Το 2017 εξέπνευσε αποτυπώνοντας νοοτροπίες και αντιλήψεις που φαίνεται ότι έχουν στέρεες βάσεις σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτές οι νοοτροπίες, όπως και τα συνακόλουθα στερεότυπα, δημιουργούν το εύφορο έδαφος για πολιτικές επιλογές και συμπεριφορές που θα σφραγίσουν το μέλλον της χώρας για πολλά χρόνια. Κατά συνέπεια αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να τις ιχνηλατήσουμε.
Το πρώτο συμπέρασμα, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεκμηρίωση, είναι ότι η μεγάλη αυταπάτη της ελληνικής κοινωνίας, που σφράγισε την περίοδο 2011-2015, η διαιρετική τομή Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα το 2015, μετά την κυβίστηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και την αγνόηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Ο θεμέλιος λίθος αυτής της τομής, που ήταν ότι τα Μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι το αντίστροφο αποδείχτηκε ότι ήταν μια φενάκη, μια λαϊκιστική απάτη, που πλέον υποστηρίζεται από ελάχιστους γραφικούς, παρότι, ακόμα και σήμερα, το 85% των ψηφοφόρων του «Όχι» δήλωσαν ότι σε περίπτωση επανάληψης του δημοψηφίσματος θα ψήφιζαν ό,τι είχαν ψηφίσει και τότε.
Στη θέση αυτής της μεγάλης αυταπάτης δημιουργήθηκε ένα τεράστιο ιδεολογικό κενό. Οι «βάρβαροι» του αντιμνημονίου, ήταν μια κάποια λύση. Στη θέση τους, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας αναζήτησε και αναζητά υποκατάστατα που θα συγκροτήσουν τη νέα συλλογική ταυτότητα. Συγκροτημένες κοινωνίες χωρίς ταυτότητα και χωρίς πυξίδα μοιάζουν με ακυβέρνητο καράβι. Όπως επισημαίναμε δύο χρόνια πριν, αυτό το ιδεολογικό κενό θα μπορούσε να καλυφθεί με μια νέα αυτογνωσία της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με την ανάδυση νέων πολιτικών υποκειμένων ή με τη ριζική μετάλλαξη των υφισταμένων. Με μια άλλη ορολογία, με μια απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας, με τον «εξοβελισμό της μαγείας ως τεχνικής σωτηρίας» για να χρησιμοποιήσουμε τον τόσο εύστοχο όρο του Μαξ Βέμπερ. Με μια απομάγευση που θα είχε στόχο να καταστήσει τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του. Με μια έξοδο της ελληνικής κοινωνίας από την πνευματική κηδεμονία των στερεοτύπων και των ιδεοληψιών στην οποία η ίδια η κοινωνία έχει υποτάξει τον εαυτό της. Αξίζει να θυμηθούμε τον Καντ: Sapere aude, τόλμα να γνωρίζεις, τόλμα να σκέφτεσαι αυτόνομα υπό το φως του έμφυτου κριτικού λόγου και της ηθικής συνείδησης.
Αυτό δεν έγινε και ούτε υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι θα μπορούσε να γίνει στο ορατό μέλλον.
Το success story
Προκειμένου να καλυφτεί αυτή η κοινωνική ζήτηση, απαιτείται μια πολιτική προσφορά που θα εκφράσει αυτή την ανάγκη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, εδώ και δύο χρόνια, έχει υιοθετήσει τη λογική του success story. Υπόσχεται πλημμύρα επενδυτών, που δεν θα προλαβαίνουμε να αξιολογούμε, αναπτυξιακή έκρηξη, χαμογελαστά πρόσωπα, «καθαρή έξοδο» από τα τρισκατάρατα Μνημόνια, επιστροφή στην ομαλότητα και «εμβληματικά επενδυτικά έργα» που θα ξεκινήσουν το 2018. Εξορκίζει και αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε προληπτικής πιστωτικής γραμμής γιατί αυτό καταστρέφει το αφήγημα της καθαρής εξόδου. Ναρκοθετεί το μέλλον της χώρας και ελπίζει να φορτώσει σε εκείνους που θα τον διαδεχτούν το κόστος των μέτρων που έχει ήδη συμφωνήσει.
Στο μεταξύ, μοιράζει επιδόματα και μικροπαροχές που χρηματοδοτούνται από την υπερφορολόγηση, οικοδομώντας ένα νεοπελατειακό κράτος.
Αυτή η πολιτική ρητορεία, μιας χαζοχαρούμενης ωραιοποίησης καταστάσεων, θυμίζει την αφελή κομμουνιστική προπαγάνδα με τα επιτυχημένα πενταετή πλάνα και τους ευτυχισμένους προλετάριους. Η «καθαρή» έξοδος από τα μνημόνια έχει την ίδια σοβαρότητα με εκείνη της δήλωσης του Νικίτα Χρουστσόφ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ότι πλέον στη Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός και ότι έχει αρχίσει να υλοποιείται ο κομμουνισμός. Το λαθρεμπόριο των ψευδαισθήσεων συνεχίζεται.
Η αντιμεταρρυθμιστική κοινωνία
Πως άραγε ενσωματώνει τα ανωτέρω η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας; Σε μια σειρά από δημοσκοπήσεις είναι σαφές ότι δεν πείθεται από το success story. Δεν συμμερίζεται την κυβερνητική αισιοδοξία. Παραμένει έμφοβη για το μέλλον και απαισιόδοξη. Όπως έγραψε πρόσφατα η Frankfurter Rundschau «η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν πιστεύουν τον Αλέξη Τσίπρα όταν τους υπόσχεται καλύτερες μέρες». Όμως, ταυτόχρονα, έχει αρχίσει, δειλά-δειλά να αισιοδοξεί περισσότερο. Όπως επισημαίνει ο Στράτος Φαναράς «συμπληρώνονται πλέον έντεκα μήνες από την αρχή του χρόνου, κατά τη διάρκεια των οποίων εξελίσσεται μία αργόσυρτη αλλά σταθερή διαδικασία ανάκαμψης του γενικού κλίματος και των οικονομικών προσδοκιών». Μπορεί το ποσοστό όσων θεωρούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς τη θετική κατεύθυνση να είναι μόνον 20%, όμως τον Ιανουάριο του 2017 το ποσοστό αυτό ήταν 8%.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει η ακόλουθη κρίσιμη παρατήρηση: αυτή η δειλή ανάκαμψη των προσδοκιών σε καμία περίπτωση δεν συνοδεύεται από μια αφύπνιση πρωτοβουλιών και αντιλήψεων. Από μια απομάγευση της χώρας. Η ελληνική κοινωνία ζει σ’ ένα νιρβάνα αντιδράσεων. Δεν επιθυμεί, στην πλειοψηφία της, να γίνουν εδώ και τώρα εκλογές, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει, ή στην καλύτερη περίπτωση δεν ενθαρρύνει, οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική διαδικασία. Όπως είπε, εύστοχα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος «η σαφής πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας κινείται αντιμεταρρυθμιστικά, αντισυστημικά και χρειάζεται πολύ μεγάλος αγώνας προκειμένου να πείσεις το κρίσιμο ποσοστό που χρειάζεσαι για την ανάγκη να υιοθετηθεί με συνέπεια το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα».
Η φενάκη του αντιμνημονίου, παρότι κατέρρευσε πολιτικά, παραμένει ως φάντασμα, ως σύμβολο, ως ηθικιστική, θεολογική υποκατάσταση της πολιτικής. Η μοιρολατρεία, το κισμέτ, τείνει να γίνει εθνικό χαρακτηριστικό.
Όπως έγραψε ο Σήφης Πολυμίλης, «μπορεί να μην έχουμε πια τις μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας της πρώτης μνημονιακής περιόδου, αλλά πίσω από την επίπλαστη ηρεμία μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας παραμένει οργισμένο, φοβισμένο για το αύριο, προσπαθώντας απλώς να διαχειριστεί μια δύσκολη καθημερινότητα».
Η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ζει με την ψευδαίσθηση του αυτόματου πιλότου. Φαντασιώνεται ότι τα προβλήματα της χώρας θα επιλυθούν από μόνα τους, ότι η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι μια γραμμική διαδικασία. Αυτή η ψευδαίσθηση για επιστροφή στην κανονικότητα έχει πολλές ομοιότητες με τις αυταπάτες του αντιμνημονίου. Ίσως να έχει πιο ήπια μορφή, αλλά δυστυχώς παραμένει μια επικίνδυνη και καταστροφική αντίληψη. Φαίνεται ότι είναι η μοίρα αυτού του τόπου να ζει, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, με ψευδαισθήσεις,
Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές δημοσκοπήσεις εμφανίζεται μια ωραιοποίηση του παρελθόντος, ως διαφυγή από το παρόν. Κατά βάθος η φαντασίωση της επιστροφής, με μαγικό τρόπο, στο παρελθόν της επίπλαστης ευημερίας παραμένει σταθερή. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Βούλγαρης «μια απισχνασμένη και φτωχοποιημένη ‘μεσαία τάξη’, βασικά δημοσιοϋπαλληλική, που δεν θα έχει πια τα εφόδια να «μιμηθεί» τις πιο μοντέρνες συμπεριφορές και συνήθειες, όπως ιστορικά έκανε ενισχύοντας τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Λαϊκά στρώματα παγιδευμένα στην αγωνία της επιβίωσης και διαθέσιμα να ξεπουληθούν σαν μισθωτοί και σαν κομματικοί πελάτες για κάθε είδους βοήθημα».
Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν τεκμηριώνει ακόμα και μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Τα καλύτερα μυαλά της χώρας μεταναστεύουν. Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την υπερφορολόγηση και από την έλλειψη ρευστότητας. Η πραγματική οικονομία λιώνει καθημερινά. Οι μεγάλες επενδύσεις προσκρούουν σε συνεχή εμπόδια. Η πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης. Η χώρα καρκινοβατεί. Δεν είναι απλώς μια «μελαγχολική Δημοκρατία», όπως έγραψε πρόσφατα το ΒΗΜΑ, είναι μια ηττημένη Δημοκρατία. Μια κοινωνία μηδενικών προσδοκιών.
Οι κάτοικοι της χώρας περιμένουν το μάνα εξ’ ουρανού. Την Επουράνια σωτηρία. Που είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να έλθει. Όπως εύστοχα επισήμανε ο Λεωνίδας Καστανάς, «η μεσαία τάξη φοβάται τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις μιας και είναι πεισμένη ότι αυτές θα είναι μόνο προς όφελος του κεφαλαίου. Φοβάται την ανάπτυξη, γιατί θα απαιτήσει δουλειά, γνώσεις και ανταγωνισμό, δηλαδή θα είναι άδικη με τους εργαζόμενους, όπως την έχουν δασκαλέψει 50 χρόνια τώρα. Φοβάται την πραγματική εκπαίδευση γιατί θα απαιτήσει διάβασμα και αριστεία. Φοβάται τις καθαρές οργανωμένες πόλεις γιατί θα της χαλάσουν τη βολή της, δηλαδή να χτίζει, να παρκάρει ή να ξεσαβουρώνει όπου λάχει».
Είμαστε μια χώρα που υποδύεται την κανονικότητα, ενώ τα μεγάλα προβλήματα συσσωρεύονται και τα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Στο βάθος του τούνελ δεν είναι ορατό κανένα φως.
Πολύ περισσότερο που αν το 2018 είναι μια εκλογική χρονιά, τότε θα δούμε να αναβιώνουν όλα τα διχαστικά και εμφυλιοπολεμικά συνθήματα που ταλάνισαν τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια. Η χώρα θα συνεχίσει να πορεύεται για πολλά χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στην κόψη του ξυραφιού.
Αίσιον και Ευτυχές το 2018.