Η προοδευτική παράταξη, οι εκλογές και η «επόμενη μέρα»

Πάνος Σκοτινιώτης 27 Αυγ 2015

  1. Η υπογραφή από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της συμφωνίας για το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας, αποδυναμώνει δραστικά το κίβδηλο και διχαστικό δίλημμα της πενταετίας της κρίσης, «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», και επιτρέπει να χαραχθεί και πάλι η πραγματική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Αναδεικνύει, συνεπώς, και την ανάγκη διαμόρφωσης εναλλακτικών πολιτικών σχεδίων. Αυτό, φυσικά, κάθε άλλο παρά αποκλείει την εθνική συστράτευση όταν τίθεται μείζον εθνικός στόχος, όπως, εν προκειμένω, η εθνική ανασυγκρότηση και η παραμονή της χώρας στον πυρήνα της Ευρώπης και της ευρωζώνης.
  2. Η απόλυτη αθέτηση των προεκλογικών και μετεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης και το ναυάγιο της διαπραγμάτευσης που οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομίας και στο τρίτο μνημόνιο, δεν οφείλονται πρωτίστως στις πολιτικές φαντασιώσεις και τις άστοχες επιλογές σε πρόσωπα και τακτικές, όσο στην πλήρη διάψευση του αφηγήματος «Ναι στο ευρώ – Όχι στο μνημόνιο». Αυτό εντέλει που αποδείχθηκε –και ουσιαστικά το συνομολόγησε και η κυβέρνηση- είναι ότι Κυβερνώσα Αριστερά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, σημαίνει σοσιαλδημοκρατική, μεταρρυθμιστική Αριστερά. Επομένως, με δεδομένο ότι η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη αποτελεί αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή, τα εναλλακτικά πολιτικά σχέδια δεν μπορεί, παρά να κινούνται στα όρια που καθορίζουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες, η νομιμότητα, η αλληλεγγύη, οι δεσμεύσεις και οι συσχετισμοί, χωρίς λαϊκισμούς, μυθοπλασίες και κάλπικες υποσχέσεις.
  3. Αυτό σημαίνει ότι η υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει τελειώσει και θα πρέπει να αποδεχθούμε ως αδιαμφισβήτητο το σημερινό status-quo; Σημαίνει, ακόμη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, έκλεισε τους λογαριασμούς του με τον λαϊκισμό και τις ιδεοληψίες και μετατράπηκε σε ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική δύναμη; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι, και στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα.
  4. Η ελληνική κρίση, αντίθετα, έφερε στην επιφάνεια το ερώτημα τι Ευρώπη θέλουμε, ενώ όλο και περισσότεροι παραδέχονται ότι το σημερινό σύστημα που ακολουθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη χρειάζεται ριζικές τομές. Το ευρώ, άλλωστε, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νόμισμα. Αποτελεί ένα πολιτικό σχέδιο που στο επίκεντρό του (πρέπει να) έχει την ανάπτυξη, την απασχόληση και την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών της ευρωζώνης.
  5. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι πλέον προφανές ότι βρίσκεται εγκλωβισμένος στα αδιέξοδα που δημιούργησε η «αντιμνημονιακή» του μετάλλαξη από το 2010, για να ακολουθήσει η πρόσφατη «μνημονιακή»,  ενώ οι κομματικές του οργανώσεις εμφανίζουν σημάδια νευρικής κρίσης και σε πολλές περιπτώσεις, αποσύνθεσης. Η ρεαλιστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, πάντως,  σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στη  μεταμόρφωσή του από αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα σε ευρεία δημοκρατική, μεταρρυθμιστική παράταξη, πολύ περισσότερο όταν ακόμη και τώρα επιμένει να θεωρεί ως προνομιακό του σύμμαχο την εθνολαϊκιστική δεξιά του Π.Καμμένου, χωρίς μάλιστα  να  υπάρχει η «αντιμνημονιακή» συγκολλητική ουσία.
  6. Το διακύβευμα αυτών των εκλογών δεν μπορεί να είναι ούτε ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα το μνημόνιο, ούτε ποιος θα είναι καλύτερος διαπραγματευτής, ούτε, φυσικά, η απολίτικη σύγκρουση ανάμεσα στο «παλιό πολιτικό σύστημα» και το «νέο», ή ένας ενδοαριστερός εμφύλιος για το ποιος κρατάει ψηλά τα αντιμνημονιακά λάβαρα. Η χώρα, πέρα από την υλοποίηση των δεσμεύσεων του μνημονίου, χρειάζεται επειγόντως συγκροτημένη στρατηγική και ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από το θεσμικό, παραγωγικό και αναπτυξιακό αδιέξοδο, το οποίο επιδείνωσε η οικονομική κρίση και η λιτότητα. Ένα πολιτικό σχέδιο ρηξικέλευθων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, που θα υπερβαίνει το τρίτο μνημόνιο και θα επαναφέρει την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι.  Χρειάζεται, επίσης, να συμμετάσχει ενεργά και να συμπορευτεί  με τις ευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, πρωτίστως με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, θέτοντας στην ημερήσια διάταξη το αίτημα για εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και για πραγματική οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική σύγκλιση.
  7. Το πολιτικό αυτό σχέδιο μόνο ένας πολιτικός φορέας που θα συσπειρώνει και θα εκφράζει τις προοδευτικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας και, παράλληλα, θα διαμορφώνει τις κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και ευρύτερες συναινέσεις, μπορεί να υλοποιήσει με επιτυχία.
  8. Όλες οι προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για την ανασυγκρότηση της μεγάλης δημοκρατικής – προοδευτικής παράταξης («πρωτοβουλία των 58», «Ελιά» κλπ) είχαν δυστυχώς άδοξο τέλος, για λόγους που πολλές φορές έχουν αναλυθεί. Καμία συνέχεια, επίσης, δεν δόθηκε στην απόφαση του τελευταίου συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ για τη μετεξέλιξή του σε ευρύτερη δημοκρατική παράταξη. Η εμμονή, εξάλλου, της ηγεσίας του Ποταμιού στη θέση ότι η κυρίαρχη σύγκρουση είναι ανάμεσα στο «νέο» που εκπροσωπεί αποκλειστικά η ίδια (ίσως και ο Α.Τσίπρας), και το «παλιό» που έχει κλείσει τον κύκλο του, δεν επέτρεψε και δεν επιτρέπει στο κόμμα αυτό να αναδειχθεί σε ενωτικό προοδευτικό πόλο. Η ακατανόητη, τέλος, διάσπαση του ΠΑΣΟΚ με τη δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ και οι περιπέτειες της ΔΗΜΑΡ, συμπληρώνουν την εικόνα πολυδιάσπασης του χώρου και εξηγούν την αδυναμία του να επηρεάσει ουσιαστικά τις πολιτικές εξελίξεις.
  9. Η πρόσφατη πρωτοβουλία της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Φ.Γεννηματά, για εκλογική συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτικήτης χώρας, η καταρχήν θετική αντίδραση του ΚΙΔΗΣΟ και η ανάλογη πρόταση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Θ.Θεοχαρόπουλου, δημιουργούν μια χαραμάδα ελπίδας ότι μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα. Το επιθυμητό, βεβαίως, είναι να συμμετάσχει στη συμπαράταξη αυτή και Το Ποτάμι, αν και κάτι τέτοιο, σε αυτή τη φάση, δεν φαίνεται δυστυχώς πιθανό, με αποκλειστικά δική του ευθύνη.
  10. Η εκλογική αυτή συνεργασία μπορεί να έχει αξιοπιστία, απήχηση και προοπτική υπό δύο βασικές προϋποθέσεις.

Η πρώτη, είναι να μην αποτελέσει ουσιαστικά μια κίνηση επανασυγκόλλησης του παλιού ΠΑΣΟΚ, αλλά να είναι μια πρωτοβουλία  με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Αυτό αφορά τόσο το προγραμματικό και αξιακό πλαίσιο, όσο και τα πρόσωπα. Αυτονόητη είναι η ευθύνη κάποιων προσώπων να διευκολύνουν με τη στάση τους τις εξελίξεις. Άλλωστε, η ώρα για μια πιο ψύχραιμη και αντικειμενική  αξιολόγηση όσων έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχει φτάσει ακόμη.

Η δεύτερη,  είναι να μην αποτελέσει μόνο μια κίνηση κορυφής δύο ή τριών κομμάτων, αλλά μια πρωτοβουλία ανοιχτή στις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους, με πρόσκληση για ενεργό συστράτευση σε όλους τους πολίτες και τα στελέχη του χώρου που σήμερα βρίσκονται χωρίς κομματική στέγη και παρακολουθούν αμήχανα τις εξελίξεις. Η συστράτευση αυτή μπορεί να πάρει και οργανωτική μορφή, στο πλαίσιο μιας ευρείας κεντρικής εκλογικής επιτροπής αλλά και ανάλογων επιτροπών κατά τόπους. Το επισφράγισμα, ίσως, αυτού του ανοίγματος θα ήταν να ετίθετο ως επικεφαλής του εκλογικού αγώνα ένα πρόσωπο ευρύτατης αποδοχής, που μπορεί να σηματοδοτήσει την ταυτότητα, τις αξίες, την ενότητα και την προοπτική του χώρου. Η πρώτη σκέψη μου πηγαίνει κατευθείαν στον Καθηγητή Ν.Αλιβιζάτο, και ας με συγχωρήσει που χρησιμοποιώ το όνομά του χωρίς να έχω επικοινωνήσει μαζί του. Επιχειρήματα δεν νομίζω πως χρειάζονται, κατατέθηκαν όταν ο Ν.Αλιβιζάτος στηρίχθηκε από Το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

11. Ο χρόνος πλέον πιέζει ασφυκτικά. Τα υπόλοιπα, συνεπώς, μετά τις  εκλογές. Αυτό που τώρα προέχει, είναι να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα και να συμβάλουμε ώστε να βγουν όσο γίνεται πιο ενισχυμένες από την κάλπη οι φιλοευρωπαϊκές, μεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, η συγκρότηση ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού φορέα και η αναγέννηση της δημοκρατικής – προοδευτικής παράταξης έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Εκτός από την  ανάγκη να αναθεωρήσει τη στάση του Το Ποτάμι, πολλά θα εξαρτηθούν και από τις μετεκλογικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, που πιστεύω, χωρίς να καλλιεργούνται αυταπάτες, ότι θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Ο ιστορικός ρόλος και η προοπτική της δημοκρατικής – προοδευτικής παράταξης, άλλωστε, δεν είναι να αποτελέσει τον τρίτο πόλο, αλλά τον ένα από τους δύο μεγάλους πόλους του πολιτικού μας συστήματος