Ο Υπουργός Πολιτισμού μας «έθιξε» τον μοντερνισμό
Μια ημερίδα άρκεσε για να ξεκινήσει μια πολεμική για το «λεχθέν», το μη «λεχθέν», την Ιστορία της Τέχνης, τις επιθυμίες μας αλλά και τις φοβίες μας. Πού ξεκίνησε η «πολεμική»; Μα, φυσικά, στον κατεξοχήν δημόσιο χώρο που ο καθείς, καθεμία περιφέρει την άποψή του, την ημιμάθειά του αλλά και τη γνώση του: στα κοινωνικά δίκτυα. Μας «έθιξε» τον μοντερνισμό. Ποιος; Μα, φυσικά, ο Υπουργός Πολιτισμού, που όλως διόλου τυχαία είναι από τους μοναδικούς υπουργούς πολιτισμού που έχει γνώση και άποψη για την τέχνη. Πρόσβαλε τον μοντερνισμό, «διέγραψε» την Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα, τη θεωρητική αλλά την πλαστική εξέλιξη του αντικειμένου-έργου, του παριστάμενου αλλά και την αυτονομία του.
Όλα αυτά τα αφοριστικά συμπεράσματα, άνευ ιδιαίτερου κόπου γνώσης, χωρίς ανάγνωση του πλαισίου στο οποίο διατυπώθηκε ο λόγος, χωρίς την ιστορική αναδρομή στο κείμενο που είχε συνταχθεί πριν εννιά χρόνια. Χωρίς τη στοιχειώδη γνώση ότι το κείμενο αφορούσε σκέψεις του, συζήτηση που διαδραματίσθηκε στο «άνδρο» της υπερπαραγωγής της καταναλωτικής τέχνης. Εκεί, δηλαδή, που ουκ ολίγοι από εμάς δικάζαμε και καταδικάζαμε την άνευ όρων προώθηση μιας σύγχρονης τέχνης που εξυπηρετεί τους ολίγους… Που παγιδεύει μια τέχνη αλλά και τους καλλιτέχνες στο να ακολουθήσουν, χωρίς καμία άλλη ζύμωση, τη «διεθνή» σκηνή, χωρίς προσωπική αναζήτηση, χωρίς έρευνα, χωρίς ιστορία μετουσιωμένη σε προσωπικό δείγμα γραφής. Το ότι συνεχίζουμε να αναπαράγουμε μοντέλα, να τα εισαγάγουμε χωρίς καμία περαιτέρω έρευνα δεν μας απασχολεί. Το ότι έχουμε καλλιτέχνες στους οποίους αρκεί μια διαμονή στην αλλοδαπή ώστε στη συνέχεια να υιοθετήσουν μια γραφή-αντιγραφή, χωρίς καμία αναζήτηση αλλά ένα εύκολο copy-paste δεν μας απασχολεί, αντίθετα το εκθειάζουμε, πανηγυρίζουμε για την άνεση με την οποία οι διπλωματικές εργασίες φοιτητών στην αλλοδαπή καταλήγουν να είναι, με λίγο τοπικά ιδιώματα, έργα τέχνης και μάλιστα εξαγώγιμα, δεν μας ενοχλεί η μετριότητα που αναγάγεται σε έργο- σταθμός στο οποίο «παραδινόμαστε» γιατί απλά κάποιοι άριστοι δεξιοτέχνες των ΜΜΕ αποφάσισαν να το αναδείξουν σε έργο τέχνης.
«Προβάλλω μια εκτίμησή μου, μάλλον μια αίσθηση: Οι καλλιτέχνες πρέπει να ξαναθέσουν ζητήματα που θεώρησε ληγμένα ο μοντερνισμός: την αναπαράσταση, την αφήγηση, το κάλλος, το έμμορφο» ανέφερε ο Ξυδάκης, εκεί στον «ναϊσκο» της ποπ, του καταναλωτικού, δηλαδή, αντικειμένου, την ποπ την οποία ο Greenberg τη θεωρούσε το τέλος της τέχνης. Και το αποτέλεσμα; Οι λέξεις «εκτίμηση», «αίσθηση» διαγράφονται από το πλαίσιο, δεν έχει το δικαίωμα. Το «ξαναθέτω» δεν υφίσταται ως προτροπή αλλά και ανάγνωση, λάτρεις, βλέπετε, όλοι εμείς της «αφαίρεσης» (sic) ή του μοντερνισμού προσβληθήκαμε από την ακύρωση. Ποια ακύρωση; Αυτή που επήλθε μέσα από τη λέξη «μάνα»; Όχι από τα ερωτήματα-διαπιστώσεις περί μη συναναστροφής των εννοιακών καλλιτεχνών με άλλους καλλιτέχνες αλλά ούτε και για τη μη ώσμωση ζωγράφων, ποιητών, φιλοσόφων, όπως τότε στο μακρινό 1900 ή 1930 στην Ελλάδα ή ακόμα καλύτερα στην Αναγέννηση. Δεν μετερμηνεύουμε ότι ίσως πρόκειται για προτροπή αναζήτησης μιας διαδικασίας η οποία σε άλλες δεκαετίες αποτέλεσε τη φυσική εξέλιξη μιας έρευνας, κατέστη η αρχή πρωτοποριών, ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες στην Ιστορία της Τέχνης φλέρταραν με την αναπαράσταση-παράσταση που έγινε εργαλείο διαμαρτυρίας, κατέληξαν στη μη-αντικειμενική τέχνη γνωρίζοντας την «αντικειμενική», μετουσίωσαν τα τοπικά ιδιώματα σε διεθνή εικαστική γλώσσα.
Δεν μας ενδιαφέρει ότι η συζήτηση αφορούσε την τέχνη και την πολιτική ή την πολιτική της τέχνης. Δεν έχουμε να αντιπαραθέσουμε παρά απαξίωση…