Οι τελευταίες αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, απέναντι στον ΣΚΑΙ και την ΕΡΤ αντίστοιχα, θέτουν ξανά επί τάπητος, και μάλιστα επιτακτικά, το ερώτημα: έχουν δικαίωμα τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα να ασκούν προπαγάνδα υπέρ ή κατά των κομμάτων ή και των ποικίλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων; Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό ας ξεκινήσουμε από την περιγραφή της σημερινής πραγματικότητας:
Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΤ
Από την μία έχουμε την κρατική ραδιοτηλεόραση, η οποία αποτελεί, δυστυχώς, ακόμα μία χαμένη ευκαιρία για την σημερινή κυβέρνηση. Η ΕΡΤ έπρεπε να έχει μετασχηματισθεί, μετά την ολική επαναφορά της, σε ένα πρότυπο πολυφωνικής και ποιοτικής ενημέρωσης, το οποίο αφ’ενός μεν θα εξέθετε την ΝΔ για το «μαύρο» και για την ΝΕΡΙΤ αφ’ετέρου δε θα έθετε ψηλά τον πήχυ και για την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Αντί αυτού ακολούθησε την πεπατημένη και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή της: διαμορφώθηκε εξ υπαρχής στην λογική ενός κυβερνητικού προπαγανδιστικού μηχανισμού, ο οποίος υπηρετεί διατεταγμένα και συστηματικά –άλλοτε κραυγαλέα και άλλοτε τηρώντας κάποια προσχήματα– τις μικροκομματικές σκοπιμότητες των κομμάτων της πλειοψηφίας (και ιδίως βέβαια του ΣΥΡΙΖΑ). Με άλλα λόγια η σημερινή κυβέρνηση αντιμετώπισε και αυτή την δημόσια ραδιοτηλεόραση σαν κυβερνητική ραδιοτηλεόραση, όπως συνέβαινε εν πολλοίς και στο παρελθόν (με κάποιες, πάντως, φωτεινές εξαιρέσεις, που δεν πρέπει να υποτιμώνται ή να αντιμετωπίζονται με άκριτο ισοπεδωτισμό). Όσον αφορά δε το υπόλοιπο, πλην του «ενημερωτικού», πρόγραμμά της, η ΕΡΤ είναι μεν κατά κανόνα σοβαρότερη και ποιοτικότερη από την ιδιωτική αλλά και εκεί εμφορείται από γενικότερες ιδεολογικές και αισθητικές εμμονές, οι οποίες, σε συνδυασμό με έναν έκδηλο δήθεν προοδευτικό ελιτισμό, την καθιστούν εν πολλοίς μονομερή και μονοδιάστατη, συχνά δε πληκτική και απωθητική.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ενημερωτικές εκπομπές που τηρούν, με νύχια και με δόντια, τη δημοκρατική δεοντολογία, αλλά αυτές επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα. Από την άλλη, όμως, υπάρχουν και εκπομπές που υπερβαίνουν κάθε όριο προπαγανδιστικής λογικής, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση. Προέχουσα δε θέση μεταξύ αυτών καταλαμβάνει η απογευματινή εκπομπή στην οποία εμφανίζεται, σαν ινστρούχτορας παλαιάς κοπής αλλά κα σαν «φωτεινός παντογνώστης» του ΣΥΡΙΖΑ, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος που προκάλεσε, χάνοντας πλέον κάθε μέτρο, την απολύτως δικαιολογημένη αντίδραση της ΝΔ (αλλά και το αδικαιολόγητο εμπάργκο της ΕΡΤ, που απλώς επιτείνει το πρόβλημα).
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι τα εκπληκτικά χαμηλά ποσοστά θεαματικότητας και ακροαματικότητας (αντίστοιχα ή και χειρότερα της ΝΕΡΙΤ και πόρρω απέχοντα από αυτά των ιδιωτικών ΜΜΕ), που καθιστούν την ΕΡΤ αμελητέα τόσο από την άποψη της πολιτικής ενημέρωσης, διότι είναι φανερό ότι έχει καταντήσει θεραπαινίδα μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, όσο και από την άποψη της διαμόρφωσης ποιοτικών ψυχαγωγικών και αισθητικών προτύπων που θα αγγίζουν το ευρύτερο κοινό.
ΟΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΜΜΕ
Αλλά και στα ιδιωτικά ραδιοφωνικά και –ιδίως– τηλεοπτικά μέσα η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Τα περισσότερα από αυτά λειτουργούν πλέον, ολοένα και πιο κραυγαλέα και προκλητικά, σαν προέκταση των οικονομικών συμφερόντων των ιδιοκτητών τους αλλά και σαν φερέφωνα των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας. Στα μέσα αυτά η έννοια της είδησης έχει χάσει το νόημά της, καθώς οι παρουσιαστές κατά κανόνα προτάσσουν, με ύφος τιμητή ή με ειρωνικά σχόλια και εξυπναδισμούς, τον αντικυβερνητικό σχολιασμό της «είδησης» που ακολουθεί, προκαταλαμβάνοντας εξ αρχής την πολιτική της αντιμετώπιση και απαξιώνοντας συστηματικά κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία, πριν καν την εξαγγείλουν. Στην συνέχεια, και αφού τελειώσει το κυρίως «ειδησεογραφικό» μέρος του δελτίου, αρχίζει μια ατελείωτη παρουσίαση πανομοιότυπων επιτηδευμένων ρεπορτάζ, στα οποία η στόχευση δεν είναι η ενημέρωση για τα κοινωνικά προβλήματα –τα οποία βεβαίως είναι υπαρκτά και οι ευθύνες γι αυτά πρέπει να καταλογίζονται– αλλά το να καταδειχθεί, σε όλους τους προπαγανδιστικούς τόνους η απέραντη μιζέρια και δυστυχία στην οποία μας έχει οδηγήσει η σημερινή (και μόνο…) κυβέρνηση.
Ακόμη χειρότερα βέβαια είναι τα πράγματα με ορισμένες ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ιδίως του ΣΚΑΪ, στις οποίες απουσιάζει κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ενώ περισσεύουν οι υστερικές –και ενίοτε παραληρηματικές– κραυγές κατά της κυβέρνησης αλλά και γενικότερα κατά της Αριστεράς, υπό την όποια εκδοχή της (εξ ού και οι δικαιολογημένες επίσης αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το επίσης αδικαιολόγητο εμπάργκο, αντί της ανάληψης ευρύτερων συναινετικών –και σε κάθε περίπτωση πειστικών– πρωτοβουλιών).
Όσο δε για το ψυχαγωγικό πρόγραμμα των ιδιωτικών σταθμών (όταν δεν καλύπτεται από συνεχείς επαναλήψεις…), η ποιότητα των νέων εκπομπών είναι η εξαίρεση. Κατά κανόνα πρυτανεύει μια αβάσταχτη ελαφρότητα, σε συνδυασμό με φτηνό κουτσομπολιό και με απείρου κάλλους γλωσσικούς και αισθητικούς βαρβαρισμούς…
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αν κανείς παρακολουθεί τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα νομίζει ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι σε λίγο όλα τα προβλήματά μας θα είναι παρελθόν. Αντίθετα, αν παρακολουθεί ιδιωτικά μέσα, στο τέλος έχει μια έντονη διάθεση αυτοκτονίας, διότι όλα του φαίνονται τόσο μαύρα και άραχνα, που ούτε να περιμένει την σωτηρία από την Νέα Δημοκρατία δεν έχει κουράγιο…
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Υπάρχουν και ορισμένα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, για παράδειγμα, που κρατούν κάποιες ισορροπίες, ενώ από την άλλη υφίστανται και κάποια ελάχιστα φιλοκυβερνητικά (που κινούνται μεταξύ της μετριοπάθειας και του κραυγαλέου προπαγανδισμού). Αλλά και εντός των προπαγανδιστικών ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων (όπως και εντός των «κυβερνητικών», όπως προαναφέραμε), υπάρχουν εκπομπές που καταφέρνουν να ανθίστανται στην γενική γραμμή και να σέβονται –λιγότερο ή περισσότερο– τις βασικές αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Κάποιες, μάλιστα, σε πείσμα των καιρών, είναι σχεδόν υποδειγματικές.
Ωστόσο, όλα αυτά είναι απλώς η εξαίρεση που επιβεβαιώνει και εδώ τον κανόνα. Και ο κανόνας, δυστυχώς, δεν είναι μόνον η μεροληπτική και συχνά προπαγανδιστική ενημέρωση ή η απουσία έστω και στοιχειωδών ποιοτικών προδιαγραφών. Ακόμη χειρότερο είναι ότι η πλειονότητα των δημοσιογράφων –δεδομένης και της οικονομικής κρίσης– υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στο κυρίαρχο μοντέλο. Κάποιοι από αυτούς αποδέχονται, περίπου σαν νομοτέλεια, την μικρότερη ή μεγαλύτερη παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας ενώ άλλοι προχωρούν και ένα βήμα παραπάνω και μετατρέπονται σε «πιστόλια» των εργοδοτών τους.
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΣΡ
Πρόκειται, συνολικότερα, για μια σαφή οπισθοδρόμηση στο πεδίο της λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, τα οποία, όπως λειτουργούν, θέτουν ένα μείζον ζήτημα ως προς την συμβατότητα της ενημέρωσης που παρέχουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Πέρα από αυτό, όμως, παραβιάζουν ειδικότερα και το ελληνικό Σύνταγμα, και μάλιστα κατάφωρα.
Κι αυτό βέβαια δεν ισχύει μόνον ως προς την λειτουργία της ΕΡΤ, όπως ακούγεται συχνά (με το επιχείρημα ότι «την πληρώνει ο ελληνικός λαός». Η σημερινή λειτουργία της ΕΡΤ είναι όντως αντισυνταγματική, διότι δεν ανταποκρίνεται ούτε καν στοιχειωδώς στον ρόλο του δημόσιου προτύπου ως προς την ενημέρωση και την ψυχαγωγία. Εξ ίσου αντισυνταγματική, όμως, είναι και η λειτουργία των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, διότι το συνταγματικό καθεστώς που τα διέπει δεν είναι το ίδιο με αυτό των εφημερίδων και μάλιστα με ρητή και κατηγορηματική επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001, που αντιστάθηκε στις σειρήνες που επέμεναν στην πλήρη εξομοίωση. Και η επιλογή αυτή ήταν απολύτως δικαιολογημένη, διότι τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα έχουν μετατραπεί στην εποχή μας, τόσο σε υπερεθνικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, σε επίφοβες ιδιωτικές εξουσίες με τεράστια εμβέλεια, ελεγχόμενες από στυγνά ιδιωτικά συμφέροντα, που κάθε άλλο παρά την «ελεύθερη ενημέρωση» υπηρετούν. Ως εκ τούτου κάθε άλλο παρά παράδοξο είναι να μιλάμε πλέον όχι μόνον για την ελευθερία των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ αλλά και για την ελευθερία απέναντι σε αυτά τα ΜΜΕ. Και μια τέτοια ελευθερία προϋποθέτει τον δημόσιο έλεγχό τους, που είναι μάλιστα απολύτως θεμιτός, δεδομένου ότι όχι μόνον χρησιμοποιούν συχνότητα που αποτελεί δημόσια περιουσία αλλά και ασκούν, όπως γίνεται ευρύτατα αποδεκτό στη θεωρία και την νομολογία,, «κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία».
Αυτή λοιπόν ήταν εν τέλει, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, η ρυθμιστική οδός που ακολούθησε το Σύνταγμα του 2001, διακρίνοντας σαφώς τις εφημερίδες από την ραδιοτηλεόραση. Και για να γίνει πιο συγκεκριμένο:
Οι εφημερίδες υπάγονται στην προστασία του άρθρου 14, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρέμβασης οποιουδήποτε κρατικού θεσμού ως προς τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό και τις ενημερωτικές επιλογές τους. Ο μόνος φραγμός, πέρα από την προστασία των θιγομένων από δημοσιεύματα, είναι οι κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που επιβάλλονται όμως από την ΕΣΗΕΑ (κανόνες «αυτορρύθμισης»).
Αντίθετα, το καθεστώς των ραδιοτηλεοπτικών μέσων είναι εντελώς διαφορετικό. Σύμφωνα με το άρθρο 15 όχι μόνον δεν απολαμβάνουν της προστασίας του άρθρου 14 για τις εφημερίδες αλλά και υπάγονται ρητά στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Όχι βέβαια, πλέον, υπό την έννοια της κρατικής ιδιοκτησίας ή ενός γενικού και αόριστου ελέγχου αλλά υπό την έννοια της εποπτείας, που ασκείται για λογαριασμό του κράτους από Ανεξάρτητη Αρχή (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), προκειμένου να διασφαλισθούν τρεις βασικές και ρητά αναφερόμενες συνταγματικές αρχές: η ισότητα, η αντικειμενικότητα και η ποιότητα.
Με άλλα λόγια, για να το κάνουμε πιο σαφές, είναι άλλο η «Καθημερινή», που μπορεί ελεύθερα –τόσο στο κύριο άρθρο όσο και με ποικίλα δημοσιεύματα– να ασκεί προπαγάνδα υπέρ οποιουδήποτε κόμματος ή υπέρ οποιασδήποτε ιδεολογικοπολιτικής προσέγγισης, και άλλο ο ΣΚΑΪ, που υπόκειται στον έλεγχο του ΕΣΡ αν ασκεί την ίδια προπαγάνδα, διότι δεσμεύεται από το Σύνταγμα ως προς την τήρηση των παραπάνω συνταγματικών αρχών.
Για να επιτύχει στον σκοπό αυτόν, το ΕΣΡ αφ’ενός μεν θέτει αυστηρές προδιαγραφές και κανόνες ως προς την αδειοδότηση αλλά και την λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών –που αποβλέπουν, ιδίως, στον δημοκρατικό πλουραλισμό, ως σύνθεση των ανωτέρω αρχών– αφ’ετέρου δε επιβλέπει τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ως προς την τήρηση των εν λόγω προδιαγραφών και κανόνων, και επιβάλλει τις αναγκαίες κυρώσεις.
Στο σημείο αυτό, λοιπόν, βρισκόμαστε σήμερα. Τόσο οι προδιαγραφές όσο και οι κανόνες για την λειτουργία της ραδιοτηλεόρασης –δημόσιας και ιδιωτικής– παραβιάζονται κατάφωρα, με αποτέλεσμα τα δημόσια και τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα να βλάπτουν την Δημοκρατία ομοίως, για να παραφράσουμε τον ποιητή. Τα κόμματα, και ιδίως τα δύο μεγαλύτερα, οχυρώνονται πίσω από τα φίλια προπαγανδιστικά μέσα και αρκούνται σε ένα προσχηματικό «blame game”, χωρίς να παίρνουν καμία πρωτοβουλία για την αποκατάσταση ενός κλίματος πολυφωνίας και ανοιχτού δημοκρατικού διαλόγου. Και τα μάτια όλα στρέφονται πλέον, αναπόφευκτα, προς το ΕΣΡ:
Θα επιτρέψει να συνεχισθεί αυτή η παρεκτροπή και να καταλήξει στον πλήρη συνταγματικό εκτροχιασμό της ενημέρωσης, που φαίνεται πλέον ή βέβαιος εν όψει της –μακράς– προεκλογικής περιόδου; Ή θα πει –και θα επιβάλει με πειστικό τρόπο…– ένα «ως εδώ και μη παρέκει» σε όσους απεργάζονται την ραδιοτηλεοπτική επιβολή της ιδεολογικοπολιτικής μονομέρειας και του κομματικού φατριασμού;
*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Constitutionalism” και στο SL Press με τίτλο:
«Από τη Σκύλλα της ΕΡΤ στη Χάρυβδη της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης»