Στον αστερισμό του πράσινου ήταν για πολλά χρόνια η Ελλάδα. Το νεότευκτο κόμμα της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, έφερε νέο χρώμα στην πολιτική ζωή. Ο εμπνευστής κι οι θιασώτες του υπήρξαν πράγματι ευρηματικοί. Ταύτισαν το εγχείρημά τους με την ελπίδα. Μολονότι την ίδια περίοδο στην Ευρώπη ανθούσαν τα Πράσινα Κινήματα, τα οποία προέτασσαν το περιβάλλον, το άλλοτε κραταιό κόμμα τα έβλεπε συγκαταβατικά, ερωτοτροπώντας μαζί τους. Άλλωστε, η εγχώρια σκηνή είχε υπερφορτιστεί από τις ιστορικές διαμάχες του παρελθόντος.
Η προστασία του περιβάλλοντος, μπορεί να συγκινούσε κάποιους, εντούτοις θεωρήθηκε ζήτημα χαμηλής πολιτικής. Παρ? όλα αυτά, σταδιακά μπήκε σφήνα στη δημόσια συζήτηση, κερδίζοντας έδαφος. Μάλιστα, δεν άργησαν να εμφανιστούν και τα πρώτα οικολογικά σχήματα. Ο ριζοσπαστικός τους λόγος προσέλκυσε κυρίως νέους ανθρώπους. Από τα κόμματα εξουσίας μονάχα το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να αφομοιώσει ορισμένα από τα αιτήματά τους.
Στις πιο ώριμες στιγμές του συνεργάστηκε με αυτά, ακόμη και σε κυβερνητικό επίπεδο, όπως συνέβη κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Στην ύστερη περίοδό του, επί Γιώργου Παπανδρέου, μπόλιασε καίριες θέσεις τους. Η ελληνική Αριστερά, λόγω ιδεοληψιών και αγκυλώσεων παρουσίαζε ένα είδος δυσανεξίας στις οικολογικές ανησυχίες. Το ίδιο περίπου και η Δεξιά, αποστρεφόμενη τον ακτιβισμό. Επειδή, όμως, η πολιτική δεν μένει στατική, εύλογες και οι μεταβολές που συντελέστηκαν. Χαρακτηριστική η στροφή τού τότε Συνασπισμού.
Το βέβαιο, πάντως, είναι η πολύ χαλαρή σχέση των κομμάτων με μια πράσινη ατζέντα. Περισσότερο αντιμετωπίζεται ως γαρνιτούρα, παρά εντοπίζεται στον πυρήνα των ιδεών και των απόψεών τους. Και βεβαίως ανακύπτει το ερώτημα: Πρόκειται για προγραμματική υστέρηση; Ή υπαγορεύεται από ανομολόγητες σκοπιμότητες; Γιατί, πώς αλλιώς να ερμηνευθεί «το ζόρι που τραβάνε» ακόμη και τώρα κάποια κόμματα, με τον λιγνίτη;
Αν διερευνήσουμε τις θεατές και τις αθέατες πλευρές των θέσεών τους, εύκολα κατανοούμε τα προβλήματα που μας κρατούν καθηλωμένους σε παρωχημένες συνταγές. Το παράδοξο δε είναι να βλέπουμε την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτάσσει την απολιγνιτοποίηση και την αντιπολίτευση να τελεί σε πλήρη αμηχανία, κρυπτόμενη πίσω από το πρόσχημα της απώλειας θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, αποτελεί γεγονός ότι με τους αντιδρώντες στην πράσινη μετάβαση συντάσσονται δυνάμεις από όλο το κομματικό φάσμα. Στελέχη και αυτοδιοικητικοί παράγοντες της Νέας Δημοκρατίας, σε αγαστή συνεργασία με εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, αντιτάσσονται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Φτάνουν στο σημείο να συμπαρατάσσονται με τους «ψεκασμένους», στην προσπάθειά τους να ενοχοποιήσουν την αιολική ενέργεια. Η άρνησή τους δεν συνιστά καμιά προοδευτικότητα. Τουναντίον, αποπνέει πολιτική σκουριά και βαθιά συντήρηση.
Η υπάρχουσα κομματική τάξη, όποιο χρώμα κι αν έχει, για άλλη μια φορά αποδεικνύει πως βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις ζωτικές ανάγκες της περιόδου που διανύουμε. Εγκλωβισμένη στον μικρόκοσμό της και στις κοντόφθαλμες επιδιώξεις της, «κλείνει το μάτι» στα επιχειρηματικά συμφέροντα των ρυπογόνων καυσίμων. Δεν είναι απλώς απαίδευτη, αλλά και υστερόβουλη. Αν και εμφανίζεται κοινωνικά ευαίσθητη, τελικά διακρίνεται από επιλεκτική ευαισθησία. Και από γενικότερη αναισθησία. Οι μικροϋπολογισμοί οι συντεχνιακές πρακτικές, οι πελατειακές λογικές αρδεύουν τα χωράφια της, συντηρώντας μικρά και μεγάλα κατεστημένα. Συνεπώς, οι αλλαγές που χρειάζεται η χώρα θα προσκρούουν πάντα πάνω τους.
Το Σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης, που μόλις χθες ανακοίνωσε η κυβέρνηση, και οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη σωστά προκρίνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, ιεραρχώντας προτεραιότητες και συγκεκριμένα έργα. Οι σκιαμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, καθώς και οι ρητορείες τους περί νεοφιλελευθερισμού και συντηρητισμού αντίστοιχα, παραπέμπουν σε γνωστά κλισέ και στερεότυπα. Το κρίσιμο είναι πώς ο κόσμος της ΝΔ θα ξεπεράσει τις δικές του αγκυλώσεις.
Όπως δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις δίχως μεταρρυθμιστές, έτσι και χωρίς πράσινους καθίσταται αβέβαιη η πράσινη μετάβαση. Δυστυχώς, μέχρι τότε οι Έλληνες καταναλωτές θα έχουν το ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα στην Ευρώπη.