Η πρόταση Τσίπρα για... λυκοσυμμαχία

Παντελής Καψής 14 Ιουλ 2021

Τον στόχο του ΣΥΡΙΖΑ για «προοδευτική κυβέρνηση» επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά ο Αλέξης Τσίπρας στην προγραμματική συνδιάσκεψη του κόμματος. Ο Νίκος Μπίστης εξειδίκευσε την πρόταση, υποστηρίζοντας την ανάγκη συνεργασίας όλων των κομμάτων της πέραν του κέντρου αριστεράς: ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25. Δεν πρόκειται όμως για μια πολιτική θέση για την προώθηση κάποιου «κοινού προγράμματος» της αριστεράς. Δεν υπάρχει τέτοιο. Άλλωστε αυτού του είδους οι «μεγάλες συμμαχίες» ανήκουν μάλλον στη δεκαετία του 80. Η διάκριση αριστερά-δεξιά δεν έχει βέβαια ξεπεραστεί. Σίγουρα όμως οι αντιθέσεις έχουν γίνει πολύ πιο σύνθετες. Δεν είναι τυχαίο ότι βλέπουμε πια συνδυασμούς κυβερνητικών συμμαχιών από ολόκληρη την ιδεολογική παλέτα. Η Ιταλία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου το «αντισυστημικό» κόμμα των 5 Αστέρων τα βρήκε μια χαρά με την ακροδεξιά Λέγκα, μόνο και μόνο για να αλλάξει συμμάχους και να τα βρει στη συνέχεια με την κεντροαριστερά. Όπως έδειξαν και οι δικοί μας συριζανελ άλλωστε, μερικές φορές τα κοινά σημεία ανάμεσα σε αντίθετα άκρα είναι περισσότερα από όσα μοιράζονται με θεωρούμενους όμορους χώρους. Το να επιχειρείται λοιπόν τώρα να αναβιώσει το σχήμα της «προοδευτικής» συμμαχίας στο όνομα κάποιων αντιδεξιών αντανακλαστικών, είναι τουλάχιστον υποκριτικό.


Πολιτικά είναι εύκολο βέβαια να διακωμωδήσει κανείς την πρόταση. Τι κοινό μπορεί να έχουν ένα κόμμα που θέλει να βγούμε από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ κι ένα κόμμα που θέλει να βάλει τέλος στη «χρεοδουλοπαροικία», με ένα κόμμα που φλερτάρει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή ανήκει σ αυτήν, όπως το ΚΙΝΑΛ; Προφανώς τίποτα. Μια κυβέρνηση που θα στηριζόταν σε μια τέτοια λυκοσυμμαχία, θα ήταν κυβέρνηση μελλοθανάτων. Χωρίς πρόταση για τη χώρα, το μόνο που θα απασχολούσε τα κομματικά επιτελεία θα ήταν ποια είναι η πιο συμφέρουσα στιγμή για να τραβήξουν το καλώδιο από την πρίζα. 


Στην πραγματικότητα και πίσω από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις,  η πρόταση της «προοδευτικής συνεργασίας» δεν είναι τίποτα άλλο από μια αριθμητική άσκηση στη βάση του στενού κομματικού συμφέροντος: πώς θα εκμεταλλευτούν την απλή αναλογική για να διαμορφώσουν μια τεχνητή πλειοψηφία στη Βουλή και να αποφύγουν τις δεύτερες εκλογές. Κατά τον Μπίστη, αν το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 δώσουν ψήφο ανοχής, το σχέδιο έχει θεωρητικές πιθανότητες επιτυχίας. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν έρθει δεύτερο κόμμα, θα μπορέσει να πλησιάσει εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία και να κινηθεί σημαντικά πάνω από το 30%. Το τελευταίο, με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο. Εξίσου δύσκολο είναι το ΚΚΕ να εγκαταλείψει την πολιτική της λαμπρής απομόνωσης. Όσο για το ΚΙΝΑΛ μια τέτοια συνεργασία είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε διάσπαση. Ο μόνος πιθανός εταίρος θα ήταν το ΜΕΡΑ25, αλλά πάλι κανείς δεν ξέρει τι αέρας θα φυσάει τότε στην Αίγινα. 


Ο Μπίστης, για να ενισχύσει την πρόταση του, επικαλείται το παράδειγμα της Πορτογαλίας. Δεν είναι ίσως το καλύτερο. Η Πορτογαλία, όπως και η Ελλάδα, μπήκε σε Μνημόνιο. Κατάφερε να βγει ωστόσο πολύ πιο γρήγορα και ένας βασικός λόγος ήταν η συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων, του Σοσιαλιστικού και της Κεντροδεξιάς, στην υιοθέτησή του. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση, όπως μας είχε υπενθυμίσει ο Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ, το πρόγραμμα συνεχίστηκε να εφαρμόζεται απρόσκοπτα. Στην Ελλάδα και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα έχουν υπογράψει το καθένα το δικό του Μνημόνιο. Θα περίμενε κανείς ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις της συναίνεσης. Παρακολουθούμε το ακριβώς αντίθετο. Ακόμα και στα λιγότερο  πολιτικά ζητήματα, όπως η πανδημία, τα κόμματα ανακαλύπτουν διαφωνίες, εξόφθαλμα προσχηματικές, μόνο και μόνο επειδή κατανοούν την πολιτική ως έναν ανηλεή πόλεμο αλληλοεξόντωσης. Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν το πραγματικό ερώτημα είναι αν η χώρα αντέχει την απλή αναλογική ή αν πρέπει το ταχύτερο να τελειώνουμε με αυτήν.


Αν το δούμε από την πλευρά των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για πολιτική αστάθεια. Στην εξωτερική πολιτική έχουμε μπει στην διετία της φθοράς του Ερντογάν με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται και με πιθανή προοπτική να τον διαδεχθεί μια εξ ίσου εθνικιστική κυβέρνηση. Όσο για την οικονομία, ένα βηχαλάκι στην Κοινότητα, με τις κρίσιμες εκλογές που έρχονται σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, ή ένα απρόβλεπτο χτύπημα, ακόμα ίσως και ένα νέο λοκντάουν, μπορεί εύκολα να μας στείλουν ξανά στο καναβάτσο. Οι υποστηρικτές της απλής αναλογικής ισχυρίζονται ότι μόνο μέσα από την (αναγκαστική) συνεργασία των κομμάτων θα ξεφύγουμε από τις σημερινές αντιπαλότητες. Πρόκειται για καθαρή περίπτωση του βάζω το κάρο πριν από το άλογο. Ακόμα όμως και αν έχει μια βάση η σχετική επιχειρηματολογία, μπορεί κανείς να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι είναι εποχή για τέτοιους πειραματισμούς; Γιατί αυτό είναι η πρόταση της «προοδευτικής κυβέρνησης»: ένας επικίνδυνος πειραματισμός χωρίς σοβαρή πολιτική θεμελίωση. 


Αυτό οι πολίτες το καταλαβαίνουν και το καταλαβαίνουν περισσότερο όσοι ανήκουν στον μεσαίο χώρο. Όχι μόνο επειδή έχει αμβλυνθεί το φόβητρο της δεξιάς. Άλλωστε οι περισσότεροι έχουν ήδη ψηφίσει Μητσοτάκη και ΝΔ, για πρώτη φορά ίσως στη ζωή τους. Αλλά και επειδή θεωρούν ότι το αντιμεταρρυθμιστικό οπλοστάσιο στο οποίο έχει καταφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο ασφαλής μέθοδος για να επιστρέψουμε στα αδιέξοδα του παρελθόντος. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πόσο ευχαριστημένοι είναι ή δεν είναι, από τις κυβερνητικές επιδόσεις. 

Με αυτή την έννοια πάντως η επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής μπορεί να αποβεί ωφέλιμη και για τον Τσίπρα. Για να πετύχει τα εκλογικά ποσοστά που απαιτούνται για τον σχηματισμό κυβέρνησης, θα πρέπει, θέλει δεν θέλει, να εκσυγχρονίσει τόσο την εικόνα όσο και την πολιτική του κόμματός του. Ίσως έτσι ανακαλύψει ότι υπάρχει ζωή και μετά τις επόμενες (δύο) εκλογικές αναμετρήσεις.  

Πηγή: www.athensvoice.gr