβες τώρα γιατί ο (γλωσσικός κι όχι μόνο) εθνικισμός και η (θρησκευτική κι όχι μόνο) ορθοδοξία ενώνουν (σχεδόν) ολόκληρο το πολιτικό μας φάσμα; Γιατί προτιμάμε να πνιγούμε, παρά να σταματήσουμε να ζούμε στον ιδιότυπο εθνικο-γλωσσικο-θρησκευτικό μας κόσμο; Γιατί αν δε συνειδητοποιήσουμε/ξεπεράσουμε τις αυταπάτες και τους αυτισμούς των ανορθολογικών παραδόσεών μας, δεν έχουμε κανένα μέλλον; Και γιατί, επομένως, η Ρεπούση, που πάνε να την εμφανίσουνε σαν την τρελή του χωριού, παρουσιάζει σαφή ρεαλισμό, πρωτοφανή για το πολιτικό μας σύστημα;
Υ.Γ. Λυπάμαι τα παιδάκια (και την εγγονή μου μαζί, πρωτάκι) που η πρώτη σχολική τους εικόνα ήταν «χοντροί άντρες με φούστες» που τους κάνανε μεταφυσικό κήρυγμα. Και η δεύτερη απεργίες, με «αγωνιστικό» κήρυγμα. «Λαμπρά ταιριάζουν όλα», κατάλαβες σοφολογιότατε;