Η πολυτέλεια της άπρακτης διανόησης και οι ανάγκες των καιρών

Κώστας Σοφούλης 04 Απρ 2012

Βάλτε ένα διοικητή τράπεζας να εξηγήσει και να πείσει το διοικητικό συμβούλιο αγροτικού συνεταιρισμού που διαχειρίζεται ένα εξαιρετικά δυναμικό εξαγώγιμο προϊόν ότι η κακοδαιμονία του, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πτώχευση, οφείλεται στο ότι ο συνεταιρισμός λειτουργεί χωρίς στοιχειώδες καν επιχειρησιακό πρόγραμμα. Θα διαπιστώσετε αμέσως την πραγματική έννοια (και σημασία) της απόστασης που χωρίζει τον εμπειρογνώμονα από την καθημερινή πρακτική. Δοκιμάστε μετά να επαναλάβετε το πείραμα με έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Θα διαπιστώσετε τότε την απόσταση που χωρίζει τον διανοούμενο από το πρακτικό πεδίο όπου ο διανοούμενος δρέπει θεωρητικές δάφνες. Την διπλή αυτή εμπειρία την έζησα στο πετσί μου τα τελευταία πέντε χρόνια, ξεκινώντας για να λύσω μια απορία μου: Πως εξηγείται το ότι ένα προϊόν μπορεί να πουληθεί με 37 ευρώ το λίτρο στην ευρωπαϊκή αγορά (σύμφωνα με ισχυρές ενδείξεις από άτυπη έρευνα αγοράς) και παραταύτα να πουλιέται με 1,5 ευρώ με αποτέλεσμα ο συνεταιρισμός να βουλιάζει μέρα με την μέρα. Σε αυτή την πενταετή πειραματική προσπάθεια κατάλαβα σε βάθος τι σημαίνει να μιλάς σε εντελώς διαφορετικές γλώσσες και να επιμένεις να συνεννοηθείς. Ήταν κι αυτό ένα δίδαγμα στην αφελή μου προσπάθεια «να γυρίσω πίσω στη βάση για νοιώσω τον παλμό του λαού», όπως έλεγαν οι παλιοί κουκουέδες (όχι αθώα πάντοτε).

Την εικόνα αυτή μπορούμε να την γενικεύσουμε. Και αξίζει για να χτυπήσουν οι καμπάνες του κινδύνου μπας και τις ακούσουμε κι εμείς εδώ στα ψηλώματα που παίζουμε το παιχνίδι των διανοουμένων με αυταρέσκεια. Σκέφτομαι, μερικές φορές, με διάθεση αυτοσαρκασμού τι θα έλεγαν αυτά τα ανθρωπάκια του συνεταιρισμού αν τα προσκαλούσαμε να παρακολουθήσουν κάποια από τις περισπούδαστες συναντήσεις μας σε στρογγυλά τραπέζια, πάνελ και άλλες παραστάσεις υπέρ της περιπόθητης μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.

Μελετώντας αυτό το χάσμα επικοινωνίας, ίσως καταλάβουμε και το γιατί ο τρέχον ελληνικός διάλογος για την αριστερά και τις προοπτικές της μοιάζει πλέον να στερεύει. Το αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων κριτικών αναλύσεων σε επίπεδο περίπου μεταφυσικής αφαίρεσης, μάλλον εξάντλησε την κατανόηση της κατάστασης αμηχανίας που έχει περιέλθει η σκέψη των αριστερών διανοητών, μικρών και μεγάλων. Η ανακύκλωση των θεωρητικών στερεοτύπων, παλιότερων και νεώτερων, κουράζει πλέον αφού δεν οδηγεί σε σχέδια δράσης. Αυτοαναιρείται έτσι ο λόγος της αριστεράς, αφού παύει να είναι μέθοδος για την αλλαγή του κόσμου και γίνεται δικαιολογία για αυτονόμηση της διαμαρτυρίας ως πολιτικής δράσης. Όλο συζητάμε περί εξουσίας αλλά δεν λέμε ποτέ ξεκάθαρα τι ακριβώς την θέλουμε. Όμως, η ζωή δεν είναι ποτέ αμήχανη. Συνεχίζεται με όσα μέσα μπορεί να διαθέτει κάθε στιγμή και αφήνει τους άπρακτους φλύαρους πίσω της. Άλλοτε για καλό και άλλοτε- συχνότερα- για κακό. Μας το έχει έξυπνα επισημάνει ο παρεξηγημένος Μαρξ με την λιγόλογη αλλά μεστή νοήματος θέση του (Θέσεις για τον Feuerbach) ότι οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα εξηγούν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, αλλά το ζήτημα είναι πώς να τον αλλάξουμε. Η πολιτική φιλοσοφία της όποιας αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι φιλοσοφία της πράξης, αλλά φαίνεται ότι την θέση αυτή την ξεχνάει όταν βρεθεί μπροστά σε καταστάσεις που η απλή ανατροπή της κατάστασης δεν εγγυάται αυτονόητα και την λύση. Άλλο, όμως, να ανατρέψεις μια βάρκα στη φουρτούνα και άλλο να ξέρεις πως ακριβώς θα σώσεις τους επιβάτες της. Με τους δογματισμούς και τις υπεγενικεύσεις σε μια κρίσιμη τέτοια στιγμή αμηχανίας ο μαρξισμός χρειάστηκε να μεταλλαχθεί σε λενινισμό και ο λενινισμός σε σταλινισμό, μαοϊσμό ή πολποτισμό με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Έτσι, το μεν κομμάτι της αριστεράς, που διεκδικεί την πιο κοντινή συγγένεια με τον Μάρξ και τους επιγόνους του μένει μετέωρο με την προσδοκία της ριζικής ανατροπής χωρίς να τολμά να περιγράψει την επόμενη μέρα ( καραδοκεί γάρ η σοβιετική και κινέζικη κατάρρευση), η δε δημοκρατική σοσιαλιστική αριστερά περιμένει κάποιο τεχνικό πρόσκαιρο σφάλμα της νεοφιλελεύθερης συντήρησης για να στριμωχθεί στην εικόνα με κάποια συνήθως νεφελώδη διορθωτική πρόταση. Στο μεταξύ, ο κόσμος αλλάζει και αλλάζει ερήμην της αριστεράς. Η αγορά αγροτικών προϊόντων βρίσκει το δρόμο της προς τις πατάτες των δημάρχων και η αγορά εργατικής δύναμης καταρρέει με τους μύθους του χαμηλού μεροκάματου ως πανάκειας για την κρίση. Η κοινωνία αυτοσχεδιάζει χωρίς καθοδήγηση, χωρίς να μπορεί να απολαύσει τα πλεονεκτήματα της κοινωνίας της γνώσης που έχει αναδείξει τους διανοούμενος σε προπετείς καλοπερασάκηδες. Αλήθεια, τι προδοσία της κοινωνικής μας ευθύνη είναι κι αυτή!

Δεν είναι, όμως, μόνο η Μαρξική πλατφόρμα που προειδοποιεί για την περιθωριοποίηση της αριστεράς όταν πάψει να είναι φορέας πρακτικής πολιτικής. Μας το λέει έμμεσα και η παραγνωρισμένη στις μέρες μας (ως μη όφειλε) Hannah Arendt από την φιλελεύθερη υψηλή σκοπιά της. Μας επισημαίνει ότι η Δυτική πολιτική φιλοσοφία κατά κανόνα παραμένει εστιασμένη στην ζωή του στοχασμού (vita cotemplativa) και έτσι αγνοεί την ενεργή ζωή (vita activa). Γιαυτό το λόγο η ανθρωπότητα έχει χάσει πάμπολες ευκαιρίες να αξιοποιήσει το μεγαλείο της φιλοσοφικής σκέψεις που θα μπορούσε να της λύσει πολλά από τα καθημερινά προβλήματά της. Φτάνει μάλιστα να υποστηρίξει, ότι με την υπερβολή μας αυτή χάνουμε το θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασής μας που βρίσκεται στην δυνατότητα που άνθρωπος έχει να αναλύει τις ιδέες, να παλεύει με αυτές κριτικά και το τέλος να επιδίδεται στην πράξη σοφότερος.

Έτσι, όμως, μεγαλώνουν οι κίνδυνοι για τραγικά λαθεμένες πορείες και ισχυροποιούνται δομές που παρασιτούν στο κενό που αφήνει η αριστερή σκέψη. Καιρός, νομίζω, να περιορίσουμε την αυταρέσκειά μας και να κατεβούμε μαζικά στο χωράφι της καθημερινότητας. Να το πούμε «επιστροφή στα grassroots politics”; Λίγο με ενδιαφέρει πως θα το πούμε, αλλά πολύ με πονάει που δεν το κάνουμε και περισσότερο που δεν το μελετούμε καν ως ενδεχόμενο.

Πιστέψτε με. Μόνο όταν κάποτε προσγειωθείς στις ρίζες της κοινωνικής καθημερινότητας μπορείς να καταλάβεις την αυταπάτη που έζησες όταν για χρόνια θήτεψες στις κορυφές της προοδευτικής διανόησης. Θα ιδείς τότε ευκρινώς ότι η αριστερά σήμερα φαίνεται να πάσχει από ένα επικίνδυνο σύνδρομο που θα το ονομάσω «σύνδρομο της κομμένης κεφαλής». Μιλάει όπως στα παλιά τσίρκα μιλούσαν οι «κομμένες κεφαλές» λέγοντας τα ίδια και τα ίδια με μονότονο τρόπο που όμως εντυπωσίαζε (επειδή έβγαινε από μια κομμένη κεφαλή). Με εξαίρεση βέβαια την νεοσταλινική κομμουνιστική αριστερά που πάσχει από ένα δικό της αποκλειστικό σύνδρομο που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «σύνδρομο του καμένου εγκεφάλου». Αυτή φαίνεται ότι έχει παραδώσει το μυαλό της στους ανατόμους και πορεύεται με κεκαυμένη την κεφαλήν μέχρις ότου βρεθεί ένας χριστιανός να της επιστρέψει τον αφαιρεθέντα εγκέφαλο. Αυτή, όμως, δεν με πολυενδιαφέρει παρά μόνο ως ενδεχόμενο ολοκληρωτισμού που προφανώς θα με βρει στα κάγκελα αν ποτέ εμφανιστεί ως ρεαλιστικός κίνδυνος. Με κόφτει, όμως, η δημοκρατική αριστερά και η αρρώστια της γιατί όσο πορεύεται με κομμένη την κεφαλή από το σώμα της, που είναι κύριο σώμα της κοινωνίας, δεν έχω καμιά παρηγοριά για το μέλλον αυτού του ζοφερού παρόντος.

Για να αποφύγω κι εγώ το σύνδρομο της κομμένης κεφαλής, θα προσπαθήσω τώρα να γίνω πιο συγκεκριμένος. Θέτοντας μόνο ερωτήματα, επί του παρόντος, που φωτίζουν καλλίτερα την κατάσταση.

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο και κυριότερο: Γιατί οι διανοούμενοι της αριστεράς (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ενεργοποιούνται μόνο είτε στις παραμονές εκλογών είτε σε αγώνες που σχετίζονται με την νομή της εξουσίας και τα συστήματά της στον χώρο όπου επαγγελματικά ψωμίζονται; Δέστε ως κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό το συμβαίνει στα πανεπιστήμια. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει στα ύψη γύρω από τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων, αλλά ούτε λέξη για την περιπέτεια στην οποία έχουν μπει τα πανεπιστήμια διεθνώς καθώς μεταλλάσσονται σε αυτό το εξαιρετικά αντικοινωνικό σύστημα που έχει ονομαστεί multiversity. Αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθούν στα ζητήματα ποιότητας σπουδών, κοινωνικής αξίας της έρευνας, παιδαγωγικού υποδείγματος των πανεπιστημίων μας, κρυφού ακαδημαϊκού προγράμματος (hidden curricullum) και ακαδημαϊκής κουλτούρας του ακαδημαϊκού προσωπικού. Η μονομανία τους με τα ζητήματα θέσμισης της εξουσίας έχει αφήσει έξω από το πεδίο όρασής μας αυτά τα σημαντικά ζητήματα που, φευ, βρίσκονται ήδη στο επίκεντρο της διεθνούς έρευνας και αναζήτησης. Δηλαδή πάλι είμαστε μερικές δεκάδες χρόνια πίσω από την αιχμή των εξελίξεων του χώρους μας. Επομένως, για όσους πιστεύουν στην ουσία της δυναμικής της μεταρρύθμισης (που άλλωστε είναι διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ) υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό. Ίσως να μη υπήρχε καν θέμα θέσμισης της εξουσίας (διοικητικού συστήματος) αν η ακαδημαϊκή κοινότητά είχε συζητήσει και αντιμετωπίσει εξ ιδίων τα μεγάλα αυτά θέματα. Έστω να τα συζητήσει, ρε αδελφέ. Τι σημαίνουν άραγε όλ’ αυτά;

Το δεύτερο ερώτημα έρχεται αυτομάτως ως συνέχεια του πρώτου: Τι κάνει η αριστερά στον τομέα των κινημάτων; Υποπτεύομαι ότι απλώς τρέχει όπου μαζεύεται κόσμος και προσπαθεί να του φορέσει το καπέλο της δικής της φράξιας. Εξηγούμαι: Τι κάνει στον τομέα των καταναλωτικών συνεταιρισμών, των προμηθευτικών και των παραγωγικών συνεταιρισμών; Τι κάνει για την προβολή εναλλακτικών παιδαγωγικών πρακτικών εκεί όπου έχει μάλιστα την πολιτική ηγεμονία; Τι κάνει στους άλλους τομείς της κοινωνικής οικονομίας; Τι κάνει ακόμη στον τομέα του περιβάλλοντος εκτός από του να οργανώνει μαζώξεις και να φανατίζει «τις τοπικές κοινωνίες» σε ένα καθολικό αρνητισμό; Τι κάνει για την δικτύωση της πεπαλαιωμένης ελληνικής κοινωνίας με δομές της εκσυγχρονισμένης Δύσης; Τι κάνει για την διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς στις αξίες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του πολίτη και στις υποχρεώσεις του έναντι του κράτους δικαίου; Δηλαδή τι κάνει στο πεδίο της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης εκτός από να προβάλλει την οχλοκρατία ως δείγμα τάχα άμεσης δημοκρατίας; Τι κάνει στον τομέα της οργάνωσης της εργασίας εκτός από το να ζητάει από το κράτος να λύσει προβλήματα και να χρηματοδοτήσει τους συνδικαλιστές (κρατικοδίαιτους ούτως ή άλλως);

Να και το τρίτο: Γιατί κατάντησε τα κόμματά της απλώς αδίστακτους εκλογικούς μηχανισμούς αντί να λειτουργούν ως κομμάτι του δημόσιου χώρου δημοκρατικής διαβούλευσης σε καθημερινή βάση;

Το τέταρτο και τελευταίο: Πως κατάντησε έτσι, ώστε να μη τολμάει να κατεβάσει στη κοινωνία μια αναλυτική πλατφόρμα δράσης απαντώντας με τρόπο συγκεκριμένο στα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά αιδημόνως περιορίζεται σε σοσιαλθολούρες γενικών «θα» και «όχι»;

Έχω γράψει εξομολογητικά σε ένα βιβλίο μου, ότι στην αρχή της εφηβείας μου έχρισα τον εαυτό μου κομμουνιστή για ένα και κύριο λόγο: Στο νησί της μάνας μου όλους τους «καλούς ανθρώπους» τους έλεγαν κομμουνιστές. Και για μένα «καλός άνθρωπος» δεν ήταν κάτι το αφηρημένο: ‘Ηταν ο άνθρωπος που διάβαζε βιβλία, ήξερε ποιήματα, πρόστρεχε σε όσους είχαν πρόβλημα, έτρεχε να βοηθήσει με την αγγαρεία του να ανοίξει ο δρόμος για το χωριό τους, να χτιστεί η κοινόχρηστη βρύση, να κτιστεί το σχολείο. Ήταν ο ίδιος που έτρεχε να μεσολαβήσει σε ένα ζευγάρι που κινδύνευε με χωρισμό για να τους συνετίσει και που στο πανηγύρι έμπαινε στη μέση στους καυγάδες για αποτρέψει ένα μαχαίρωμα. Ήταν ένας …. πρακτικός κομμουνιστής. Αυτή η εντύπωση με οδήγησε στη βιβλιοθήκη του καλού μου σχολείου για τα περαιτέρω. Όχι το ανάποδο. Ποιος θα μπορούσε να πει το ίδιο για τους σημερινούς σοσιαλιστές και πολύ περισσότερο για τους διανοούμενος της αριστεράς που –έτσι μου φαίνεται- ξύνονται για πολεμικές και εξαφανίζονται όταν χρειαστεί να βάλουν χέρι με προσωπικό κόστος;

Για να κοντύνουμε τον λόγο. Οι διανοούμενοι ήταν ανέκαθεν και θα είναι το «άλας της γης» γενικά, και οι αριστεροί διανοούμενοι ασφαλώς οφείλουν να είναι το άλας της αλλαγής. Αν, ως φαίνεται, το άλας αυτό μωραίνεται πως θα πάνε μπροστά τα πράγματα;

.

Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.