Τα δημοψηφίσματα, έξω από την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ή ίσως και την Ιταλία, όπου ο θεσμός της “πρωτοβουλίας πολιτών”, ή με άλλα λόγια η εκδήλωση του αιτήματος διεξαγωγής δημοψηφίσματος από το εκλογικό σώμα αυξάνει τη συχνότητα δημοψηφισμάτων, συνιστούν πάντα κομβικές στιγμές της πολιτικής ιστορίας των χωρών στις οποίες διεξάγονται. Το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος αφορά εκ των πραγμάτων ένα κομβικό πολιτικό ζήτημα, όμως, η ανάδειξή του στο κεντρικό στοιχείο της δημόσιας συζήτησης και η μονοθεματική οργάνωση επικοινωνιακών εκστρατειών πάνω σε αυτό, το μετατρέπουν σε ένα αντικείμενο πολωτικής αντιπαράθεσης. Η προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος υποχρεώνει στη λήψη μίας θέσης επί του ζητήματος και ο διλημματικός χαρακτήρας που εκ των πραγμάτων έχει ένα ερώτημα δημοψηφίσματος οξύνει τη διαφορά στις λαμβανόμενες θέσεις επί του ζητήματος. Οι εκλογείς αποκτούν ισχυρή άποψη για το θέμα που τίθεται σε ένα δημοψήφισμα και, επιπρόσθετα, η δημοσιοποίηση της άποψης αυτής -κάτι πολύ πιθανό τη στιγμή που στη δημόσια συζήτηση το θέμα κυριαρχεί καθαρά- δημιουργεί συνθήκες πόλωσης.
Η ιστορία της πόλωσης του ελληνικού δημοψηφίσματος είναι γνωστή, πλην όμως, όχι τεκμηριωμένη στη βάση ποσοτικών δεδομένων. Όλοι μπορούμε να φέρουμε στο νου μας περιστατικά έντονης λεκτικής αντιπαράθεσης με ανθρώπους του κοντινού ή ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός μας με αφορμή τη διχογνωμία μας για την επιλογή στην κάλπη της 5ης Ιουλίου 2015. Οι διαγραφές διαδικτυακών φίλων μας πριν και μετά το δημοψήφισμα, η ίδια η χρήση της διαίρεσης στο δημόσιο λόγο έναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα, αλλά και η ευκρινής εμπάθεια σε βάρος της πλευράς των εκλογέων που επέλεξαν την αντίθετη από τη δική μας θέση αποτελούν δείγματα της προκληθείσας πόλωσης. Όμως, η εξαιρετικά σύντομη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του ελληνικού δημοψηφίσματος δεν επέτρεψε τη συλλογή ερευνητικών δεδομένων για την επίδραση του δημοψηφίσματος στην κοινωνική πόλωση που περιγράφεται αδρά παραπάνω. Αντίθετα, στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος, τέτοια δεδομένα είναι διαθέσιμα. Σύμφωνα με τα δεδομένα έρευνας της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας από την εταιρεία YouGov, το 50% των Βρετανών εκτιμούν, ότι το δημοψήφισμα αφήνει την κοινωνία περισσότερο διχασμένη και μόλις το 9% εκτιμούν ότι την αφήνει περισσότερο ενωμένη. Αξιοσημείωτο είναι, ότι το 10% των Βρετανών δήλωσε ότι οι καμπάνιες του δημοψηφίσματος ευθύνονται για πρόσφατες ρήξεις στις σχέσεις τους με κάποιο άτομο του φιλικού ή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών αποτυπώνει επίσης ένα ακόμα εύρημα της ίδιας έρευνας: το 18% απάντησαν ότι δεν αισθάνθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ότι μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα για τη θέση τους στο δίλημμα της κάλπης της 23ης Ιουνίου 2016, ποσοστό το οποίο ήταν μάλιστα σχετικά υψηλότερο μεταξύ των ψηφοφόρων που στήριξαν την παραμονή στην Ευρώπη, ένδειξη ότι αυτή ήταν η λιγότερο αποδεκτή -με κοινωνικούς όρους- θέση.
Τα δημοψηφίσματα σπάνια δίνουν λύσεις -για τον απλούστατο λόγο ότι η πολιτική είναι πιο σύνθετη από την απάντηση σε ένα μονοδιάστατο ερώτημα- αλλά πάντα πολώνουν. Και η πόλωση χαράσσει ανεξίτηλα στη μνήμη τις επιλογές ψήφου. Η επιλογή του κάθε έλληνα εκλογέα στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 δεν μπορεί να λησμονηθεί, όπως άλλωστε αποδεικνύουν και τα εξαιρετικά ακριβή ποσοστά ψήφου υπέρ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ στα δείγματα ερωτώμενων των δημοσκοπήσεων που υλοποιούνται μετά το δημοψήφισμα, και προφανώς το ίδιο θα συμβαίνει εφεξής και με τον βρετανό ψηφοφόρο. Αυτό από μόνο του μαρτυρά την αξία της ψήφου σε ένα δημοψήφισμα ως σημείο αναφοράς για τη μελέτη της μετέπειτα πολιτικής συμπεριφοράς. Οπαδοί του ΝΑΙ και του ΟΧΙ του ελληνικού δημοψηφίσματος, και της παραμονής ή της αποχώρησης του βρετανικού δημοψηφίσματος, δεν θα είναι ποτέ οι ίδιοι, ακόμα και αν κατά περιόδους οι εκλογικές του επιλογές συμπέσουν. Και αυτό γιατί θα υπάρχει πάντα μια ψήφος που δεν θα ξεχνούν.