Η πολιτισμική ρίζα της ελληνικής κρίσης

Πέτρος Παπασαραντόπουλος 10 Απρ 2017

Συζητώντας συχνά με φίλους που παρακολουθούν από το εξωτερικό την ελληνική κρίση, η πλέον συχνή ερώτηση είναι γιατί η ελληνική κρίση συνεχίζει να είναι διαρκής και έντονη. Γιατί, ενώ άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος) έχουν εξέλθει από την κρίση, η Ελλάδα συνεχίζει την περιδίνηση, με το Grexit να επανέρχεται συχνά στην πολιτική ατζέντα; Είναι τόσο δύσκολο να επιλυθεί το οικονομικό πρόβλημα της χώρας;

Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρηθεί μια απάντηση στο ερώτημα, που είναι αντίθετη στην παραδεδεγμένη σοφία πολλών αναλυτών. Θα επιχειρήσω να τεκμηριώσω την άποψη ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι πρωτίστως οικονομικό. Αντίθετα, εκείνο που εμποδίζει τη χώρα να εξέλθει από την κρίση είναι τα στερεότυπα, οι αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα που ηγεμονεύουν στη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Η ελληνική κρίση είναι πρωτίστως πολιτισμική και ανθρωπολογική.

 

Η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση το 2010 υπογράφοντας το πρώτο Μνημόνιο με τους δανειστές της, κουβαλώντας επί δεκαετίες ένα βαρύ φορτίο αντιλήψεων, την «καταστροφική ιδεολογία της Μεταπολίτευσης», η οποία είχε τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά:

* Την επικράτηση ενός ακραίου αντικοινωνικού συντεχνιασμού και ατομικισμού, όπου το γενικό συμφέρον της χώρας ήταν άγνωστη λέξη, με την κυριαρχία ομάδων συντεχνιακών συμφερόντων.

* Την πεποίθηση ότι η χώρα είναι διαρκές αντικείμενο επιβουλής από τους «κακούς ξένους» που απεργάζονται τον αφανισμό της.

* Τέλος, την απαξίωση της εργασίας ως κοινωνικής αυταξίας και την επικράτηση ενός διαδεδομένου πελατειακού συστήματος, όπου η αξιοκρατία εξαφανιζόταν μπροστά στην ισχύ των κομματικών διασυνδέσεων.

Με ένα τέτοιο φορτίο αντιλήψεων δεν είναι παράξενο ότι πολύ σύντομα επικράτησε στην πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας η ανορθολογική αντίληψη ότι για την ελληνική κρίση η ευθύνη έπρεπε να καταλογιστεί, και μόνο, στα Μνημόνια που η χώρα υπέγραψε με τους δανειστές της. Ο εξωφρενικός ισχυρισμός ότι για την ασθένεια φταίει το φάρμακο πολύ σύντομα ρίζωσε στην πλειονότητα των κατοίκων της χώρας και δημιούργησε το εύφορο έδαφος για την πολιτική εκτίναξη ακροαριστερών λαϊκιστών που είδαν την επιρροή τους να αυξάνει γεωμετρικά, και από ένα εκλογικά ασήμαντο γκρουπούσκουλο πριν από την κρίση, να σχηματίζουν κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015, με την υπόσχεση ότι με ένα άρθρο και έναν νόμο θα καταργήσουν τα Μνημόνια, αφού πρώτα τα σχίσουν τελετουργικά στο προαύλιο της ελληνικής Βουλής. Το «αντιμνημόνιο» ήταν ο νέος εθνικός μύθος, η παραμυθία μιας ολόκληρης κοινωνίας, που φαντασιωνόταν ότι υπήρχαν μαγικές συνταγές για την έξοδο από την κρίση. Ένας μύθος που διαπερνούσε οριζοντίως το κομματικό σύστημα, συνθλίβοντας την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς.

Η ακροαριστερή λαϊκιστική υπόσχεση, που χρειάστηκε να συμμαχήσει με τους δεξιούς λαϊκιστές των Ανεξάρτητων Ελλήνων για να σχηματίσει κυβέρνηση, σύντομα προσέκρουσε στην πραγματικότητα. Η εκβιαστική της αντίληψη προς τους δανειστές της χώρας δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι ρητορείες και οι ασυναρτησίες του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο, που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, σουρεαλιστικού χαρακτήρα, στο οποίο το ΟΧΙ επικράτησε του ΝΑΙ, σ’ ένα ερώτημα που κανείς δεν θυμάται πλέον, αλλά που ο συμβολισμός του ήταν εάν οι ψηφοφόροι είναι με τους καλούς Έλληνες ή με τους κακούς Ευρωπαίους. Ήταν ο θρίαμβος των στερεοτύπων επί της πραγματικότητας. Πολύ σύντομα, υπό την απειλή χρεοκοπίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητων Ελλήνων, υπέστειλε τη σημαία της σύγκρουσης και υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο με τους δανειστές, που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο και τέθηκε σε εφαρμογή τον Αύγουστο του 2015.

Παρά την κατάρρευση του «αντιμνημονίου», η ελληνική κοινωνία δεν κατάφερε να αποτινάξει τον ζυγό των στερεοτύπων. Δεν κατάφερε να οδηγηθεί σε μια νέα αυτογνωσία. Στη θέση της ηγεμονικής ιδεολογίας του «αντιμνημονίου» έχει εγκατασταθεί ένας τυφλός αντιευρωπαϊσμός που και πάλι διαπερνά οριζοντίως την ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, ένα ωστικό κύμα ανορθολογισμού σαρώνει τη χώρα. Πρωτόγονες θεωρίες συνωμοσίας, από μηχανής σωτήρες, τρισεκατομμυριούχοι που θα σώσουν τη χώρα (Αρτέμης Σώρρας), κοιτάσματα πετρελαίου αμύθητης αξίας που οι κακοί ξένοι προσπαθούν να μας τα πάρουν. Όλα αυτά εμποδίζουν την ελληνική κοινωνία να έλθει αντιμέτωπη με το αυτονόητο: για πολλά χρόνια η χώρα αυτή ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της, με δανεικά. Η παραγωγή της ήταν λιγότερη από την κατανάλωση. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι βιώσιμο. Ή το αλλάζεις, ή καταστρέφεσαι. Οι περισσότεροι Έλληνες, δέσμιοι των αντιλήψεων και των στερεοτύπων, δεν δέχονται αυτή τη διάγνωση. Κατά συνέπεια, αντιδρούν στην απαραίτητη θεραπεία. Συνεχίζουν να ελπίζουν ότι με ασπιρίνες θα καταπολεμήσουν τον καρκίνο.

Ακριβώς για τον λόγο αυτό είναι ανεπαρκής η αντίληψη που, θεωρώντας την Ελλάδα «αποτυχημένο κράτος», προτάσσει τη ριζική αναμόρφωση των θεσμών προκειμένου να γίνουν συμπεριληπτικοί (inclusive) και όχι εκμεταλλευτικοί (extractive). Η αντίληψη αυτή, που βασίζεται στο κλασικό έργο Why Nations Fail (Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη), των Νταρόν Ατζέμογλου και Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, υποτιμά το βάρος και το βάθος των αντιλήψεων και των στερεοτύπων στην ελληνική κοινωνία. Χρησιμοποιώ συχνά το ακόλουθο παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι δημιουργείται ένα νέο υπουργείο, με σαφείς αρμοδιότητες, πλήρες οργανόγραμμα και ολοκληρωμένη συγγραφή αρμοδιοτήτων (job description) για όλους τους εργαζόμενους. Εξοπλίζεται με τις πλέον σύγχρονες υποδομές, με υπερσύγχρονα δίκτυα υπολογιστών και στελεχώνεται από μερικές δεκάδες υπαλλήλων που στην πλειονότητά τους κουβαλούν όλα τα πολιτισμικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά που έχουν σκιαγραφηθεί ανωτέρω. Με αυτό το φορτίο αντιλήψεων, πολύ σύντομα θα συμβεί αυτό που έχει αποδώσει ποιητικά ο Τίτος Πατρίκιος στο βιβλίο του Ο Πειρασμός της Νοσταλγίας: Πώς γίνεται και κάθε ελληνικός δημόσιος χώρος, όσο ωραία φτιαγμένος, όσο καθαρός κι αν είναι στην αρχή, να παίρνει γρήγορα την όψη αίθουσας αναμονής ενός σταθμού των ΚΤΕΛ;

Με τα παραπάνω, δεν αρνούμαι την ανάγκη θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Το αντίθετο, τις θεωρώ αναγκαίες. Εάν όμως δεν προηγηθεί μια ριζική αλλαγή αντιλήψεων, οι θεσμικές αλλαγές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Εδώ ακριβώς είναι η στιγμή της πολιτικής. Το Πρωτείο της Πολιτικής, όπως υποστηρίζει η Σέρι Μπέρμαν. Μόνον εάν τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα εναντιωθούν με αποφασιστικότητα στους μύθους και τα στερεότυπα που αναφέραμε στο κείμενο αυτό, μόνον τότε η Ελλάδα έχει ελπίδες να εξέλθει από την κρίση. Αλλιώς θα αιωρείται στην περιδίνηση μιας διαρκούς κρίσης, σ’ ένα Catch-22, όπου κάθε προτεινόμενη λύση θα αποτελεί μέρος του προβλήματος.

Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας δυστυχώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει το εύρος του προβλήματος. Συνεχίζουν να πολιτεύονται με μισές και διστακτικές αλήθειες, ελπίζοντας ότι η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ θα τις οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην εκλογική νίκη. Δεν αντιλαμβάνονται ότι πριν από την κατάληψη της εξουσίας, πρέπει να ηγεμονεύσουν στο μυαλό των ανθρώπων, να επιχειρήσουν να αντιταχθούν στα στερεότυπα και τον ανορθολογισμό. Η αδυναμία τους να το αντιληφθούν επιτείνει το αδιέξοδο της χώρας.

Η χώρα χρειάζεται μια νέα αυτοεικόνα, μια νέα ελπίδα για το μέλλον της. Όσο κανείς δεν το προτείνει, η ελληνική κοινωνία θα περιστρέφεται περί τον εαυτό της και θα ανακυκλώνει τη μιζέρια της. Η πολιτική πρέπει να αποκτήσει ξανά τη μαγεία της, την ικανότητά της να εμπνέει τους ανθρώπους. Είναι άραγε αυτό εφικτό στην Ελλάδα της κρίσης;

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία του Τύπου, την Κυριακή 2 Απριλίου, στο ένθετο Ελεύθερο Πνεύμα.