Ορισμένα στελέχη του ΣYPIZA υποχρεώνονται σε «στροφή» προς τον «ρεαλισμό» εν όψει μιας υποτιθέμενης ανόδου του στην εξουσία. Αυτό θεωρείται ότι προκύπτει από εξισορροπιστικές δηλώσεις τους με τις οποίες λειαίνουν τις ριζοσπαστικές γωνίες των ως τώρα εξωπραγματικών τους θέσεων. Κατά πόσον μια τέτοια απεικόνιση του φαινομένου ΣYPIZA είναι συμβατή με την πραγματικότητα; Πράγματι, η ηγετική του ομάδα ή, έστω, μέρος της θέλει να αλλάξει; Και αν ναι, πώς εννοεί αυτή την αλλαγή;
Για έναν κινηματικό σχηματισμό, όπως θέλει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η προσαρμογή του στην πραγματικότητα σημαίνει την εκ μέρους του αναγνώριση του συσχετισμού δυνάμεων, εσωτερικού και διεθνούς. Η ρεαλιστική στροφή ισοδυναμεί με αποδοχή των αντικειμενικών καταναγκασμών, πράγματι, όχι όμως ως «βάρος» μιας ανυπόφορης πραγματικότητας, που μέχρι και σήμερα συνεχίζει να ξορκίζει, αλλά πολύπλευρη κριτική κατανόησή της και αναζήτηση πειστικών τρόπων για τη συμφιλίωση μαζί της. Ωστόσο ένας κινηματικός σχηματισμός που ακολούθησε πιστά και οργάνωσε σε «αντιστασιακό» πλαίσιο τα τελευταία χρόνια την κοινωνική διαμαρτυρία, και ο οποίος δεν πρόσφερε την παραμικρή δυνατότητα στο νεοπαγές του ακροατήριο να δει την κοινωνική και ατομική του συνθήκη παρά μόνο μέσα από τα γυαλιά του εθνικολαϊκισμού, με ποιον τρόπο μπορεί να συμφιλιωθεί με την αρχή της πραγματικότητας; Ενας κινηματικός σχηματισμός που βάσισε την εκλογική του απήχηση στην «αρχή της απόλαυσης» των κοινωνικών ερεισμάτων του, με άλλα λόγια στη δημαγωγία για την απρόσκοπτη συνέχιση της μεταπολιτευτικής ευμάρειας και των κρατικο-συντεχνιακών συμπαρομαρτούντων, αλλά και της αναπαλαίωσης του επίσης εθνικολαϊκιστικού μοτίβου «εμείς» vs «οι άλλοι» (η τρόικα, οι μερκελιστές κ.λπ.), με ποιον τρόπο μπορεί να κάνει τη «στροφή», και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς εκλογικό κόστος;
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, και για το σύνολο σχεδόν της εκλογικής βάσης του, παλιάς και νέας, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών διαβάστηκαν ως κατάσταση αλλοτρίωσης μιας περισσότερο ή λιγότερο υγιούς ως τώρα κοινωνικής συνθήκης η οποία προσεβλήθη από τους κακούς ξένους με την αγαστή συνέργεια των εγχώριων συνεργατών τους. Το ριζοσπαστικό «σύμπαν ΣΥΡΙΖΑ», όπως αυτό διαμορφώθηκε την τελευταία τριετία (και το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κουλτούρα της Ανανεωτικής Αριστεράς), είναι απόλυτα πεπεισμένο περί αυτού και, επομένως, οι οποιεσδήποτε ασκήσεις ρεαλισμού, ακόμη και αν είναι υπαρκτές, ακόμη δηλαδή και αν οι φορείς ρεαλιστικών δηλώσεων για αναγκαίες αναπροσαρμογές λέγουν τη δική τους αλήθεια, δεν είναι αξιόπιστες. Οχι κατ? ανάγκην γιατί λέγουν «ψέματα», αλλά γιατί η ιδεολογικο-πολιτική κουλτούρα του χώρου βλέπει αυτές τις αναπροσαρμογές ως κινήσεις «τακτικής», πλήρως αποσυνδεδεμένες από τη «στρατηγική» που παραμένει, για το ακροατήριό τους, αμετάλλακτη. Για να το πούμε αλλιώς: για τον ΣΥΡΙΖΑ το μυθολογημένο plan B μπορεί ανά πάσα στιγμή να έλθει στο προσκήνιο, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ «είναι» το plan B. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη λεγόμενη «αριστερή πτέρυγα» του κόμματος, αλλά συνιστά κομματική έξη.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι δηλώσεις που υποτίθεται ότι δείχνουν μια «στροφή» στον ρεαλισμό έχουν σαφώς τη δική τους αξία, αλλά είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς επί της ουσίας. Τους λείπει η θετική αναγνώριση της πραγματικότητας, πράγμα που δεν ισοδυναμεί με άκριτη αποδοχή της, καθώς και η κουλτούρα των συμβιβασμών, των αναγκαίων ρεαλιστικών συναινέσεων, εντός και εκτός της χώρας. Το μόνο που μπορούν για την ώρα να κατορθώσουν είναι να προβληματίσουν μικρό μέρος από τον διαμελισμένο χώρο της Κεντροαριστεράς, κοινωνικά και πολιτικά στελέχη απογοητευμένα από τις εξελίξεις στον εν λόγω χώρο που, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο ανασχηματισμό, άρχισαν να βλέπουν, από θέσεις «ρεαλισμού», με «συμπάθεια» τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Αυτός ο «ρεαλισμός» περί αλλαγής του ΣΥΡΙΖΑ, ο προερχόμενος από μια μικρή μερίδα της κοινωνικής Κεντροαριστεράς, είναι ψευδαίσθηση, προφανώς για τους λόγους που πιο πάνω εκτέθησαν. Επιπλέον και κυρίως: γιατί λειτουργεί εξ αντικειμένου υπονομευτικά για τον αναγκαία διάκριση του χώρου της Κεντροαριστεράς από τον αριστερό εθνικολαϊκισμό. Θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να αντιστρέψουμε την οπτική: η πολιτική αυτονομία του χώρου της Κεντροαριστεράς, δηλαδή των ομάδων και των στελεχών που αναγνωρίζονται σε αυτόν και, φυσικά, του ΠαΣοΚ, τόσο από τον αριστερό εθνικολαϊκισμό όσο και από τη «Δεξιά» αποτελούν εδραία προϋπόθεση ώστε, κάποια στιγμή, ακόμη και κάποιο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ να αναγνωρίσει με επιτευγματικό τρόπο μια οπωσδήποτε δύσκολη κοινωνική συνθήκη. Αντίθετα, η πλαστή πόλωση ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ ακυρώνει κάθε αξιόπιστη στροφή του πρώτου προς ρεαλιστικές θέσεις, γιατί συντηρεί μια κουλτούρα αδιέξοδων κοινωνικοπολιτικών ανταγωνισμών. Ενισχύοντας τον κοινωνικό εθισμό στον ανενδοτισμό και την τυφλή πολιτική σύγκρουση.