Ένα τοξικό νέφος μίσους κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα στους δρόμους. Το νιώθουμε στις καθημερινές συναναστροφές μας.Το βιώνουμε μιλώντας με φίλους και γνωστούς, που έως πρόσφατα μοιραζόμασταν παρόμοιες απόψεις.
.
Όσοι επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε την κρίση με μετριοπάθεια, αναζητώντας απαντήσεις, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι έφταιξε, ερευνώντας και τις δικές μας ευθύνες, πολύ συχνά συναντάμε ανθρώπους με απόλυτες βεβαιότητες, που συνήθως συνοδεύονται από μίσος.
Για αυτή την κατηγορία των συμπολιτών μας πάντοτε φταίνε οι “άλλοι” για την κρίση. Η Μέρκελ, το μνημόνιο, οι πουλημένοι πολιτικοί, το “σύστημα”. Ειδικά για τους “μνημονιακούς” πολιτικούς, τους μισούν γιατί είναι προδότες, πουλημένοι, γερμανοτσολιάδες, εχθροί της πατρίδας, όργανα ξένων συμφερόντων. Το μόνο που τους αξίζει είναι κρεμάλες. Πίσσα και πούπουλα.
Εκείνο που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι αυτός ο λόγος του μίσους έχει αριστεροδέξια προέλευση. Κάποτε ήταν εύκολο σε μία πολιτική συζήτηση να διακρίνεις σε ποια πολιτική οικογένεια ανήκει ο συνομιλητής. Τώρα είναι σχεδόν αδύνατο. Ο φαιοκόκκινος εθνικολαϊκισμός είναι το νέο πνεύμα των καιρών.
Ο λόγος του μίσους αναπαράγεται σ’ ένα διαρκές σπιράλ. Λειτουργεί ως ναρκωτικό σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, τον πολλαπλασιάζουν λαϊκιστές πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης, εγκαθίσταται ως βεβαιότητα στον “κοινό νου” και αποκτά διαστάσεις αυτονοήτου.
Οι άνεργοι και η κρίση
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Η εύκολη απάντηση είναι ότι σε μια χώρα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους είναι φυσιολογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό το στερεότυπο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Εάν ίσχυε, τότε θα έπρεπε να παρατηρείται, λιγότερο ή περισσότερο, και στις υπόλοιπες χώρες σε κρίση και σε μνημόνιο. Στην Κύπρο, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, πουθενά δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο.
Επιπρόσθετα, εάν ίσχυε, τότε οι άνεργοι συμπολίτες μας θα έπρεπε να υπερεκπροσωπούνται στα κόμματα που αναπαράγουν και διαχέουν συστηματικά τον λόγο του μίσους. Στη Χρυσή Αυγή, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Σε μια χώρα με 30% ανέργους, οι άνεργοι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι μόλις το 17% του συνόλου των ψηφοφόρων της, σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση της GPO. Παρόμοια υποεκπροσώπηση παρατηρείται και στα υπόλοιπα “αντισυστημικά” και αντιμνημονιακά κόμματα.
Μία απόπειρα εξήγησης
Αντίθετα, ο λόγος του μίσους συναντιέται συχνά σε αυτό που συμβατικά αποκαλούμε “μέση τάξη”. Στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους αυτοαπασχολουμένους επιστήμονες, στη δημοσιοϋπαλληλική τάξη. Κοινό χαρακτηριστικό του μεγαλύτερου μέρους αυτής της τάξης είναι το προστατευμένο καθεστώς που απολάμβαναν επί δεκαετίες. Ακριβώς για αυτό το λόγο αντιδρούν, μέχρις εσχάτων, σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης που θίγει έστω και ελάχιστα από τα κεκτημένα τους. Φαντασιώνονται ότι μπορούν να διατηρήσουν τα σοβιετικού τύπου προνόμια που απολάμβαναν και αδυνατούν να κατανοήσουν ότι το προστατευτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι βιώσιμο. Είναι οι προνομιακοί δέκτες και πολλαπλασιαστές του λόγου του μίσους.
Από τη στιγμή που υπάρχει ο προστατευτικός βιότοπος για την πολιτική του μίσους, οι λαϊκιστές δεν έχουν κανένα δισταγμό να καλλιεργήσουν το εύφορο έδαφος, να υποσχεθούν στους πάντες τα πάντα και να γίνουν η ηχώ της φωνής του μίσους. Το ότι η πολιτική του μίσους οδηγεί στο μίσος για την ίδια την πολιτική, ελάχιστα τους απασχολεί. Ο λόγος του μίσους είναι ο προθάλαμος για την αποδοχή της πολιτικής βίας και για τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ο εκτσογλανισμός της ελληνικής κοινωνίας στον οποίο πρόσφατα αναφέρθηκε πολιτικός αρχηγός είναι πταίσμα μπροστά στο συνολικότερο πρόβλημα.
Εδώ βρίσκεται ένα κορυφαίο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης. Σε άλλες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα σε άλλες εποχές, σε συνθήκες κρίσης, η μέση τάξη ήταν η κοινωνική ομάδα που σήκωνε το βάρος της ανασυγκρότησης της χώρας και της κοινωνίας. Στην παρούσα κρίση είναι το βαρίδι της ανασυγκρότησης, δίνοντας μια, μέχρις εσχάτων, μάχη για τη διατήρηση των προνομίων της, επιστρατεύοντας ανορθολογικές συμπεριφορές που δεν προτείνουν τίποτα το συγκεκριμένο.
Όσο ο λόγος του μίσους κυριαρχεί στην πολιτική και την κοινωνική ζωή, η πιθανότητα διάσωσης της χώρας θα μοιάζει με μακρινή προοπτική.