Ήδη είναι εμφανές και όσο προχωρούμε προς το μέλλον, θα γίνεται όλο και περισσότερο, ότι η πολιτική ως λειτουργία, που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την κοινωνική δυναμική, κινείται στα όρια της. Η πραγματικότητα γίνεται συνεχώς πιο δύσκολα διαχειρίσιμη, ενώ ο σχεδιασμός της μελλοντικής πορείας των κοινωνιών εμπεριέχει αρκετά υψηλό ποσοστό διακινδύνευσης.
Αυτό αφορά στο σύνολο των χωρών, οι οποίες συγκροτούν την παγκόσμια κοινότητα, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης τους και την ποιότητα ζωής των κοινωνιών τους. Τα αίτια έχουν σχέση με τον υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης των κοινωνιών σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης τους.
Οι παράγοντες, που ωθούν την πολιτική στην εξάντληση των ορίων της, είναι πολυδιάστατοι και σχετίζονται τόσο με την ανθρώπινη λειτουργία όσο και με τα μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιεί στο σχεδιαστικό πεδίο.
Βέβαια υπάρχει και ο τομέας της εφαρμογής του σχεδιασμού, ο οποίος επίσης δημιουργεί προβλήματα, διότι η λειτουργικότητα του εξαρτάται από την δυναμική, που μπορεί να δρομολογήσει στην ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα, την οποία στοχεύει να μετασχηματίσει.
Κατ`αρχήν οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν σε μέτρα, τα οποία δρομολογούν αλλαγές στα διάφορα κοινωνικά συστήματα τόσο σε σχέση με τις δομές τους όσο και σε σχέση με τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους πολίτες. Στόχος τους είναι η βελτίωση της λειτουργικότητας τους, χωρίς να προκαλούνται οικονομικές επιβαρύνσεις, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τις συστημικές ισορροπίες.
Για παράδειγμα η πολιτική στον τομέα της υγείας σε συνδυασμό με την αντίστοιχη στον οικονομικό και παραγωγικό τομέα. Ακόμη και σε χώρες με ανεπτυγμένη κοινωνική πολιτική το κόστος της κάλυψης των αναγκών του συστήματος υγείας δεν υπερβαίνει τα προκαθορισμένα οικονομικά του όρια, όσο και αν ο τομέας της παραγωγής προκαλεί βλάβες στους εργαζόμενους, οι οποίες χρειάζονται ιατρική αντιμετώπιση.
Το ίδιο ισχύει και γενικότερα για τους πολίτες, οι οποίοι υφίστανται τις επιπτώσεις της ρύπανσης του περιβάλλοντος από την βιομηχανία ή τα αέρια, που εκπέμπουν τα αυτοκίνητα.
Η πολιτική, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν ισορροπεί λειτουργικά τους διάφορους τομείς με σημείο αναφοράς πάντα τον άνθρωπο και τις βασικές του ανάγκες. Αυτή η αδυναμία δημιουργεί κινδύνους για την βιωσιμότητα του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς όμως να διαφαίνεται στον ορίζοντα εναλλακτική πρόταση.
Ταυτοχρόνως αρχίζει να γίνεται επίσης εμφανές, ότι διαμορφώνονται συνθήκες ανισορροπίας σε πλανητικό επίπεδο από την αδυναμία της πολιτικής, όπως σχεδιάζεται και εφαρμόζεται μέχρι τώρα. Ενώ η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας κυριάρχησαν και οριοθέτησαν στο μέγιστο βαθμό την πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο με επιπτώσεις στη ζωή όλων των ανθρώπων, η πολιτική δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί την ανάπτυξη και την ευημερία με δίκαιο και επωφελή τρόπο για όλους.
Το αποτέλεσμα είναι να εκμεταλλεύονται οι ανεπτυγμένες κοινωνίες του Βορρά τις χώρες του Νότου με την αξιοποίηση των φυσικών τους πόρων και να δημιουργούνται οι ευημερούσες κοινωνίες στο Βορρά, ενώ στο Νότο ευδοκιμεί η φτώχεια και η πείνα.
Συμπληρωματικά, εάν λάβουμε υπόψη και τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (ακραία καιρικά φαινόμενα, ξηρασίες, πλημμύρες) στην αγροτική παραγωγή καθώς και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από το Νότο προς το Βορρά, τότε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα για την αδυναμία της πολιτικής, όπως οριοθετείται σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλεξάρτηση των κοινωνιών να σχεδιάσει και να υλοποιήσει προγράμματα, τα οποία δεν αυξάνουν τους κινδύνους σε βάθος χρόνου, αλλά παγιώνουν την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία.
Αυτό γίνεται κατανοητό, εάν ληφθεί υπόψη, ότι η αρνητική δραστηριοποίηση των κοινωνιών σε σχέση με το περιβάλλον έχει επιπτώσεις στον πλανήτη και όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο.
Η κλιματική αλλαγή, ως παράγωγο της ρύπανσης του περιβάλλοντος, πλήττει το σύνολο των χωρών. Οι επιπτώσεις μάλιστα δεν περιορίζονται στα ακραία καιρικά φαινόμενα, τις ξηρασίες και τις πλημμύρες, αλλά άπτονται της παραγωγικής δραστηριότητας και της διατήρησης της ειρήνης σε περιφερειακό επίπεδο προς το παρόν.
Ιδιαιτέρως η Αφρική υφίσταται με έντονο τρόπο τις παρενέργειες της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με έρευνα για την σχέση μεταξύ αυτής και των ένοπλων συγκρούσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε με ευθύνη του Potsdam-Instituts fur Klimafolgenforschung (PiK), από το 1980 έως το 2010 καταγράφονται πιο συχνά ένοπλες συγκρούσεις σε περιοχές, που πλήττονται από φυσικές καταστροφές.
Ιδιαιτέρως στην Β. και στην Κ. Αφρική οι συγκρούσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το 1980, σε ποσοστό 23% οφείλονται σε αιτίες, που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Γι’ αυτό είναι πολύ κατανοητές οι ανησυχίες, που παρατηρούνται σε διεθνές επίπεδο, λόγω της περιβαλλοντικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής μετά την εκλογή του Donald Trump στο αξίωμα του προέδρου και των επιλογών του τόσο στη στελέχωση σημαντικών υπουργείων με σκεπτικιστές υπουργούς σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, όσο και στην μέχρι τώρα εξαγγελία επικίνδυνων πολιτικών, όπως στον τομέα της ενέργειας.
Με όλα αυτά τα δεδομένα το παγκόσμιο τοπίο αποκτά όχι μόνο πολύ μεγάλη ρευστότητα αλλά και επικινδυνότητα. Δεν είναι πρόβλημα μόνο η αδυναμία πολιτικού σχεδιασμού σε συνθήκες παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Η πραγματικότητα πλέον εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και δημιουργεί την ανάγκη πολύ πιο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ώστε να προλαμβάνονται επικίνδυνες ανατροπές.
Οπότε γεννάται το ερώτημα, εάν το πολιτικό σύστημα διαθέτει τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία και ανάλογο πολιτικό προσωπικό για να καταστεί εφικτή η σχεδίαση λειτουργικής πολιτικής. Μέχρι τώρα η πραγματικότητα πιστοποιεί την αδυναμία τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της πολιτικής να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.
Πρέπει να επισημανθεί, ότι προϋπόθεση για την αξιοποίηση του κατάλληλου μεθοδολογικού εργαλείου είναι ο επαναπροσδιορισμός του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής λειτουργίας με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και τις βασικές του ανάγκες, ανεξάρτητα από την εθνική του ταυτότητα. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει και το κοινωνικό συμφέρον και όχι η λειτουργικότητα των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, δημόσια διοίκηση, ασφαλιστικό κ.λ.π.) και η οικονομική τους απόδοση για την συσσώρευση πλούτου στα χέρια μιας ολιγάριθμης οικονομικής ελίτ.
Τέλος η βιωσιμότητα του πλανήτη αποτελεί προϋπόθεση για όλα τα άλλα.
Όλες οι χώρες της παγκόσμιας κοινότητας πρέπει να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι κοινωνίες πρέπει να συνειδητοποιήσουν τα νέα δεδομένα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Δεν είναι εύκολο, διότι η δυναμική της εξέλιξης κινείται με μεγάλη ταχύτητα και δημιουργεί σύνθετες καταστάσεις, δύσκολα κατανοητές από τους απλούς πολίτες.
Το πολιτικό σύστημα και οι δομές της κοινωνίας πολιτών έχουν μεγάλη ευθύνη, διότι πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας.
Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι πολύ προβληματική. Η κοινωνία δεν διαθέτει δυναμικές δομές, ενώ αδυνατεί να απαλλαγεί από τις παθογένειες της. Το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται ανεπαρκές. Προτιμά αυτάρεσκα να ασχολείται με τον εαυτό του και μάλιστα με πολύ χαμηλού επιπέδου επικοινωνιακό λόγο. Οι διάλογοι στη Βουλή το επιβεβαιώνουν.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Το θέμα είναι να οδηγήσει στην αναζήτηση λειτουργικών πολιτικών προτάσεων, οι οποίες μπορούν να προσδώσουν στην χώρα σύγχρονη δυναμική.