Η προβλεπτικότητα των ελίτ και η μακαριότητα των πολιτών

Κώστας Σοφούλης 06 Οκτ 2016

Η βασική ευθύνη, θα έλεγα ίσως και ό μόνος λόγος ύπαρξης, των διανοουμένων είναι να προβλέπουν και να προειδοποιούν τους συμπολίτες τους για τις λακκούβες που η καθημερινότητα τους επιφυλάσσει. Ο διανοούμενος πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή συναγερμό την ώρα που οι συμπολίτες του ζουν αμέριμνοι την καθημερινότητά τους. Με την γνώση και τις δεξιότητές τους οι διανοούμενοι ανάμεσα στα άλλα είναι οι μόνοι που μπορούν να επεκτείνουν το εκάστοτε εμφανιζόμενο τέλος του δρόμου, να ματαιώνουν την αποτελμάτωση,  ώστε να απομακρύνεται ο γκρεμός της κοινωνικής ακινησίας και οι κοινωνίες να συνεχίζουν τον αγώνα τους για μια καλλίτερη και με νόημα ζωή. Είναι οι εγγυητές της προόδου και της εξέλιξης, που διασφαλίζουν, με την ανάληψη αυτής της ευθύνης, το δικαίωμα του μέσου πολίτη να άγει την ζωή του  με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο και να διατηρεί την προσδοκία του για κάτι καλλίτερο. Σε μια κοινωνία που οι διανοούμενοι της δεν παίζουν σωστά αυτούς τους εγγενείς στη φύση τους ρόλου οι κίνδυνοι της κατάρρευσης είναι μεγάλοι αν όχι μοιραίοι.

Κάτι τέτοιες σκέψεις, που γεννήθηκαν καθώς διαβάζω ένα δύστροπο αλλά πάμπλουτο σε ιδέες κείμενο,  λειτούργησαν σαν προεισαγωγή για να με βάλουν τελικά  στον κόπο να ξεδιαλύνω στο δικό μου νου, ποια να είναι άραγε η σημαντικότερη προφητεία που θα όφειλαν να διατυπώσουν με παρρησία σήμερα οι διανοούμενοί μας. Και κατέληξα σε αυτό: Να μου το θυμηθείτε, ότι σε μια εικοσαετία από σήμερα οι πολιτικοί μας επιστήμονες θα διαπιστώνουν για την Ιστορία, ότι η ελληνική κοινωνία μπήκε σε κρίση ταυτότητας ευθύς αμέσως με το ξέσπασμα της κρίσης του 2010 αλλά είναι άγνωστο πότε και αν ξεκαθάρισε με αλλαγή ταυτότητας για την προσαρμογή της στους νέους γιαυτή καιρούς. Γιατί, αν δεν ανατάξουν οι Έλληνες την ταυτότητά τους, κακό του κεφαλιού τους. Με λίγα λόγια, η σημερινή προφητεία των διανοουμένων θα είναι, ότι οι διάδοχοί τους μετά είκοσι χρόνια θα επισημαίνουν την κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στην ταυτότητα των Νεοελλήνων και στις προκλήσεις της εποχής τους.

Όπως και να έχει, εκεί θα οδηγηθούν οι μελλοντικοί ερευνητές καθώς θα διαπιστώνουν ότι η τελμάτωση, μετά το πέρας της τραγικής  πορείας προς την αναγκαστική εσωτερική υποτίμηση, δεν οδήγησε σε αναμενόμενο ουσιαστικό rebound προς την κατάκτηση καλλίτερων επιπέδων οικονομικής άνεσης, επιπέδων δηλαδή που να αντιστοιχούν στις απωθημένες προσδοκίες των πολιτών. Απλώς, εκείνο που  θα είναι τότε  ορατό εκ των υστέρων είναι ότι η οικονομία μας κάποτε,  κατηφορίζοντας, έφτασε στα πραγματικά υλικά μεγέθη της αλλά η κοινωνία δεν είχε ξεκάθαρη ιδέα για το αν θα βολεύονταν σε αυτά ή αν φιλοδοξούσε να τα υπερβεί.  Οι πολίτες της δεν ήξεραν επαρκή στοιχεία για τα εαυτό και τις δυνατότητές τους. Σήμερα, όποιοι ονειρεύονται ανάκαμψη μόνο και μόνο επειδή «πιάσαμε πάτο» θα διαψεύδονται αδιάκοπα μέχρι η κοινωνία να δείξει ότι πραγματικά «άλλαξε μυαλά», δηλαδή είδε τον εαυτό της με το σύγχρονο μάτι που της επιβάλλει η νέα πραγματικότητα, με λίγα λόγια ότι βρήκε την εμπρέπουσα για την εποχή καινούργια της ταυτότητα. Κάτι τέτοια μου κάθισαν στο νου διαβάζοντας το στριφνό αλλά μεγαλεπήβολο έργο του Charles Taylor, Sources of self: The Making of Modern Identity, (Cambridge U.P., 2006), όπου ο ευρυμαθέστατος  φιλόσοφος περιγράφει τον δρόμο που ακολούθησε η διαμόρφωση της ταυτότητας των ευρωπαίων, καθώς η εποχή τους βάδιζε προς την νεωτερικότητα. Εμείς αυτόν τον δρόμο δεν ευτυχίσαμε να τον βαδίσουμε. Και σήμερα αντιμετωπίζουμε την διπλή πρόκληση, να συντονιστούμε με τις ιδεολογικές κατακτήσεις των εταίρων μας που αυτοί έχουν κατακτήσει εδώ και διακόσια χρόνια πριν  και ταυτόχρονα να ανανεώσουμε την εθνική μας ταυτότητα μπροστά στη νέα κατάσταση πραγμάτων.

Στον δρόμο τους προς την νεωτερική ταυτότητά τους οι  κοινωνίες δεν έδρεψαν αμέσως και αυτόματα τους πλήρεις καρπούς των μεγάλων ανακαλύψεων της εποχής τους. Αυτό το πέτυχαν με αργούς ρυθμούς μόνο όταν έφτασαν να προσαρμόσουν την πολιτισμική ταυτότητά τους στις δυνατότητες που προσφέρονταν από την νέα πραγματικότητα. Η σκέψη του Taylor  με έπεισε, κατά λογική αναλογία, ότι, ναι, κι εμείς στην ουσία μπαίνουμε σήμερα σε μια εντελώς νέα εποχή, αλλά χωρίς σημάδια ότι εγκαταλείπουμε την παλιά μας ταυτότητα. Η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη. Ποιοι μπορούν να δουν αυτή την εν δυνάμει τεκτονική αλλαγή στην εθνική μας ταυτότητα; Όχι βέβαια το «πεζοδρόμιο», μήτε τα πελατειακά στελέχη των κομμάτων. Αυτή η αποκαλυπτική και διεισδυτική παρατήρηση είναι δουλειά των διανοουμένων της εποχής. Αν δεν μιλήσουν πειστικά αυτοί, ο κοινός πολίτης θα μείνει στην παθητικότητά του απέναντι στις εξελίξεις και θα σέρνεται από τυχαίους παράγοντες.

Αλλαγή ταυτότητας σημαίνει καινούργια θεώρηση της ανθρώπινης κατάστασής μας, επαναδιάταξη κανόνων βίου και χάραξη πορείας ζωής πάνω σε νέες στρατηγικές, χωρίς κουλαντρίσματα από τα έξω αλλά με εσωτερική ώθηση που θα πηγάζει από την ανανεωμένη κοινωνική μας αυτοεικόνα. Αλλαγή ταυτότητας σημαίνει ανατροπή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας και κάνουμε την αυτοκριτική μας.  Μήπως αυτό, λοιπόν,  δεν είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα για να ξεπεράσουμε τις δεσμεύσεις του παρελθόντος, τις οποίες έχουμε ενσωματώσει στον χαρακτήρα μας ως δήθεν αδιαμφισβήτητα κεκτημένα; Άχρηστα και επιζήμια πλέον, κεκτημένα για πέταμα.  Και, όπως αποδείχνει ο σοφός μας Taylor, η γέννηση μιας νέας κοινωνικής ταυτότητας είναι μια επίμονη πολυπαραγοντική διαδικασία της οποίας ο κοινός πολίτης ούτε καν διακρίνει την ύπαρξη και ενέργειά της. Εκείνοι, όμως, που έχουν τον τρόπο και το καθήκον να την δουν και να την αναλύσουν, είναι οι διανοούμενοι της κάθε εποχής. Αν αυτοί τυφλωθούν ή σιωπήσουν, οι πολίτες θα παίρνουν αδιάκοπα τον δρόμο στα τυφλά με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει. Οι διανοούμενοι είναι αυτοί που ξέρουν να διαβάζουν εκεί που ο κοινός άνθρωπος βλέπει απλώς κακογραφικές μουτζούρες.  Αυτοί ζυμώνουν τις ιδέες σε υλική υπόσταση κι αυτοί εξηγούν σε όσους θέλουν να δουν ξεκάθαρα την πορεία των πραγμάτων. Τελικά οι διανοούμενοι της κάθε εποχής είναι αυτοδίκαια οι ηγέτες της κοινωνικής αλλαγής και σε αυτούς πέφτει η ευθύνη της καλής ή κακής έκβασης των κατά τα άλλα κοινωνικών αυτοματισμών που ακολουθούν τα μεγάλα έργα και τις μεγάλες ιδέες κάθε εποχής. Αν οι διανοούμενοι της εποχής δεν αναλάβουν τους ρόλους τους, τότε έρχεται η εποχή των τεράτων, η εποχή των δημαγωγών.

Ας παίξουμε, λοιπόν, εν συντομία το παιχνίδι του προφήτη που αποδώσαμε ως ρόλο στους διανοούμενους κι ας υποθέσουμε ότι απορούμε, ύστερα από είκοσι χρόνια από τώρα, για το τι συμβαίνει σήμερα,. Η πρώτη ερώτηση που ακούγεται από το βάθος της Αγοράς είναι «ποια ήταν η εικόνα τότε»; Τι πίστευαν οι Έλληνες για τον εαυτό και την κατάστασή τους;

Οι ιστορικοί του μέλλοντος, ως φαίνεται, θα λένε ότι ύστερα από την επώδυνη αλλά και κατά κάποιο τρόπο ευεργετική μακρόσυρτη διαδικασία της προσγείωσης στο νέο επίπεδο που τους έφερε η οικονομική, πολιτική και κοινωνική χρεοκοπία, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον μύθο του Περιούσιου Λαού που από ζήλεια τον καταστρέφουν οι επίβουλοι εχθροί του προαιωνίως. Συνέχιζαν να ερμηνεύουν αυτή τη μοίρα τους ως αποκλειστικό λόγο δικαιολογίας κάθε ήττας τους και βολεύονταν να γιορτάζουν με πανηγύρια τις ήττες τους χωρίς να διερωτώνται αν θα ήταν καλλίτερα να είχαν νικήσει. Εξακολουθούσαν να μη βλέπουν ότι και άλλοι Λαοί είχαν το δικό τους μύθο του Εκλεκτού, αλλά αυτοί επέμεναν να τον επιβεβαιώνουν με συνεχείς επιτυχίες διηνεκώς. Οι Εβραίοι με το θαύμα του Κράτους τους Ισραήλ, οι Γερμανοί με την πλήρη αναγέννησή τους μέσα από τις στάχτες της μεγάλης καταστροφής, οι Γάλλοι με την συνέχεια της πολιτιστικής φωτολουσίας και πάει λέγοντας. Ο Έλληνες, όμως, εκεί στα ίδια παραμύθια και με επιμονή: Ήμαστε μεγάλοι κληρονόμοι και δεν μας τρομάζουν οι συνεχείς ήττες γιατί το μόνο που καταφέρνουν είναι, να αποδείχνουν την μοχθηρία των ευεργετηθέντων από τους λαμπρούς προγόνους μας και τη ζήλια τους για την χαρούμενη και ανέμελη ζωή μας. Η Ελληνική ταυτότητα, θα συμπεραίνουν οι τότε παρατηρητές, παρέμεινε μια υπερεαλιστική Ταυτότητα Θύματος- που -έχει – μεγάλη – ιδέα – για – τον – εαυτό – του.

Με μια τέτοια εθνική ταυτότητα, πώς να οργανώσουν οι Έλληνες την κοινωνία τους για να βγουν από το τέλμα που η χρεοκοπία τους είχε ρίξει; Τους αρκούσε να τρώγονται μεταξύ τους για τα άσχετα και να φορτώνουν την ευθύνη για τα σημαντικά στους κακούς «άλλους» και την αιώνια μοίρα τους. Και δώσ’ του εορτές και πανηγύρεις για την αντίσταση και την ηρωική ήττα. Και δώσε του πανηγυρισμοί για το που ναι μεν έχασαν αλλά έχασαν αντιστεκόμενοι ηρωικά. Έτσι, λοιπόν, τελικά η Ιστορία τοποθέτησε τους Έλληνες στην νεώτερη εποχή ανάμεσα στα γραφικά θύματα που χρειάζονται πάντα εξωτερικό αφεντικό επειδή το οικόπεδό τους είναι γωνία μαγαζί στη Μεσόγειο. Θεωρούν ότι μπορούν εσαεί να νοικιάζουν οικόπεδο και να μη χτίζουν ποτέ οι ίδιοι το μέγαρο που χωράει σε αυτό.

Ταιριάζει μια τέτοια ταυτότητα με τις προκλήσεις και της ανάγκες της εποχής; Προφανώς όχι. Είναι μια εποχή που απαιτεί, πρώτον αυτογνωσία για να καταλάβουμε τι κάναμε λάθος, δεύτερο προσαρμογή σε έναν μακροπρόθεσμο κοινό στόχος που γύρω του θα υφανθεί ο καμβάς των κοινών συμφερόντων και τρίτο ρεαλιστική αποδοχή των ρόλων που αρμόζουν στον καθένα τους για να συμπράξουν στην κοινή πορεία προς την ανάταξη της κοινωνίας. Με μια τέτοια ταυτότητα μπορεί η σημερινή κοινωνία να ξεφύγει από την παγίδα του τέλματος στην οποία την έχει ρίξει το αμαρτωλό παρελθόν της.

Μια τέτοια ριζική αλλαγή εθνικής ταυτότητας χρειάζεται εξασκημένο μάτι για την διακρίνει. Το ίδιο έμπειρο μάτι χρειάζεται και για να συνθέσει την πρόταση για την νέα ταυτότητα. Κι αυτό το έμπειρο μάτι μη το περιμένουμε από τον όποιο ερασιτέχνη της ζωής, δηλαδή τον απλό πολίτη. Αυτός, ως ερασιτέχνης του βίου αξίζει να διάγει, γιατί η μοίρα του ανθρώπου είναι τέτοια: Να κυνηγάει τις καθημερινές χαρές για να μαζέψει το υλικό που στο τέλος θα του αναγνωριστεί ως μια καλή ζωή. Το έμπειρο μάτι πρέπει να το περιμένουμε από την ιντελιγκέντσια της εποχής μας, τους διανοουμένους μας, γιατί η κοινωνία αυτόν το ρόλο τους έχει τάξει και μόνο γιαυτό δικαιολογεί την όποια υποστήριξη απαιτούν για την ύπαρξή τους.

Επιτελούν άραγε αυτό το αυτονόητο καθήκον οι σημερινοί μας διανοούμενοι; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Σε ατομική βάση, πολλοί είναι οι σκεπτόμενοι συμπολίτες μας που φιλότιμα κάνουν τη δουλειά τους. Είναι αυτοί που με νηφαλιότητα και αυταπάρνηση απέναντι στην λοιδορία, προσφέρουν τα φώτα τους για την κατανόηση της κατάστασης και για την προδιαγραφή πρακτικών λύσεων. Σαν οργανικό σύστημα, εν τούτοις, η τάξη των διανοουμένων, το   γκραμσιανό σύστημα  που κινεί την επίκαιρη ιδεολογία, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση: Η ηγεμονεύουσα ιδεολογία της σύγχρονης ελληνικής αριστεράς δουλεύει για την συντήρηση της αδιέξοδης ταυτότητας του νεοέλληνα, της ταυτότητας που οι παρατηρητές μετά είκοσι έτη θα διακρίνουν ως αντιφατική προς την πραγματικότητα. Από την άλλη, οι φιλότιμοι νεωτεριστές που εργάζονται, γράφουν και ομιλούν για την νέα ταυτότητα δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο για να αντιπαρατάξουν την ενωμένη δύναμή τους σε αυτόν τον ιδιότυπο συντηρητισμό της σήψης και της φθοράς που για πρώτη φορά στην Ιστορία έχει γίνει σημαία αριστερής παράταξης. Κατακερματισμένοι οι νεωτεριστές δίνουν μάχες μοναχικές και περιέργως ανταγωνιστικές στο εσωτερικό τους. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί το φαινόμενο της Βαβυλωνίας γύρω από το λογικό αίτημα της συγκρότησης ενιαίας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Τη ζημιά την κάνουν οι διανοούμενοί μας που δεν στερούνται καλών προθέσεων, αλλά είναι ως φαίνεται άμοιροι καλών πρακτικών. Καιρός να συνειδητοποιήσουν την μεγάλη ευθύνη τους, γιατί η φωνή τους ποτέ δεν θα περάσει στην πλατειά μάζα τω πολιτών αν δεν είναι ενιαία, βροντώδης και πειστική. Σε μια μικρή χώρα όπως η δική μας, η ευθύνη πλέον είναι ατομική, με όνομα και επώνυμο.