Χαρμόσυνες οι τελευταίες εξελίξεις που φέρνουν πιο κοντά τις δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής αριστεράς, αλλά το όλο τοπίο δεν με αφήνει να ξεφύγω από μερικές δύστροπες σκέψεις. Το υπό διαμόρφωση νέο πολιτικό σχήμα προφανώς θα διεκδικήσει θέση σε ένα ανανεωμένο πολιτικό σύστημα, αφού το παλιό σύστημα, Ancien Regime ας πούμε, δείχνει να έχει καταδικαστεί απερίφραστα από την κοινωνία και το εκλογικό σώμα. Και δικαίως, αφού η συνυπευθυνότητα για την χρεωκοπία αφορά όλες ουσιαστικά όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Η έκπτωση τους συστήματος στο νου του εκλογικού σώματος είναι σχεδόν καθολική. Πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, και άλλα κόμματα εμφανίστηκαν στο εκλογικό σώμα επανειλημμένα για να καταδικάσουν τους «προηγούμενους» συλλήβδην και να κατακεραυνώσουν το «παλιό σύστημα» ως αποτυχημένο και ξεπερασμένο. Στην αντισυστημική ρητορεία ο Τσίπρας δεν ήταν μόνος. Παλιό και γερό θεμέλιο έβρισκε στο παραδοσιακό ΚΚΕ, χυδαίο συνοδοιπόρο εξασφάλιζε στους φασίζοντας ΑΝΕΛ, εκτρωματικό ομόγλωσσο εξασφάλιζε στη Χρυσή Αυγή και γραφικούς παρατρεχάμενους εξασφάλιζε στα διάφορα γκρουπούσκουλα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και, τέλος, με επιπολαιότητα την ίδια συνθηματολογία ακολούθησε το Ποτάμι με την αναγωγή του στην θεωρία των «παλιών» και των «νέων» στο πολιτικό παιχνίδι. Όλοι αυτοί που κήρυσσαν και κηρύσσουν την ίδια πολιτική διαγνωστική συμποσούνται σήμερα σε 70% περίπου του εκλογικού σώματος, αν κρίνει κανείς από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Σιωπηροί, αλλά τεκμαιρόμενοι υποστηρικτές του «παλιού συστήματος» μένουν μόνο τα απομεινάρια της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Οι επτά στους δέκα συμπολίτες μας, επομένως, κρίνουν αποδιοπομπαίο το «παλιό σύστημα». Τόσο τραγικό, μάλιστα, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να αναφέρει το φαινόμενο με το όνομά του. Το «παλιό σύστημα», το συμβολικό Ancien Regime έχει απορριφθεί.
Ναι, ξέρω πολύ καλά την εύκολη ένσταση: Όλοι αυτοί δεν εννοούν το ίδιο πράγμα και επομένως δεν αθροίζονται. Λάθος. Ως προς το καταδικαστικό μέρος της απόφανσής τους λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα: Ολόκληρο το σύστημα που διαχειρίστηκε την πολιτική μοίρα του τόπου μέχρι την χρεωκοπία του 2009 αποτελεί ένα αποτυχημένο σύστημα κατά το ότι και την προκάλεσε αλλά και δεν την πρόλαβε. Κι ακόμη χειρότερα. Από την πλευρά του «παλιού συστήματος» δεν είναι λίγοι εκείνοι που στους συνυπεύθυνους της αποτυχίας συναθροίζουν εκείνους που εγώ στην πρώτη παραπάνω προσέγγισή μου τους άφησα απ’ έξω. Γιατί, δηλαδή, μήπως δεν είναι αξεχώριστο κομμάτι της ενιαίας συμπεριφοράς του παλιού συστήματος η πλειοδοσία της αριστεράς (ΚΚΕ και νεωτερικής) σε κάθε διαχειριστική υπερβολή του πελατειακού συστήματος των κυβερνησάντων; Με τη λογική αυτή, έχουμε μια αντικειμενική αντίληψη αποτυχίας του παλιού συστήματος να έχει εγκατασταθεί εδραίως στο νου μας και που εκφράζεται από τα εφτά δέκατα του εκλογικού σώματος, και μια συνολική παραδοχή της αποτυχίας από μέρους του 95% του ίδιου σώματος. Το τι θεωρεί αποτυχία ο καθένας και πώς την ερμηνεύει, ή πως κατανέμει τις ευθύνες στον κάθε παράγοντα, είναι ένα εντελώς άλλο ζήτημα. Η περίπτωση μοιάζει με ιατρικό συμβούλιο όπου των σύνολο των μελών του διαπιστώνουν τον θάνατο του ασθενή, αδιάφορα αν αμέσως μετά διαπληκτίζονται για το ποιος ή τι φταίει. Εδώ μιλάμε για την διαπίστωση του θανάτου κατ’ αναλογία και αυτή είναι περίπου καθολικά αποδεκτή.
Υπ’ αυτή την έννοια, έχουμε ως δεδομένο ότι το «παλιό σύστημα», το Ancien Regime στη γλώσσα της Γαλλικής Επανάστασης, κείτεται νεκρό μπροστά στο εκλογικό σώμα. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν κυρίως εκείνοι, που ενδιαφέρονται έστω και για την διατήρηση των όποιων θετικών στοιχείων του τεθνεώτος πολιτικού συστήματος και δεν χοροπηδούν σαν άγριοι γύρω από το καζάνι όπου πιστεύουν ότι θα ανασύρουν το δικό τους νέο καθεστώς φρέσκο και αλώβητο ως δια μαγείας. Όσοι δηλαδή δεν θέλουν μαζί με τα ξερά να καούν και τα πολύτιμα χλωρά. Μιλώ για τους πιστούς στην φιλελεύθερη δημοκρατία και, προσωπικά, με ενδιαφέρουν κυρίως όσοι έχουμε πιστέψει στην δυνατότητα μιας σύγχρονης φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Εμείς, οι ρεαλιστές, ξέρουμε πολύ καλά ότι κανένα καινούργιο σύστημα δεν μπορεί να στηθεί χωρίς τουλάχιστο μέρος του παλιού. Οι ιστορικές ασυνέχειες είναι μόνο μέσα στο άρρωστο μυαλό των εμμονικών του ολοκληρωτισμού. Ο ακραίος ριζοσπαστισμός μόνο σε μηδενισμό καταλήγει. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ακόμη και η Οκτωβριανή Επανάσταση διαιώνισε το βασικό χαρακτηριστικό του προηγούμενο καθεστώτος, δηλαδή τον άκρατο αυταρχισμό.
Όμως, τι ακριβώς εννοεί η πλειονοψηφία του εκλογικού σώματος όταν διαπιστώνει ότι πέθανε το παλιό σύστημα; Αυτό είναι πρώτο σπουδαίο ερώτημα που πρέπει πρώτο να απαντηθεί πριν προχωρήσει κανείς στο επόμενο και προφανές: Ποιός ευαγγελίζεται ποιό νέο σύστημα χρειάζεται για να αντικαταστήσει το νεκρό; Αλλά υπάρχει και ένα τρίτο ερώτημα που καραδοκεί: Έχει πράγματι πεθάνει το παλιό σύστημα ή μήπως έχουμε περίπτωση νεκροφάνειας; Για να συνεχίσουμε με την Ρώσικη αναλογία, μήπως στο ευαγγελιζόμενο σύστημα απλώς συνεχιστεί ο τσαρικός αυταρχισμός απλώς με νέους παίχτες και πρωταγωνιστές;
Στο μυαλό των περισσότερων συμπολιτών μας, το παλιό σύστημα ταυτίζεται με τα πρόσωπα και τα κόμματα που άσκησαν μέχρι τώρα εξουσία. Θολά αλλά σχεδόν καθαρά τα κόμματα ταυτίζονται με τις καταδικαστέες πρακτικές ενώ τα πρόσωπα συμβολίζουν την συλλογική ευθύνη για τις κακές πρακτικές. Και τα μεν καταδικαστέα κόμματα σχεδόν εξαερώθηκαν, αλλά τα πρόσωπα προφανώς δεν εκτελέστηκαν στον τοίχο κάποιου καθαρτήριου σκοπευτηρίου. Ζουν, και καλώς απολαμβάνουν ή βασανίζονται από τη ζωή τους μέσα στα πλαίσια που δημιούργησε το παρελθόν τους. Το πρακτικό ερώτημα που έρχεται είναι, αν στο νέο καθεστώς/σύστημα χωρούν τα παλιά κόμματα αλλά και οι παλιοί πρωταγωνιστές. Παραδόξως, η απάντηση είναι εύκολη και προφανής για τα κόμματα, αλλά εξαιρετικά δύσκολη για τους πρωταγωνιστές. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τα παλιά κόμματα μόνο κατ’ όνομα εξαερώθηκαν και μάλλον το όνομα και την δομή τους άλλαξαν. Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ένα ευπρόσωπο ποσοστό εκλογικής δύναμης, αλλά το ΠΑΣΟΚ εξαερώθηκε ως προς την «παλιά» δομή του αφού ως εκλογική δύναμη και ως πολιτικό πρόγραμμα μετακινήθηκε μαζικά κάτω από την ταμπέλα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μέσα στα τεκτονικά ρήγματα που προέκυψαν από τις μεταμορφώσεις προέκυψαν μικρές σφήνες, σε ένα περιβάλλον που συνεχώς πιέζουν να συγκολληθούν σε ευρύτερα σχήματα. Αναφέρομαι στα τρία κομμάτια του δημοκρατικού κέντρου (υπόλοιπο ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ μαζί με μικρότερα σχήματα πολιτών) που αποτελούν την ομάδα της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, ενώ στα δεξιά προέκυψε άλλη ομάδα από σφήνες που ψάχνουν για ευκαιρία να συναθροιστούν κι αυτές. Αναφέρομαι στους Ελεύθερους Έλληνες, τη Χρυσή Αυγή και τους απόβλητους (?) ακροδεξιούς της ΝΔ, που αργά ή γρήγορα θα συναιρεθούν σε κάποιο ακροδεξιό εθνικολαϊκό σχήμα όταν αποκτήσουν μια στοιχειωδώς χαρισματική ηγεσία. Δηλαδή, στην ουσία το παλιό σύστημα κείτεται φαινομενικά νεκρό, ενώ το αναδυόμενο νέο κρατάει όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά του. Ιδού κλασσική περίπτωση νεκροφάνειας.
Για να υπάρξει πράγματι μια ληξιαρχική πράξη θανάτου του παλιού συστήματος που θα έχει ταυτόχρονα και έννοια πιστοποιητικού γέννησης του καινούργιου χρειάζεται η ανάδυση της σοσιαλδημοκρατίας μέσα από το πτώμα του παλιού. Γιατί το μόνο που έλειπε από τον νεκρό παλιό, ήταν ακριβώς το γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό σχήμα.
Ας έλθουμε τώρα στα ηγετικά πρόσωπα. Στον ελληνικό πολιτικό πολιτισμό τα πρόσωπα ανέκαθεν διατηρούν μεγάλη σημασία. Τα ισχυρότερα κόμματα υπήρξαν δημιουργήματα χαρισματικών προσωπικοτήτων. Παρόλα αυτά, όμως, στα τελευταία είκοσι χρόνια παγιώθηκε μια αντιαρχηγική εξέλιξη, με τα κυριότερα κόμματα να αλλάζουν επανειλημμένα ηγεσίες χωρίς να διαλύονται ή να κάνουν εκλογικά άλματα. Σήμερα, το μόνο αρχηγικό κόμμα είναι ο νέο-ΣΥΡΙΖΑ που προέκυψε ως αποκλειστικό δημιούργημα του Τσίπρα μετά τις δεύτερες εκλογές του. Στο πεδίο των δημοκρατικών κομμάτων του κέντρου, που προσωπικά με ενδιαφέρουν, έχει συναθροιστεί μεγάλος αριθμός ανακυκλούμενων στελεχών και αρχηγών, αλλά δεν έχει επικρατήσει καμία αυτόνομη ηγετική προσωπικότητα. Σε ότι αφορά το Ποτάμι, εκεί τα πράγματα είναι αρκετά πρωτότυπα. Εμφανίστηκε ως αρχηγικό κόμμα, που γρήγορα το ίδιο κόντυνε τον αρχηγό του χωρίς όμως και να δείξει μια πειστική εναλλακτική δομή. Μένει ήδη ως οριακό φαινόμενο που δύσκολα αφήνει περιθώρια για πρόγνωση του μέλλοντος. Τι μπορεί να γίνει με αυτή την ενδιαφέρουσα εφεδρική πολιτική ελίτ στα πλαίσια ενός νέου καθεστώτος;
Νομίζω ότι η δυστοκία και αμηχανία που διακρίνει αυτή την περίοδο το πεδίο της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας καθώς σέρνει τα βήματά της προς κάποια μορφή ενοποίησης, οφείλεται πρωτίστως στην ανασχετική δύναμη που συνιστά αυτή η εσωτερική ομάδα πίεσης καθώς αγωνίζεται να διατηρήσει το status της: Πολλοί αρχηγοί που κανείς τους δεν αναγνωρίζει έστω και κάποιον ως γενικό αρχηγό. Έτσι αναγκαστικά, η όλη διαδικασία της ενοποίησης έρχεται σε ισχυρή αντίθεση προς το κοινό αίσθημα, καθώς οι πολίτες με την απλουστευτική οπτική τους, βλέπουν να μη αποχωρούν από το προσκήνιο οι «παλιοί» και ως εκ τούτου να μη μπορεί να πραγματωθεί η επιθυμία για ένα γνήσια «νέο καθεστώς». Πώς μπορεί να λυθεί ο κόμπος αυτός και πώς πρέπει να λυθεί είναι δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα.
Κατά το κοινό αίσθημα, όλοι οι ηγέτες του παλιού συστήματος έχουν τις «πομπές» τους και καλό είναι να παραμερίσουν. Όμως στο ίδιο κοινό αίσθημα δεν έχει αναδειχθεί κάποια ή κάποιες ηγετικής φυσιογνωμίες που θα μπορούσαν να καταλάβουν την κορυφή της πολιτικής πυραμίδας. Επομένως υπάρχει ουσιαστικό κενό. Ο καθένας τους διατηρεί ένα στοιχειώδες πολιτικό δυναμικό που μένει φανατικά προσηλωμένα στους ίδιους προσωπικά. Οι ίδιοι στηρίζονται περισσότερο σε αυτό το γλίσχρο δυναμικό για να διεκδικήσουν νέους ρόλους και δεν δείχνουν –με ελάχιστες εξαιρέσεις- απτό ενδιαφέρον να συνδράμουν στην εκκόλαψη ενός νέου αρχηγού όλων. Η κατάσταση μου θυμίζει Ένωση Κέντρου, την οποία έζησα εκ των ένδον και γιαυτό τρέμω στην ιδέα ότι η κεντροαριστερά μπορεί να ακολουθήσει εκείνο το παράδειγμα. Υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση;
Εκ πεποιθήσεως ανήκω σε εκείνους που δεν απορρίπτουν ολοκληρωτικά κανένα συνάνθρωπό τους. Έτσι η εκτίμησή μου για τους «αρχηγούς» του χώρου δεν είναι μηδενική. Είναι αλήθεια ότι ο καθένας τους, σε κάποια κρίσιμη στιγμή της θητείας του, έκανε κάποιο μοιραίο λάθος. Αλλιώς δεν εξηγείται η πτώση τους. Ταυτόχρονα, όμως, ο καθένας τους είναι φορέας εμπειρίας που δεν πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Η σοσιαλδημοκρατία έχει ανάγκη του αποθέματος πείρας και γνώσης, είτε είναι θετικό είτε αρνητικό, ειδικά στο ξεκίνημά της. Πώς, λοιπόν, λύνουμε το πρόβλημα;
Αν πίστευα ότι ζούμε σε κοινωνία αγγέλων και ότι οι πολιτικοί αρχηγοί είναι ολοκληρωτικά έτοιμοι να ξεπεράσουν κάθε προσωπική φιλοδοξία, θα πρότεινα ένα σχήμα σαν το εξής: Οι αρχηγοί εγκαινιάζουν μια διαδικασία ενοποίησης του χώρου και αμέσως αποσύρονται στο παρασκήνιο αφήνοντας τους συνομιλητές να αναπτύξουν πλήρως τη δική τους δυναμική. Πολύ σύντομα, το παρασκήνιο δομείται ως ένα είδος Συμβουλίου Γερόντων (άσχετα από την ηλικία των μελών του) που λειτουργεί συλλογικά ως συμβουλευτικό όργανο της νέας γενιάς των υπό κατασκευή ηγετών όσο διαβουλεύονται. Όταν ολοκληρωθεί επιτυχώς η διαβούλευση, το νέο πολιτικό σχήμα τιμά τους Γέροντές του και τους εντάσσει σε μια δεξαμενή σκέψης για να συνεχίσουν την παραγωγή ιδεών βάσει της εμπειρίας τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα απέκλειε εξ ορισμού στην φάση αυτή την ανάδειξη ηγετικής προσωπικότητας μέσα από την ομάδα των γερόντων. Αφήνει όμως το ενδεχόμενο μιας τέτοιας μετέπειτα εξέλιξης στην δυναμική που θα αναπτύξει το νέο πολιτικό σχήμα. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να αποκλείσει κανένα δια βίου από το πολιτικό παιχνίδι. Οι εξοστρακισμοί είναι αρχαίες διαδικασίες και δεν ταιριάζουν σε μια φιλελεύθερη κοινωνία.
Μπορεί να φαίνεται ουτοπικό ένα τέτοιο σχήμα. Σκέφτομαι, όμως, ότι στην ιστορία κάθε δομή που διατήρησε την δυναμική της διαχρονικά χρειάστηκε σε κάποια στιγμή να εξειδικεύσει τους ρόλους των πρωταγωνιστών της με κάποιο παρόμοιο σχήμα. Οι παλιοί διευκολύνουν την ανάδειξη νέων και οι νέοι με σεβασμό τοποθετούν τους παλιούς σε τιμητική αποστρατεία αλλά με δικαίωμα συμβουλής και λόγου. Κάποτε όμως, εμφανίζεται και η περίπτωση Κιγκινάτου.