Πολλά τα προβλήματα του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, με κορυφαίο τη διατήρηση της ύπαρξής του, που έχει σχέση με την αδυναμία καταβολής των οικονομικών του υποχρεώσεων προς τους παρόχους υγείας. Οι πάροχοι υγείας του ΕΟΠΥΥ είναι τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, τα κέντρα υγείας, τα πρώην ιατρεία του Ι.Κ.Α. και των λοιπών ασφαλιστικών ταμείων, οι ιατροί με όριο επισκέψεων, τα διαγνωστικά εργαστήρια, τα κέντρα αποκατάστασης, συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές, διάφορα κέντρα επικουρικής παρέμβασης, συν τα φαρμακεία. Η αδυναμία του οργανισμού να λειτουργεί ομαλά, οφείλεται στις επανειλημμένες απεργίες των φαρμακείων, των νοσοκομειακών ιατρών, των ιατρών των κέντρων υγείας, των ιδιωτών ιατρών, των προμηθευτών υλικών, δηλαδή όλων αυτών που ζητούν να λάβουν χρεωστούμενα, μαζί με τις συχνές ελλείψεις φαρμάκων και τη συχνή πτώση του ηλεκτρονικού συστήματος υποστήριξης. Όλα αυτά αναμένεται να ομαλοποιηθούν όταν η κυβέρνηση θα διευθετήσει τις υποχρεώσεις της.
Ο ΕΟΠΥΥ ιδρύθηκε χωρίς τον απαιτούμενο διάλογο με τα ασφαλιστικά ταμεία που βίαια τον συν-απoτέλεσαν σε ακραίες οικονομικές συνθήκες πτώχευσης της χώρας και μετά το κούρεμα που έπληξε τα αποθεματικά των ταμείων. Ο ΕΟΠΥΥ υποβάθμισε άμεσα την περίθαλψη των ασφαλιστικών ταμείων, πλην του ΟΓΑ, με την ομογενοποίησή τους. Ένα πράγμα είναι σαφές και ελπιδοφόρο, ότι σήμερα ο ΕΟΠΥΥ διοικείται ως μία μονάδα με ίσες παροχές στους ασφαλισμένους, κάτι που δίνει την ελπίδα για καλύτερη διαχείριση.
Τα ΜΜΕ και τα κόμματα, παρουσιάζουν μέχρι σήμερα μόνο τις αδυναμίες του λογιστικού σχεδιασμού, συγκαλύπτοντας την ανεπάρκεια του ποιοτικού σχεδιασμού, της ουσιαστικής δηλαδή παροχής πρωτοβάθμιας περίθαλψης και της πρόληψης, που οφείλεται στη γραφειοκρατία, την ατολμία στην ανάδειξη της υπερεπάρκειας του αριθμού των ιατρών, των φαρμακοποιών, στην υποδομή της ιατρικής τεχνολογίας που αναλογεί στον πληθυσμό μας – αυτά δηλαδή που αυξάνουν την ιατρογενή ζήτηση των υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνουν την μετεκπαίδευση, την αξιολόγηση, την καταγραφή της προσφοράς των υπηρεσιών, αυξάνουν την συνταγογράφηση φαρμάκων και άλλων επεμβάσεων, με αποτέλεσμα τη συνολική αύξηση της δαπάνης, την παράλληλη αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών και ουσιαστικά την υποβάθμιση της υγείας.
Η λειτουργία ενός πρωτοβάθμιου συστήματος περίθαλψης για όλους είναι ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα που τα χαμηλά οικονομικά στρώματα υποφέρουν και οι άνεργοι αυξάνονται. Παραδόξως όμως, ο κίνδυνος κατάρρευσης του οργανισμού μετατρέπεται μόνο σε πίεση προς την κοινωνία να αποδεχθεί την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και στην αποδοχή υπηρεσιών χωρίς κριτική. Μέχρι τώρα, η περικοπή των δαπανών στην υγεία στοχεύει σε λογιστικού τύπου συγχωνεύσεις υπηρεσιών και σε μείωση της τιμής της φαρμακευτικής δαπάνης, αγνοώντας ότι το ζητούμενο είναι η απλουστευμένη εφαρμογή προληπτικής ιατρικής στον γενικό πληθυσμό και η εξειδικευμένη στις ευπαθείς ομάδες, με τελικό στόχο την ελάττωση του όγκου των ασθενών και της φαρμακοθεραπείας.
Κυρίαρχη ελλειμματική δομή στον ΕΟΠΥΥ, είναι η ανυπαρξία του προσωπικού ιατρού-συντονιστή στην κάθε οικογένεια, του γνωστού θεσμού του οικογενειακού ιατρού. Αυτή είναι η βασική δομή της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στα ανεπτυγμένα κράτη και αποτελείται από παιδιάτρους, ειδικούς γενικούς ιατρούς και παθολόγους. Ο θεσμός αυτός είναι ο φύλακας υγείας ενός εκάστου των ασφαλισμένων, είναι ο παραπέμπων τον ασθενή στο νοσοκομείο και ο παραλαμβάνων τον ασθενή μετά την έξοδό του. Είναι ο ιατρός που κατέχει το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό του ασφαλισμένου και γίνεται ο ενδιάμεσος καθοδηγητής, όταν ο ασθενής έχει ανάγκη εξειδικευμένης παροχής υπηρεσιών υγείας.
Όμως στον ΕΟΠΥΥ, ο οικογενειακός ιατρός μέχρι τώρα απουσιάζει, δεν αναφέρεται καν στο καταστατικό λειτουργίας του, παρόλο που η αξία του είναι αναγνωρισμένη και αναζητείται από τους ασφαλισμένους. Αντί αυτού του θεσμού, ιατροί ειδικοτήτων έχουν ενεργό συμμετοχή, χωρίς αναλογική ισορροπία στον πληθυσμό και στις ανάγκες του, έτσι ώστε ψυχίατροι, οφθαλμίατροι και δερματολόγοι, απουσιάζουν σε κάποιους νομούς, ενώ σε άλλους, οι γυναικολόγοι και οι πνευμονολόγοι είναι πολλαπλάσιοι των παιδιάτρων. Έτσι, παρ’ όλη την προσπάθεια και την μεγάλη διαθέσιμη επιστημονική επάρκεια εξειδικευμένων, το όλον στην διάγνωση καθυστερεί να αναδειχθεί, λόγω αδυναμίας της σύνθεσης του επί μέρους. Το σύστημα λειτουργεί προτρέποντας τον ασθενή να εστιάζεται μονομερώς σε ένα από τα όργανά του, ή σε μία εκ των παθήσεών του, αναζητώντας σειρά εξειδικευμένων ιατρών κατά βούληση, αξιολογώντας περισσότερο ως ιατρική προσφορά το κόστος και την επαναληψημότητα των παρακλινικών εξετάσεων, παρά την διαγνωστική και θεραπευτική προσφορά της ιατρικής παρέμβασης. Η συνεργασία εξάλλου του κρατικού με τον ιδιωτικό φορέα και το αντίστροφο, σε πολύπλοκα περιστατικά έρχεται σε αδιέξοδο με την απουσία διασυνδετικής παρέμβασης.
Οι ασφαλισμένοι πράγματι έχουν την δυνατότητα της κατά βούληση αναζήτησης υπηρεσιών στα νοσοκομεία ή στους εξειδικευμένους ιατρούς, έστω και αν αναζητούν περίθαλψη από κοινωνική ανασφάλεια, όπου το κοινωνικό άγχος μετουσιώνεται σε ψυχικό ή σωματικό. Με λίγα λόγια, μέχρι τώρα ο ΕΟΠΥΥ θέτει μόνος του λάθος θεμέλια, ομοιογενοποιώντας ασύντακτες ομάδες που αναζητούν περίθαλψη, ενώ αποτελούνται εξ υγειών ατόμων, ευπαθών ηλικιωμένων, ανίσχυρων παιδιών και ατόμων με σύνθετες ανεπάρκειες ή αναπηρίες. Οι ασφαλισμένοι σήμερα ζουν σε σύγχυση και πολλοί από αυτούς έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές υγείας, κάνοντας αυτοδιάγνωση που ισοδυναμεί με την πολιτική του καφενείου. Η ανυπαρξία του συντονιστή ιατρού, περιφέρει την ιατρική διάγνωση σε κατ’ επανάληψη εξετάσεις υψηλής τεχνολογίας, με την κλινική εξέταση να απαξιώνεται, έχοντας τιμολογηθεί υποπολλαπλάσια της πλέον φθηνής τεχνολογικής παρέμβασης. Όλα αυτά, είναι αιτία αύξησης του κόστους σε σχέση με το αποτέλεσμα και της ταυτόχρονα λανθασμένης πίστης των ασφαλισμένων στη δυνατότητα ορθής επιλογής υπηρεσιών. Όσον αφορά την ψυχική υγεία του πληθυσμού, ο αριθμός των αυτοκτονιών μιλά μόνος του, καθώς η μεσαία τάξη βιώνει τη συρρίκνωσή της και τα παιδιά ενηλικιώνονται σε περιβάλλον ακραίων κοινωνικών εντάσεων, με ανυπαρξία έγκαιρης παρέμβασης στην απόγνωσή τους.
Τελειώνοντας, θα κάνω επίκαιρο τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την υγεία ως την «κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς την απουσία ασθένειας ή αναπηρίας».
Θεωρώντας αναγκαία την μεταρρύθμιση του ΕΟΠΥΥ πριν αυτός ριζώσει στραβά, θα πρέπει:
– Να εφαρμοστεί σταδιακά ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού, με ταυτόχρονη ανάδειξή του ως κορυφαίου και όχι ως συμπληρωματικού λειτουργού, υπεύθυνου στη συνεργατική φροντίδα με τους ιατρούς ειδικοτήτων.
– Να απαλλαγούμε των πρακτικών που κατευθύνουν υπέρμετρα τον καταναλωτισμό της τεχνολογίας και της φαρμακοθεραπείας, θέτοντας κριτήρια – και να παρακολουθούμε με επιφύλαξη τις γενετικές παρεμβάσεις.
.
Η προοδευτική σκέψη πρέπει να σταθεί ενεργά, ως οφείλει, σε μια τέτοια προσπάθεια και να διαχειριστεί πολιτικά την περίθαλψη, την εμπορία των φαρμακευτικών προϊόντων, την βιοτεχνολογία και την οικολογική ισορροπία, τώρα που η κοινωνία γνωρίζει ότι παράγεται κέρδος από κατανάλωση υπηρεσιών, χωρίς το ανάλογο αποτέλεσμα. Η μεταρρύθμιση έχει ανάγκη να γίνουν αλλαγές στην πολιτική των αμοιβών, στα εκπαιδευτικά προγράμματα των υγειονομικών υπηρεσιών και να εφαρμοστεί ιεραρχημένη διαδικασία στη διαχείριση των ασθενών, ώστε να παράγεται ταχεία και ασφαλής παρέμβαση.
Η δημιουργία μιας «θεραπευτικής συμμαχίας» για τη στήριξη αυτής της προσπάθειας, είναι αναγκαία και πρέπει να αποτελείται από ενημερωμένους πολίτες και άξιους υγειονομικούς, ώστε να εφαρμοστεί σταδιακά η νέα ποιότητα στην πρόληψη, την αγωγή υγείας, την διάγνωση και την θεραπεία των ασθενών, έχοντας στη σκέψη πάντα το «ωφελείν ή μη βλάπτειν».
.
.
*Ο ιατρός Κώστας Αρχοντάκης είναι μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜ.ΑΡ.
www.kostasarchontakis.gr