Η πραγματική αλληλεγγύη απέναντι στον ρατσισμό

Γιώργος Καμίνης 12 Μαϊ 2013

Η λειτουργία μιας πόλης και κυρίως της πρωτεύουσας μιας χώρας σε κρίση, όπως η Αθήνα, έχει πολλά και σύνθετα προβλήματα και ένα από τα κυριότερα είναι η χρήση και η προστασία του δημοσίου χώρου.

Η απόφασή μου να μην πραγματοποιηθεί το συσσίτιο της «Χρυσής Αυγής» στην πλατεία Συντάγματος υπαγορεύτηκε τόσο από θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας της πόλης όσο και από την πολιτική μου πεποίθηση ότι η δράση κοινωνικής αλληλεγγύης στις ημέρες αυξημένων αναγκών που διανύουμε, δεν προσφέρεται για τηλεοπτικά σόου και μάλιστα με ξενοφοβικό ρατσιστικό περιτύλιγμα.

Η ματαίωση του «συσσιτίου του μίσους», όπως είχε προδιαγραφεί από τις σχετικές παλαιότερες ενέργειες, απέδειξε, πρώτον, ότι η πολιτεία διαθέτει τα θεσμικά μέσα προκειμένου να βάλει φραγμό στην πολιτική της βίας, του «τσαμπουκά» και της επιβολής μέσα από την κατατρομοκράτηση των πάντων. Αρκεί να υπάρχει η βούληση και η συνεργασία μεταξύ των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας.

Δεύτερον, η πλατεία Συντάγματος δεν είναι απλώς η καρδιά της Αθήνας. Είναι ο καθρέφτης της χώρας, ένα σημαντικό κομμάτι από τη διεθνή της εικόνα και ταυτότητα. Είναι επίσης, το συμβολικό σημείο της σηματοδότησης του δημοσίου χώρου με την ιστορική αναφορά της ελληνικής δημοκρατίας. Αρα, χρήσεις της ιστορικής πλατείας, που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την εικόνα της πρωτεύουσας και την ψυχολογία των πολιτών της, δεν είναι ανεκτές.

Πιστεύω ότι κανένας δημοκρατικός πολίτης και κανένας δημοκρατικός θεσμός δεν μπορεί να παραχωρεί δημόσιο χώρο για να εξυπηρετηθούν διακρίσεις που προσβάλλουν τις ανθρώπινες αξίες. Αφήνω δε κατά μέρος το γεγονός ότι δεν είχε καν ζητηθεί η προβλεπόμενη από τη νομοθεσία άδεια.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση αναδεικνύεται και μία τρίτη, αρκετά σημαντική παράμετρος. Οι παραδοσιακές δομές φιλανθρωπικού έργου, τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. Στη δυσκολότερη οικονομική συγκυρία για τα έσοδα του Δήμου Αθηναίων, φροντίσαμε να περάσουμε από τις παλιές οργανωτικές δομές στη συγκρότηση ενός δικτύου Αλληλεγγύης, με τον νεοσύστατο «Κόμβο Αλληλοβοηθείας Πολιτών», στο παλιό Φρουραρχείο, στον σταθμό Λαρίσης, απ’ όπου ενισχύονται με τρόφιμα και προϊόντα πρώτης ανάγκης, περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι. Παράλληλα, 1.300 άνθρωποι κάθε μέρα σιτίζονται από το «Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων», ενώ με πολύ μεγάλη διακριτικότητα, σε συνεννόηση με τους δασκάλους, στέλνουμε χίλιες μερίδες φαγητού σε μαθητές που φοιτούν σε ολοήμερα σχολεία. Και βεβαίως σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί η καθημερινή υποχρέωσή μας να παρέχουμε 5.000 γεύματα στα παιδιά των Δημοτικών Βρεφονηπιακών Σταθμών. Ολα αυτά παρασκευάζονται, με άοκνες προσπάθειες, στα μαγειρεία του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Παράλληλα, διακόσιες οικογένειες είναι ενταγμένες στο Κοινωνικό Παντοπωλείο και εκατό στο πρότυπο πρόγραμμα «Βοήθεια στην Οικογένεια».

Συνεπώς, στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης απαιτείται μεγάλη σοβαρότητα, υπευθυνότητα, διακριτικότητα, δημοκρατική και ανθρώπινη ευαισθησία. Σίγουρα, πάντως, χωρίς φθηνούς εντυπωσιασμούς και εικόνες ταπείνωσης για τους ανθρώπους που υποφέρουν. Αλλωστε, για όποιον ειλικρινά θέλει να βοηθήσει, οι επιλογές είναι αρκετές: σήμερα, δεν υπάρχει δήμος της χώρας που να μην έχει αρχίσει να αναπτύσσει δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει τεράστιες ανάγκες λόγω του εξίσου μεγάλου, με τον Δήμο Αθηναίων, αριθμού ανθρώπων που βοηθά, και μάλιστα χωρίς διαχωρισμούς. Ακόμη και οι κρατικές δομές Πρόνοιας έχουν τεράστιες ανάγκες ενίσχυσης. Αν πάλι, καμία από τις προηγούμενες επιλογές δεν θεωρείται αξιόπιστη, υπάρχουν δεκάδες εθελοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες αποδύονται σε κυριολεκτικό αγώνα δρόμου για την κάλυψη επιμέρους αναγκών.

Από τη διεθνή αρθρογραφία, τον διάλογο που διεξάγεται στο πλαίσιο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και από τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στα διεθνή fora, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ενίσχυσης των ακραίων πολιτικών τάσεων (που ενδύονται τον φιλανθρωπικό μανδύα) ως αποκλειστικά ελληνικό πολιτικό φαινόμενο.

Σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε από γειτονιές της Αθήνας, που είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους, την ώρα που λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων γίνονταν έργα βιτρίνας -και όχι υποδομής- στο κέντρο της πόλης. Η παρακμή των παλιών μεσοαστικών γειτονιών επιταχύνθηκε και από το γεγονός ότι στην πρωτεύουσα διοχετεύθηκε συνειδητά η ροή της παράνομης μετανάστευσης.

Ο διάλογος και ο προβληματισμός που έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμος, αφού κύριος μοχλός για την ενίσχυση των ακραίων φαινομένων -και κυρίως των νεοναζιστικών- είναι η έξαρση του ευρωσκεπτικισμού και η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού ιδεώδους.

Ηρθε η ώρα, λοιπόν, για την Ευρώπη να αποδείξει ότι μπορεί να ξανακερδίσει τους πολίτες της. Εγκαταλείποντας τη στείρα περιοριστική πολιτική, με μια μεγάλη αλλαγή προσανατολισμού, στη βάση των κοινωνικών αναγκών. Ανοίγοντας μία νέα σελίδα ανάπτυξης, προκειμένου να εμπνεύσει και πάλι τους πολίτες της. Να ξαναθυμίσει στους πολίτες της, δηλαδή, ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και οι λύσεις που αυτό προτείνει θα προέλθουν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς συνοχής και αλληλεγγύης. Στην αντίθετη περίπτωση, αρκούν τα διδάγματα από την Ιστορία, που είναι αμείλικτα.

* Ο κ. Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων.