Εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο από έναν κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού και του πολιτικού εξτρεμισμού, τον Cas Mudde (στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη» και σύντομα πρόκειται να κυκλοφορεί «Ο λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική»).
.
.
Ο Mudde υποστηρίζει ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ διογκώνουν την απειλή των ευρωσκεπτικιστών. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η απειλή αυτή είναι δευτερεύουσα, δεδομένου ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η εκλογική επιρροή των ευρωσκεπτικιστών και των λαϊκιστών είναι περιορισμένη. Εδράζει το επιχείρημά του στο ότι «πρώτον, ‘οι ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις’ εκπροσωπούνται στα εθνικά κοινοβούλια μόνο στα μισά περίπου κράτη-μέλη της ΕΕ, ανάλογα εν μέρει με την ερμηνεία των όρων. Δεύτερον, ενώ έχουν μεγαλύτερη επιρροή ακόμα και από αυτήν που είχαν τη μεταπολεμική εποχή, ακόμα συνιστούν κοινοβουλευτικές μειονότητες στις περισσότερες χώρες, με καμία ουσιαστικά εκπροσώπηση στις εθνικές κυβερνήσεις».
.
.
Ο συγγραφέας εξαιρεί από αυτή τη διαπίστωση την Ελλάδα, για την οποία θεωρεί ότι «δεν είναι Ευρώπη». Η θέση του είναι ότι «παρόλο που θεωρώ ότι η μεγάλη υποστήριξη ακραίων κομμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή και, σε κάποιο βαθμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), στέλνει προειδοποιητικά σημάδια αληθινά αντιδημοκρατικών αισθημάτων στην κοινωνία, πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Πρώτον, αυτά τα δύο ακραία κόμματα προσέλκυσαν περίπου το 10 τοις εκατό του ελληνικού λαού στις εκλογές του Ιουνίου του 2012! Ακόμα και στις πιο ευνοϊκές για αυτά δημοσκοπήσεις, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων εξακολουθεί να υποστηρίζει δημοκρατικά κόμματα, ακόμα και αν αυτά μπορεί να είναι ευρωσκεπτικιστικά. Δεύτερον, η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη. Όχι τώρα και όχι στο (κοντινό) μέλλον! Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν πάντα ένα ‘έκτοπο’ (outlier), ακόμα και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Νότου, τόσο ως προς τη δύναμη των ‘ακραίων και λαϊκιστικών δυνάμεων’ όσο και ως προς τις αποτυχίες του δημοκρατικού κράτους. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι μαζικές πολιτικές διαμαρτυρίες στην Πορτογαλία και την Ισπανία οργανώθηκαν κυρίως από ομάδες καθαρά υπέρ της δημοκρατίας και συχνά υπέρ της Ευρώπης (δηλαδή της ΕΕ), και οι ‘ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις’ έπαιξαν πολύ μικρό ρόλο στις εκλογές».
.
.
Σε ότι αφορά στην αντιγερμανική υστερία που εκδηλώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κορυφαία την Ελλάδα, παρατηρεί: «Ας δούμε πώς συμπεριφέρθηκε η Γερμανία στο ευρωπαϊκό περιβάλλον τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Γερμανία ενέκρινε κάθε περίπτωση διάσωσης (bailout) μέλος-κράτους της ΕΕ με ευρείες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, και έχει ήδη επενδύσει σχεδόν 500 εκατομμύρια ευρώ σε διάφορα μέτρα διάσωσης και σταθερότητας. Όχι ακριβώς ένας νέοςSonderweg (ειδικό μονοπάτι). Και η τόσο μοχθηρή Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel έχει διακηρύξει την αταλάντευτη στήριξή της στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με επιπλέον εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης».
.
.
Ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί.
.
Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά στο Open Democracy
.
Δημοσιεύεται μεταφρασμένο στη Μεταρρύθμιση με την άδεια του συγγραφέα.
.
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
.
.
.
Η εμπορία του φόβου από τις πολιτικές ελίτ δεν είναι κάτι καινούργιο. Στην πραγματικότητα, σημαντικοί πολιτικοί στοχαστές, από τον Μακιαβέλλι μέχρι τον Σμιτ, έχουν υποστηρίξει ότι η δημιουργία αντιπαραθέσεων και φόβου συνιστά την ουσία της πολιτικής. Χιλιάδες άρθρα έχουν γραφτεί για την «πολιτική του φόβου» για τους «άλλους» τις τελευταίες δεκαετίες. Ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, έχουν επισημάνει τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν δημιουργήσει στερεοτυπικές εικόνες για τους (κυρίως μουσουλμάνους) μετανάστες –ως ομοιογενείς, φονταμενταλιστές, αντι-δυτικούς ή προ-νεωτερικούς, αυταρχικούς, βίαιους, κλπ– και υπερέβαλαν στους ισχυρισμούς τους για ένα ζοφερό μέλλον –όταν οι μιναρέδες θα έχουν αντικαταστήσει τα καμπαναριά, οι μουσουλμάνοι θα αποτελούν την πλειονότητα που καταπιέζει τις «γηγενείς» μειονότητες, κλπ.
.
Όμως ένα άλλο είδος εμπορίας του φόβου από τις ευρωπαϊκές ελίτ δεν έχει δεχτεί σχεδόν καμία επίκριση και δεν έχει μελετηθεί, μέχρι στιγμής. Αναφέρομαι εδώ στη μακροχρόνια προειδοποίηση της ελίτ της ΕΕ για τις φερόμενες απειλές από τους αποκαλούμενους ως «αντι-ευρωπαίους», που κυρίως σημαίνει ευρωσκεπτικιστές. Αυτό που διακυβεύεται εδώ δεν είναι απλώς οι (φανταστικές) εθνικές κοινότητες ή τα κράτη της Ευρώπης, αλλά η (φανταστική) ευρωπαϊκή κοινότητα και κράτος, που αποκτά υλική υπόσταση μέσα από την ΕΕ. Αυτή η πολιτική του φόβου ακολουθεί τον ίδιο μηχανισμό με αυτούς που περιγράφηκαν παραπάνω: οι αντίπαλοι αποκτούν υπόσταση και ομοιογένεια, ενώ το μέλλον παρουσιάζεται ζοφερό (μπορεί, βέβαια, να αποφευχθεί μόνο αν ακολουθήσουμε τις πολιτικές της ελίτ). Οι ευρωσκεπτικιστές είναι «αντι-ευρωπαίοι λαϊκιστές», «εθνικιστές», ή ακόμα «αντι-δημοκράτες», ενώ προμηνύεται ένα μέλλον πολιτικής κρίσης ή ακόμα και πολέμου. Η πιο ανησυχητική δήλωση σε αυτή τη μακρά παράδοση προήλθε την περασμένη εβδομάδα από τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, Jean-Claude Juncker. Σε μια συνέντευξή του στο Der Spiegel, ο τώρα πρώην επικεφαλής του Euro Group είπε: «Προσωπικά τρομάζω από την ομοιότητα των καταστάσεων στην Ευρώπη του 2013, με αυτές πριν από 100 χρόνια.»
.
Τι εννοεί ο Juncker; Σε τι αφορά η προειδοποίηση της ελίτ της ΕΕ; Είτε γίνεται αναφορά στο 1913 είτε στο 1933, το μήνυμα είναι το ίδιο: η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι στο χείλος μιας τεράστιας πολιτικής κρίσης στην καλύτερη περίπτωση, και ενός ευρωπαϊκού πολέμου στη χειρότερη! Τον Ιούνιο του 2010, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jose Manuel Barroso προειδοποίησε ότι η δημοκρατία θα μπορούσε να «καταρρεύσει» στη νότια Ευρώπη, ενώ ο πρόεδρος της ΕΕ Herman van Rompuy τακτικά προειδοποιεί για τους «ανέμους του λαϊκισμού», που θεωρεί ότι συνιστούν τη μέγιστη απειλή για την Ευρώπη.
.
Η οικονομική κρίση ενέτεινε το Λόγο της απειλής ενός ευρωπαϊκού πολέμου. Τα τελευταία χρόνια υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι πολιτικοί αξιωματούχοι (μεταξύ των οποίων ο Βρετανός υπουργός Βιομηχανίας Vince Cable, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel και ο Πολωνός υπουργός Οικονομίας Jacek Rostowski) προειδοποιούν για την απειλή πολέμου σε περίπτωση κατάρρευσης του ευρώ. Παρόλο που αυτές οι προειδοποιήσεις ακούγονται πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι κάτι καινούργιο στην εποχή της κρίσης. Για παράδειγμα, κατά την ολλανδική εκστρατεία την περίοδο του ευρωπαϊκού δημοψηφίσματος του 2005, ο υπουργός των Οικονομικών Laurens Jan Brinkhorst προειδοποίησε ότι αν ο ολλανδικός λαός απέρριπτε το Ευρωπαϊκό «Σύνταγμα», θα «χανόταν το φως» στην Ολλανδία.
.
Από οικονομική άποψη οι ομοιότητες μεταξύ 1933 και 2013 έχουν κάποιο νόημα. Ενώ η διάρθρωση των εθνικών οικονομιών και της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αλλάξει θεμελιωδώς τον τελευταίο αιώνα, και στις δύο περιόδους μια τραπεζική κρίση προκάλεσε παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία πλήττει την Ευρώπη (τμήμα της) με ιδιαίτερη ένταση.
.
Ωστόσο, από πολιτική άποψη, οι ομοιότητες είναι πολύ πιο ασαφείς. Ενώ είναι αλήθεια ότι «Από την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις δεν είχαν τόση επιρροή στα εθνικά κοινοβούλια όση έχουν σήμερα», όπως δήλωσε πρόσφατα η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Cecilia Malmstrom, αυτό αποτελεί μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Πρώτον, «οι ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις» εκπροσωπούνται στα εθνικά κοινοβούλια μόνο στα μισά περίπου κράτη-μέλη της ΕΕ, ανάλογα εν μέρει με την ερμηνεία των όρων. Δεύτερον, ενώ έχουν μεγαλύτερη επιρροή ακόμα και από αυτήν που είχαν τη μεταπολεμική εποχή, ακόμα συνιστούν κοινοβουλευτικές μειονότητες στις περισσότερες χώρες, με καμία ουσιαστικά εκπροσώπηση στις εθνικές κυβερνήσεις.
.
Αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι ενώ η (φιλελεύθερη) δημοκρατία δεν είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας τόσο των ευρωπαϊκών ελίτ όσο και των λαών κατά τις πρώτες δεκαετίας του 20ού αιώνα, σήμερα το δημοκρατικό ιδεώδες αληθινά κυριαρχεί. Στην πραγματικότητα, ενώ το 1933 πολλές από τις ελάχιστες δημοκρατικές χώρες κυβερνούνταν από απρόθυμους δημοκράτες και δέχονταν προκλήσεις από πραγματικούς αντι-δημοκράτες, σήμερα τόσο το κατεστημένο όσο και οι βασικοί αντίπαλοί του είναι βασικά δημοκράτες, και οι τελευταίοι είναι στην καλύτερη περίπτωση απρόθυμοι φιλελεύθεροι. Επιπλέον, ως συνέπεια της, ομολογουμένως άνισης, ανάπτυξης των κρατών πρόνοιας σε όλη την Ευρώπη, οι οικονομικές δυσκολίες που βιώνει ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης, παρόλο που είναι σκληρή και απάνθρωπη σε πολλές περιπτώσεις, απαλύνονται από μέτρα πρόνοιας που αποτρέπουν την απόλυτη φτώχεια για τους περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες.
.
Όμως τι συμβαίνει με την Ελλάδα; Εδώ οι «αντι-ευρωπαίοι λαϊκιστές» (Monti) κέρδισαν σχεδόν τις μισές ψήφους στις (πρώτες) εκλογές του 2012, η ανεργία βρίσκεται στα επίπεδα των αρχών του 20ού αιώνα –ή ακόμα υψηλότερα–, η φτώχεια πραγματικά απειλεί τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων, και η πολιτική βία της Αριστεράς και της Δεξιάς αποτελεί σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου πραγματικά «εκλέχθηκαν νεο-ναζί» (Malmstrom) στο κοινοβούλιο –ενδεχομένως θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και το Jobbik στην Ουγγαρία.
.
Παρόλο που θεωρώ ότι η μεγάλη υποστήριξη ακραίων κομμάτων, όπως η Χρυσή Αυγή και, σε κάποιο βαθμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), στέλνει προειδοποιητικά σημάδια αληθινά αντιδημοκρατικών αισθημάτων στην κοινωνία, πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Πρώτον, αυτά τα δύο ακραία κόμματα προσέλκυσαν περίπου το 10 τοις εκατό του ελληνικού λαού στις εκλογές του Ιουνίου του 2012! Ακόμα και στις πιο ευνοϊκές για αυτά δημοσκοπήσεις, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων εξακολουθεί να υποστηρίζει δημοκρατικά κόμματα, ακόμα και αν αυτά μπορεί να είναι ευρωσκεπτικιστικά. Δεύτερον, η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη. Όχι τώρα και όχι στο (κοντινό) μέλλον! Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν πάντα ένα «έκτοπο» (outlier), ακόμα και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Νότου, τόσο ως προς τη δύναμη των «ακραίων και λαϊκιστικών δυνάμεων» όσο και ως προς τις αποτυχίες του δημοκρατικού κράτους. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι μαζικές πολιτικές διαμαρτυρίες στην Πορτογαλία και την Ισπανία οργανώθηκαν κυρίως από ομάδες καθαρά υπέρ της δημοκρατίες και συχνά υπέρ της Ευρώπης (δηλαδή της ΕΕ), και οι «ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις» έπαιξαν πολύ μικρό ρόλο στις εκλογές.
.
Πολλοί έμποροι του φόβου παρουσιάζουν τη Γερμανία ως τον βασικό υπαίτιο της έλλειψης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και, επομένως (κατά την άποψή τους), την απειλή ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου. Σχεδόν δικαιολογώντας τα άγρια, και πολλές φορές βίαια, αντι-γερμανικά αισθήματα στη νότια Ευρώπη, ο Juncker είπε: «Ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι Γερμανοί πολιτικοί εξαπέλυσαν επίθεση στην Ελλάδα όταν η χώρα βυθιζόταν στην κρίση άφησε βαθιές πληγές εκεί.» Στο ίδιο πλαίσιο, οι ακαδημαϊκοί Niall Ferguson και Nouriel Roubini, που πρόθυμα φιλοξενήθηκαν οι απόψεις τους σε φιλοευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, προειδοποίησαν ότι η Γερμανία, «θα ήταν καλό να θυμάται πώς μια ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση δύο χρόνια πριν το 1933 συνέβαλε άμεσα στην κατάρρευση της δημοκρατίας όχι μόνο στη χώρα τους αλλά σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.»
.
Ας δούμε πώς συμπεριφέρθηκε η Γερμανία στο ευρωπαϊκό περιβάλλον τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Γερμανία ενέκρινε κάθε περίπτωση διάσωσης (bailout) μέλος-κράτους της ΕΕ με ευρείες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, και έχει ήδη επενδύσει σχεδόν 500 εκατομμύρια ευρώ σε διάφορα μέτρα διάσωσης και σταθερότητας. Όχι ακριβώς ένας νέος Sonderweg (ειδικό μονοπάτι). Και η τόσο μοχθηρή Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel έχει διακηρύξει την αταλάντευτη στήριξή της στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με επιπλέον εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Στην πραγματικότητα, κατά διαστήματα ακουγόταν σαν ένας από τους εμπόρους του φόβου: «Κανένας δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένα άλλα 50 χρόνια ειρήνης και ευημερίας στην Ευρώπη. Δεν είναι δεδομένα. Γι’ αυτό λέω: Αν το ευρώ αποτύχει, αποτυγχάνει η Ευρώπη,» είπε η Merkel, και δέχτηκε το παρατεταμένο χειροκρότημα από όλες τις πολιτικές ομάδες. Μετά βίας ένας σύγχρονος Αδόλφος Χίτλερ!
.
Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία, σε εθνικό επίπεδο ή επίπεδο ΕΕ, απειλείται είτε από τις εθνικές ελίτ είτε από τις μάζες. Ενώ τα κόμματα διαμαρτυρίας καταγράφουν ποσοστά ρεκόρ σε αρκετές εθνικές εκλογές, πολλά από αυτά τα κόμματα, ακόμα και τα ονομαζόμενα λαϊκιστικά, είναι μεταρρυθμιστικά παρά επαναστατικά, τόσο ως προς την εθνική δημοκρατία όσο και ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στην πραγματικότητα, η πραγματική απειλή για τους εμπόρους του φόβου της ΕΕ δεν προέρχεται από τους αληθινούς αντι-δημοκράτες ή αντι-ευρωπαίους (με την περιορισμένη έννοια της ΕΕ), αλλά από δημοκράτες ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι θέλουν να μεταμορφώσουν θεμελιωδώς, και όχι να καταργήσουν, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Juncker το παραδέχτηκε όταν είπε: «Βέβαια οι πολιτικοί θα πρέπει να σέβονται τη βούληση του λαού όσο το δυνατό περισσότερο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι ευρωπαϊκές συνθήκες.» Όταν ρωτήθηκε αν αυτό αφορά και στις πολιτικές στις οποίες είναι αντίθετη η πλειονότητα του λαού, διευκρίνισε: «Αυτό σημαίνει, αν παραστεί ανάγκη, ότι πρέπει να επιδιώκουν τις σωστές πολιτικές, ακόμα και αν πολλοί ψηφοφόροι πιστεύουν ότι είναι λανθασμένες.»
.
Είναι ακριβώς αυτή η μορφή «φωτισμένου ευρωπαϊσμού» που συνιστά τον αληθινό κίνδυνο τόσο για την εθνική δημοκρατία όσο και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σήμερα. Αναγκάζοντας τις εθνικές κυβερνήσεις να συνεχίσουν σε ένα μονοπάτι ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που δεν υποστηρίζεται, όχι πλέον, από την πλειονότητα του πληθυσμού, θρέφουν και ριζοσπαστικοποιούν αντι-δημοκτρατικά και αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα. Έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού, η ελίτ της ΕΕ ολοένα και περισσότερο περιορίζει τις ήδη περιορισμένες λεωφόρους για τον δημοκρατικό λαϊκό έλεγχο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κυρίως πιέζοντας τα εθνικά κοινοβούλια να μην διεξάγουν δημοψηφίσματα για σημαντικές αποφάσεις της ΕΕ –όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας, κλπ. Είναι σημαντικό ότι αυτό δεν βλάπτει μόνο τη δημοκρατική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία άλλωστε δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή, αλλά με αργό ρυθμό διαβρώνει, επίσης, τη δημοκρατική βάση των κρατών-μελών της. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προκαλεί φόβο!