Οι μεταρρυθμίσεις, λέει ο Ματέο Ρέντσι, δεν ανακοινώνονται, πραγματοποιούνται. Και δεν υπόκεινται, συνεχίζει, στο βέτο κανενός πολιτικού. Κι ούτε βέβαια -ας προσθέσουμε- στο βέτο καμμιάς κλειστής ομάδας συμφερόντων οποιαδήποτε ρητορική κι αν χρησιμοποιεί, οποιαδήποτε ιδεολογική παντιέρα κι αν ξεδιπλώνει.
Το ιδιοτελές, αντικοινωνικό συμφέρον (ατομικό ή κάποιας φατρίας) πάντα για να ρίξει στάχτη στα μάτια ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται «για τον λαό και το έθνος». Ο ψευτοπατριωτισμός κι η ψευτολαϊκότητα είναι το εύκολο καταφύγιο του κάθε πολιτικού, κι όχι μόνο, αγύρτη: ένα τέχνασμα παρ? ημίν με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Μπορεί να σε κάνει ακόμα και υπουργό. Τα ζήσαμε αυτά στο πετσί μας μιά ολόκληρη γενιά με την γνωστή κατάληξη. Αλλά πότε θα τα μάθουμε;
Όμως για να πολεμήσεις το βέτο της κάθε λυκοσυντροφιάς που υποδύεται τον υπερασπιστή του κοινωνικού συμφέροντος πρέπει, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Ρέντσι, να έχεις πίσω σου την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου που σε στηρίζει μαχητικά στο ξήλωμα του σάπιου κατεστημένου. Και εδώ στον τόπο μας τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Γιατί η λαϊκή ψήφος χειραγωγείται και κατευθύνεται από το ίδιο αυτό κατεστημένο μέσω των επιχειρήσεων για την δημαγώγηση της κοινής γνώμης (των λεγόμενων ΜΜΕ) που έχουν στήσει. Αυτές, έχοντας καταπατήσει και υπεξαιρέσει δημόσια περιουσία (τις ραδιοσυχνότητες) είναι το πιό αποτελεσματικό μέσο για την διαιώνιση της ολιγαρχικής εξουσίας των ιδιοκτητών τους.
Και στην Ιταλία, κατά την περίοδο Μπερλουσκόνι, έζησαν κάτι παραπλήσιο. Όμως η τηλεοπτική και ποδοσφαιρική αυτοκρατορία του Καβαλιέρε ήταν ιδιοκτησία ενός ιδιώτη και χωριστή από την δημόσια σφαίρα. Επί πλέον η απόπειρά του να αλώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς πολεμήθηκε σκληρά και από τον υπόλοιπο τύπο και από την δικαιοσύνη, και σιγά σιγά έχασε την απήχηση που διέθετε στα λαϊκά στρώματα. Με αργόσυρτους ρυθμούς ίσως (που οφείλονται στις αποτυχίες της ιταλικές αριστεράς, όπως την αποσάθρωση του σοσιαλιστικού κόμματος του μεγάλου Πιέτρο Νέννι) η ιταλική κοινωνία όρθωσε τελικά την πολιτική της ηθική απέναντι στις ασχήμιες του ηγέτη της. Όπως παλιότερα είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να αντιπαλέψει την τρομοκρατία των ερυθρών ταξιαρχιών και την μαφία. Και σήμερα στη θαυμαστή αυτή χώρα πνέει ένας άνεμος δημιουργικής αλλαγής, ελπίδα για την Ευρώπη.
Σ? εμάς τίποτε δυστυχώς απ? όλα αυτά δεν έχει γίνει -ακόμα ας ελπίσουμε. Η κοινωνία μας φαίνεται να έχει χάσει κάθε ικμάδα ορθολογικότητας και να έχει ηθελημένα παραδοθεί στους πραματευτάδες του εύκολου ψέμματος. Και μέσα από την δημόσια σφαίρα μας δεν αρθρώνεται κανένας ενάντιος λόγος στην εξαχρείωση που έχουμε συνηθίσει. Αντίθετα σηκώνεται, από δεξιά κι αριστερά, μια βουή και ένας ορυμαγδός απαίδευτου φανατισμού που λέει το ίδιο πράγμα: για όλα φταίει η Ευρώπη. Και πίσω από αυτό το προπέτασμα καπνού συνεχίζεται ανενόχλητα η ασέλγεια της αντιλαϊκής ολιγαρχίας.
Αυτά, επειδή έχω βαρεθεί να ακούω πόσο μοιάζουμε με τους Ιταλούς.
Ο Ρέντσι λέει: οφείλουμε στην Ευρώπη μια καινούργια καθαρή, δημιουργική Ιταλία, απαλλαγμένη από τους ρύπους του πρόσφατου παρελθόντος. Όταν κι η δική μας ηγεσία τολμήσει να σκεφτεί και να πει στο λαό το ίδιο πράγμα, τότε μόνο θα έχει δικαίωμα να μιλάει για το περιβόητο μέτωπο του ευρωπαϊκού νότου. Μέχρι τότε θα εξακολουθούμε να ζούμε απομονωμένοι υπό το άγος της παρασιτικής μας φεουδαρχίας, του ένδοξού μας (καλά έχει ειπωθεί) κοτζαμπασισμού, που λικνίζεται με την αμφίεση της τηλεδημοκρατίας.