Χτες το μεσημέρι διεφάνει ξεκάθαρα η αδυναμία των υπαρχουσών εγχώριων πολιτικών δυνάμεων τόσο στο να δημιουργήσουν ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες, όσο και στο να συναινέσουν με ευρύτερο στόχο το εθνικό «καλό». Η διαδικασία εκλογής ΠτΔ, που από την αρχή τοποθετήθηκε σε έναν ιδεολογικό άξονα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», πολώνοντας το πολιτικό κλίμα και αναγάγοντας την εκλογή του αρχηγού του κράτους σε κρίσιμο διακύβευμα για το πολιτικό μέλλον του τόπου, οδηγήθηκε σε αποτυχία του υποψηφίου της κυβέρνησης να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων. Τρία γεγονότα μπορούμε να διατηρήσουμε από την διαδικασία αυτή: α) την αδυναμία των συγκυβερνώντων κομμάτων να επαναφέρουν στις τάξεις τους όσους βουλευτές ανεξαρτητοποιήθηκαν, β) την δυνατότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διαπεράσει ιδεολογικά αντίθετους με αυτήν χώρους χάρη στον άξονα που κατάφερε να επιβάλλει και γ) την αδυναμία του πολιτικού μας σκηνικού να ενισχυθεί και να εκσυγχρονιστεί μέσα από μια κρίσιμη διαδικασία.
Τα γεγονότα αυτά αποτελούν συνέχεια του σκηνικού που δημιουργήθηκε στις διπλές εκλογές του 2012, τον «διπλό εκλογικό σεισμό», όπως καθιερώθηκε στον ερευνητικό χώρο από το βιβλίο που προέκυψε σε επιμέλεια των Γιάννη Βούλγαρη και Ηλία Νικολακόπουλου. Ο «εκλογικός σεισμός» που έλαβε χώρα πριν δυόμιση χρόνια θεωρείται πως έδωσε τέλος και επίσημα στον παραδοσιακό δικομματισμό μιας και κατάφερε, την ίδια στιγμή, να βγάλει από το κεντρικό πολιτικό κάδρο τα κόμματα που παραδοσιακά μονοπωλούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της εκλογικής πίτας και να εντάξει στο κάδρο αυτό κόμματα που παραδοσιακά ανήκουν τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά, όμως το διακριτό τους στοιχείο είναι άλλο: πως είναι αποτέλεσμα πολυδιάσπασης των κεντρικών πολιτικών παιχτών, αλλά και κόμματα που ο βασικός τους προσδιορισμός προκύπτει από την τοποθέτησή τους στον άξονα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Έπαψαν να υπάρχουν κλασικές διαιρετικές τομές, όπως αυτή της ιδεολογίας και εντάχθηκε ένα διακύβευμα το οποίο έπρεπε να έχει προσωρινό, υπό κανονικές συνθήκες, χαρακτήρα και μπορεί να δώσει ώθηση για πολιτική ανανέωση. Στο πλαίσιο αυτό τα δυο αυτά χρόνια, τα μεν κόμματα που δημιούργησαν το κυβερνητικό σχήμα κατάφεραν να απομονωθούν επίμονα και συνειδητά, εντασσόμενα στον άξονα αυτόν, ενώ τα αντιμνημονιακά κόμματα λειτούργησαν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, ως μοχλός της λαϊκής δυσαρέσκειας που θεωρήθηκε πως δημιούργησε η μνημονιακή πολιτική. Ως αποτέλεσμα η διαιρετική τομή παρέμεινε σε ισχύ, ορίζοντας σταθερά το πολιτικό σκηνικό και καθιστώντας την πόλωση, τον λαϊκισμό και τις ευκαιριακές πολιτικές τοποθετήσεις κανόνα στον πολιτικό λόγο.
Η αξιωματική αντιπολίτευση κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτόν τον παράγοντα, στήνοντας ανάλογα τις πολιτικές της συμμαχίες και δομώντας τον πολιτικό της λόγο, χάνοντας όμως σε ιδεολογικό και ρεαλιστικό βάθος. Οι συνομιλίες με κόμματα που φλερτάρουν με την άκρα δεξιά, καθώς και οι διαφορετικές πολιτικές τάσεις που αναδεικνύονται στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης, «τραυμάτισαν» την αξιοπιστία του χώρου, δημιούργησαν εικόνα φόβου στις αγορές και την Ευρώπη και του αφαίρεσαν την δυνατότητα να καταστεί αξιόπιστη λύση σε ενδεχόμενη εκλογική διαδικασία. Αποτέλεσμα αυτής της θέσης είναι η προσφυγή σε εύκολες τοποθετήσεις περί σκισίματος των Μνημονίων, οριστικού τέλους της κυβέρνησης, κοινωνικής αναγέννησης μετά τις εκλογές και η δημιουργία ενός ελπιδοφόρου κλίματος, που όμως δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην εικόνα ενός σοβαρού κράτους.
Τέλος, τα κόμματα της συγκυβέρνησης έδειξαν με την αδυναμία τους να συνεργαστούν αποδοτικά κατά την διάρκεια των τριών αυτών ψηφοφοριών πως έχουν απολέσει, μάλλον οριστικά, μεγάλο κομμάτι της παλαιότερης δυναμικής τους, καταφέρνοντας να λειτουργήσουνε με ευκολία ως ενδιάμεσοι πελατειακών πολιτικών, αδυνατώντας όμως να προσφέρουν πολιτικά νέες ιδέες. Συμφωνώντας στην συγκυβέρνηση και οι δυο πλευρές έκαναν μεγάλες υποχωρήσεις στον ιδεολογικό χώρο, ώστε να ισορροπήσουν, υποχωρήσεις που δεν απέδωσαν τόσο εξαιτίας του πολιτικού προγράμματος που κλήθηκαν να εφαρμόσουν, όσο και λόγω εσωκομματικών γεγονότων που ήρθαν στην επιφάνεια και στα δυο κόμματα και έπληξαν την κυβερνητική εικόνα. Αποτέλεσμα ήταν ένας αριθμός βουλευτών να αποστασιοποιηθεί, εκφράζοντας επιχειρήματα άλλοτε σοβαρά και άλλοτε όχι, και να διακόψει την πολιτική επαφή με το κόμμα προέλευσής του. Υιοθετώντας τον άξονα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» που καθιέρωσε η αξιωματική αντιπολίτευση, τα κόμματα εισήλθαν σε μια διαδικασία ατελείωτης μικροκομματικής διαμάχης για ζητήματα που είχαν να κάνουν με το εθνικό κύρος της χώρας και τις υπογραφές της σε διεθνείς συμφωνίες, «ξεχνώντας» πως στόχος τους ήταν να εκσυγχρονίσουν τον κρατικό κορμό και να αλλάξουν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος.
Κατάληξη αυτών είναι οι ψηφοφορίες για την εκλογή ΠτΔ να ολοκληρωθούν με αρνητικό αποτέλεσμα για τον υποψήφιο του κυβερνητικού σχήματος, και τα κόμματα να αδυνατούν να βρουν μια κοινή λύση η οποία θα μπορούσε να γλιτώσει την χώρα από νέα εκλογική διαδικασία. Το ασυνήθιστο συμβάν των διπλών εκλογών του Μαΐου / Ιουνίου του 2012 (είχαν ξαναγίνει διπλές εκλογές το 1989) πέραν των καινούργιων στοιχείων που έφερε στον ερευνητικό χώρο, δεν προσέφερε κάτι στην σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού, αποδιοργανώνοντας το πλήρως. Η πορεία προς τις κάλπες ξανά μέσα σε μια τριετία γίνεται χωρίς να υπάρχουν τα απαραίτητα εφόδια ώστε να προκύψει κάτι καινούργιο και σταθερό στα πολιτικά κόμματα. Αυτό που, μέχρι ώρας τουλάχιστον, παρουσιάζεται είναι ένα μείγμα σύγχρονων στοιχείων μαζί με λαϊκιστικές, ευκαιριακές πολιτικές θέσεις που δύσκολα διαφέρουν από τις κακές πολιτικές που έφεραν στην θέση αυτή το πολιτικό σκηνικό. Ο δρόμος μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου τώρα ξεκινάει, αλλά αν τα πολιτικά κόμματα που στοχεύουν στην εκλογική νίκη, καθώς και όσα θεωρούν πως ο ρόλος τους είναι σοβαρός και πιστός στην λειτουργία του πολιτεύματος, δεν αποφασίσουν να διώξουν από πάνω τους την πόλωση και τον λαϊκισμό που κυριαρχεί στον λόγο τους, τότε ούτε ο απαραίτητος πολιτικός εκσυγχρονισμός θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί, ούτε είναι πολύ πιθανό να αλλάξει την εγχώρια πολιτικοκοινωνική κατάσταση θετικά το εκλογικό αποτέλεσμα.