Το να λες πράγματα «αρεστά» στον κόσμο, ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησε στην κατάρρευση τη χώρα, την προηγούμενη περίοδο. Ήταν το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» που οδηγούσε το πολιτικό μας σύστημα να μην αναλαμβάνει τα μέτρα που είχε ανάγκη η χώρα, για να διατηρείται αυτό στην εξουσία, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελούσε πάντα τον κανόνα.
Αυτό, ο τόπος το πλήρωσε και το «πληρώνει πολύ ακριβά», μέσω της κρίσης, της ύφεσης και της ανεργίας που πλήττει τη χώρα, με τη μείωση πάνω από το 25% του ΑΕΠ.
Ο φόρος ακινήτων πρέπει να θεσπιστεί όχι ως έκτακτο μέτρο, αλλά ως μόνιμη πηγή εσόδων του κράτους από την φορολογία. Γιατί; 1) ισχύει στις περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, 2) πρέπει να αντικαταστήσει τη έκτακτη εισφορά στα ακίνητα που έχει επιβληθεί λόγω κρίσης, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, 3) πρέπει να είναι προοδευτικός και δίκαιος.
Επομένως, έπρεπε όλοι να συμφωνήσουμε επί της αρχής, κυβέρνηση – αντιπολίτευση, ότι στη φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να συμπεριληφθεί, όπως επίσης θα πρέπει να διευρυνθεί η φορολογική βάση του χωρίς εξαιρέσεις, άρα δεν θα πρέπει να εξαιρεθούν οι αγρότες και τα αγροτεμάχια.
Τι υποστηρίζουν τα κόμματα και ιδιαίτερα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Σε συνέντευξή του που αναδημοσιεύουν τα Χ.Ν., την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου, ο βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Σταθάκης, δηλώνει: «Άδικος ο φόρος ακινήτων» λόγω «υπερφορολόγησης πολύ μεγάλου μέρους των κοινωνικών στρωμάτων στην Ελλάδα», προφανώς υπονοεί την περίοδο της κρίσης. Ασφαλώς, γιατί η χώρα χρεοκόπησε, προεξάρχοντος του δημόσιου τομέα, λόγω χρέους και ελλειμμάτων. Γι? αυτό αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στους εταίρους μας στην ΕΕ και επειδή θεσμικά δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί χρεοκοπία χώρας μέλους της Ευρωζώνης, αντιμετώπισαν την Ελλάδα με το «πρόγραμμα διάσωσης», τα γνωστά μνημόνια της τρόικας (ΕΚΤ-Ε.Ε.-ΔΝΤ). Για να ακολουθήσουν στη συνέχεια, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος.
Όπως θα πρέπει να γνωρίζει και νομίζω ότι αποκλείεται να του διαφεύγει, ότι την περίοδο του «μεγάλου γλεντιού» ευμάρειας και φοροδιαφυγής στη χώρα, 2004-2009, τεράστια ποσά από εισοδήματα της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, επενδύθηκαν στα ακίνητα και στη αγορά γης, που το κράτος δεν μπόρεσε να φορολογήσει. Σήμερα θα πρέπει μέσω της φορολογίας των ακινήτων να ανακτηθεί μέρος των φόρων που έχει χαθεί. Ιδιαίτερα από την μεγάλη ακίνητη ιδιοκτησία. Ασφαλώς και υπάρχει πρόβλημα στην αγορά ακινήτων και των αποδόσεών τους, λόγω της κρίσης, όπως επίσης τα μέτρα φορολόγησης δεν πρέπει να έχουν «οριζόντιο χαρακτήρα» και μόνο εισπρακτικό, αλλά θα πρέπει να ισχύσει η «προοδευτική φορολόγηση» με συντελεστές διαφορετικούς στη μεγάλη ιδιοκτησία, την περίοδο και τον τρόπο κτήσης τους, δηλαδή αν προέρχονται από αγοραπωλησία ή κληρονομιά, κ.λπ. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν πρέπει να υπάρξει φόρος στην ακίνητη περιουσία. Θυμίζω ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων των χωρών μελών της Ευρωζώνης, αυτός ο φόρος είναι αποκεντρωμένος και είναι στην αρμοδιότητα της Τοπικής ή της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Πράγμα που θα μπορούσε να ισχύσει και στη χώρα μας και είναι διαφορετικό από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να μην υπάρξει, λαϊκίζοντας ασύστολα, γιατί αυτό «αρέσει» στον κόσμο.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να σχολιάσω όσον αφορά την παραπάνω συνέντευξη του βουλευτή Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, είναι στην ερώτηση «αν τα λεφτά υπάρχουν», η θέση του ότι «δεν είναι θέμα τα “λεφτά”, αλλαγή πολιτικής χρειάζεται και από εκεί και πέρα η χρηματοδότηση της ανάπτυξης… θα βρει το δρόμο της». Όπως επίσης σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, αναφέρεται σε «διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων».
Θέλω να θυμίσω ότι ο Γ.Σ., που είναι και υπεύθυνος Ανάπτυξης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι είναι υπέρ της «σταθεροποίησης» της οικονομίας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Άρα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς θα γίνει να αφαιρείς πηγές εσόδων χωρίς ισοδύναμα μέτρα, αυξάνοντας παράλληλα τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Εκτός και αν επαρκεί ο ακράτητος «βολονταρισμός» της αριστεράς από μόνος του, να λύσει όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να παίρνουν υπόψη τη σκληρή και δύσκολή πραγματικότητα διαχείρισης του «οικονομικού προβλήματος» της χώρας, σε ένα περιβάλλον σύνθετο, που έχει σχέση και με τη συμμετοχή της χώρας στο Ευρώ, πράγμα που τουλάχιστον επίσημα η πλειοψηφία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αμφισβητεί. Μπορεί τα μνημόνια να λάβουν τέλος μέσα στο 2014, όμως το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» και οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτό, όπως και τα νέα μέτρα, η θέσπιση που έγινε το 2010-2011 με τη «δέσμη έξι μέτρων» και «η δέσμη δύο μέτρων», που στόχο έχουν την δημοσιονομική εποπτεία για την οικονομική διακυβέρνηση στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Τα κράτη που «εξέρχονται από πρόγραμμα προσαρμογής». Μέχρι να «αποπληρώσουν το 75% της συνδρομής που έλαβαν» θα «παραμένουν υπό ενισχυμένη εποπτεία». Όπως γίνεται αντιληπτό δεν μπορεί να καταρτίζεις προϋπολογισμούς όπως έκανες μέχρι χθες, να «ψηφίζονται από την πλειοψηφία της κυβέρνησης» ως αναπτυξιακοί, να «καταψηφίζονται από την αντιπολίτευση» ως αντι- αναπτυξιακοί και στο τέλος να μην εφαρμόζονται, χωρίς κανείς να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Οι καιροί έχουν αλλάξει δραματικά και μόνο το πολιτικό σύστημα αυτής της χώρας με εμμονή είναι προσκολλημένο στο παρελθόν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αντιπολίτευση, με προεξάρχοντα το ρόλο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που παραμένει προσκολλημένη στην ικανοποίηση όλων των αιτημάτων για να μην δυσαρεστήσει κανένα «εν δυνάμει ψηφοφόρο» και αποφεύγοντας το «πολιτικό κόστος».