Βεβαίως το είδα! Και μάλιστα ολόκληρο. Σπεύδω να σας πω, ωστόσο, ότι το προχθεσινό «ντιμπέι» ούτε την απόφαση περί της ψήφου μου άλλαξε (τα έχουμε πει αυτά, ας μην τα επαναλαμβάνω) ούτε με επηρέασε καθόλου είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά. Τις ίδιες απόψεις εξακολούθησα να έχω για τους δύο πολιτικούς αρχηγούς (γνωστές, ούτως ή άλλως, στους τακτικούς της στήλης) και μετά το «ντιμπέι». Παρ’ όλα αυτά, το βρήκα εξαιρετικά χρήσιμη εμπειρία, διότι με βοήθησε, προσωπικώς, να συνειδητοποιήσω πόσο απαραίτητη είναι η παρουσία του Ποταμιού, με αξιοπρεπή δύναμη βουλευτών, στην επόμενη Βουλή.
Τελευταία, θα έχετε αντιληφθεί ότι την πόλωση του προεκλογικού κλίματος και την αυξανόμενη συσπείρωση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων την πληρώνει το Ποτάμι, που βλέπει στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά του καθηλωμένα. Οχι ότι απειλείται –έτσι νομίζω, τουλάχιστον– η εκπροσώπησή του στην επόμενη Βουλή, όμως η στασιμότητά του και ειδικά σε μία τέτοιας κρισιμότητας περίοδο φέρνει την απογοήτευση και η απογοήτευση, αν καθίσει, προμηνύει το αναπόφευκτο τέλος. Παρόμοια εγχειρήματα, όταν χάνουν τη δυναμική τους, τελειώνουν και γίνονται παρελθόν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους φαίνεται ότι έχουν τρομάξει λιγάκι στο Ποτάμι και αντιδρούν σπασμωδικά: τόσο η απαίτηση του Θεοδωράκη για διψήφιο ποσοστό όσο και η δήλωσή του ότι δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος για συνεργασίες εκφράζουν τον φόβο της αβεβαιότητας και τον αποπροσανατολισμό.
Ισως το πιο δυνατό σημείο του Σταύρου Θεοδωράκη, όταν τόλμησε να φτιάξει κόμμα και να διεκδικήσει την ψήφο στις εκλογές, ήταν ότι εξαρχής το έθεσε, σαφώς και απεριφράστως, ότι αυτός είναι ο αρχηγός. Τότε, η στάση του ήταν η ενδεδειγμένη και βοήθησε πολύ ώστε να σταθεί στα πόδια του το νέο κόμμα, διότι παρεμφερείς προσπάθειες αξιόλογων ανθρώπων είχαν ξεφουσκώσει εξαιτίας της απουσίας αρχηγού. Το σημερινό πρόβλημα του Ποταμιού, όμως, είναι ότι ο Θεοδωράκης τελικά απεδείχθη ανεπαρκής αρχηγός.
Το Ποτάμι ξεκίνησε προβάλλοντας μια πολιτική στη γραμμή του ρεαλισμού του Ντενγκ Χσιάο-Πινγκ, δηλαδή ότι σημασία δεν έχει αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη, αλλά εάν πιάνει ποντίκια. Η θέση αυτή το έκανε εκ των πραγμάτων ανοικτό σε δεξιές και αριστερές προσδοκίες. Αυτές, όμως, ο ιδρυτής του κόμματος, μέσω της δημόσιας παρουσίας του και των παρεμβάσεών του, απέτυχε να τις συγχωνεύσει ή να τις συμψηφίσει σε κάτι ομοιογενές, έστω και σε επίπεδο επιφανειακών εντυπώσεων. Για όσους γνωρίζουν τον Σταύρο, αυτό δεν ήταν απρόσμενο. Διότι και στη δημοσιογραφική δουλειά του ο Σταύρος ήταν πάντα «κλίμα», δεν είχε ποτέ σαφείς και επεξεργασμένες ιδέες. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, με εμφανέστερη την τάση προς τη σικ Αριστερά «της ευαισθησίας», που ήταν και μόδα για πάρα πολλά χρόνια. Γενικώς, ως πολιτική παρουσία ήταν περισσότερο του αισθήματος και της ατμόσφαιρας.
Στη διάρκεια της επτάμηνης πρώτη φορά Αριστεράς, η έλλειψη σαφούς στόχευσης του Θεοδωράκη έγινε περισσότερο αισθητή. Παραμυθιάστηκε με τον Τσίπρα και αφέθηκε, το πιστεύω, να γοητευθεί από την επιτυχία του μικρού – «γιατί αυτός και όχι εγώ;», τον φανταζόμουν να σκέπτεται κάθε φορά που επισκεπτόταν τον Τσίπρα στο Μαξίμου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν έβγαινε έξω μετά τη συνάντηση και έκανε δηλώσεις, δεν καταλάβαινες με ποια πλευρά ήταν, της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης; Είχε τα ελαφρυντικά της απειρίας, ασφαλώς. Υπάρχει συγκεκριμένη τεχνική με την οποία προβάλλονται οι θέσεις ενός κόμματος από τον αρχηγό του, την οποία προφανώς ο Θεοδωράκης δεν κατείχε. Ετσι, συχνά συνέβαινε οι δηλώσεις του να παρερμηνεύονταν από τους δημοσιογράφους, ιδίως έπειτα από συναντήσεις με τον τέως πρωθυπουργό.
Ομως, ο Θεοδωράκης, παρότι αυτός έφτιαξε το Ποτάμι, δεν είναι αυτός ή, μάλλον, δεν είναι μόνον αυτός το Ποτάμι. Αν πρέπει οπωσδήποτε το Ποτάμι να έχει ισχυρή εκπροσώπηση στην επόμενη Βουλή, είναι επειδή κάτω από τον αρχηγό του υπάρχουν αξιολογότατοι άνθρωποι που διακρίθηκαν και στη Βουλή και στην επεξεργασία του προγράμματος του κόμματος. Είναι βέβαιο ότι κάποιους θα ξεχάσω, αλλά πρόσωπα όπως ο Σκόκος, η Λυμπεράκη, ο Μούγερ, ο Θεοχάρης (που ήταν αληθινή αποκάλυψη στη Βουλή) ή ο Καρκατσούλης πρέπει να έχουν θέση και ρόλο στην πολιτική ζωή. Και, ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα έχει καταφέρει να προσελκύσει προσωπικότητες του βεληνεκούς του Διαμαντούρου και του Αλιβιζάτου στις τάξεις του. Πέραν των προσώπων, όμως, το Ποτάμι έχει και συγκεκριμένες προτάσεις, που τις περισσότερες φορές είναι πρακτικές και εφαρμόσιμες. Ολα αυτά όμως, κακά τα ψέματα, για να τα προσέξουν οι πολλοί και να κάνουν τη διαφορά, χρειάζεται κάποιος να τα εκπροσωπεί επαξίως στην κορυφή.
Πάνω απ’ όλα όμως, είναι ανάγκη να πετύχει το πείραμα του Ποταμιού, διότι «θα είναι αμαρτία», όπως έλεγαν οι παλαιοί, να αποτύχει για μία ακόμη φορά η προσπάθεια σχηματισμού ενός πολιτικού σχήματος με ανθρώπους προερχόμενους εκτός της πολιτικής. Εν σχέσει με τα άλλα κόμματα, για πολύ περισσότερους από τους ανθρώπους που δουλεύουν για το Ποτάμι θα μπορούσε να ταιριάζει το ρήμα «προσφέρουν». Διότι πρόκειται για ανθρώπους που είχαν (και θέλω να ελπίζω ότι ακόμη έχουν) δουλειές, είχαν πράγματα να κάνουν στη ζωή τους, αλλά αποφάσισαν να στρέψουν τη δημιουργικότητά τους στην πολιτική, και μάλιστα στην πιο δύσκολη εποχή της.
Αν τελικά το Ποτάμι μακροπρόθεσμα δεν τα καταφέρει, αυτό που θα έχει αποτύχει θα είναι η δυνατότητα των σοβαρών, των διακεκριμένων και των αξιόλογων ανθρώπων να προσφέρουν στην πολιτική ζωή της χώρας. Θα έχουν κερδίσει τα παιδιά του κομματικού σωλήνα: η τάξη των σημερινών επαγγελματιών της πολιτικής, με όλα τα κουσούρια και τις παθογένειές της. Ασφαλώς, κάθε ρεαλιστής άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι, ήδη από την εποχή του Μαξ Βέμπερ, σοβαρή πολιτική χωρίς επαγγελματίες πολιτικούς δεν μπορούμε να έχουμε. Προκειμένου όμως οι επαγγελματίες της πολιτικής να γίνουν σοβαρότεροι, πρέπει να πετύχει το Ποτάμι. Διότι η επιτυχία του θα αναγκάσει τα μεγάλα κόμματα να ανοίξουν περισσότερο στην κοινωνία και να ανανεώσουν το προσωπικό τους. Στο κάτω κάτω, αυτό δεν θέλαμε πάντοτε;