Οι παθογένειες της εγχώριας πολιτικής είναι σαν το δηλητήριο που μπαίνει στο αίμα ενός οργανισμού. Η μόλυνση που προκαλούν τον καθιστούν ανήμπορο και ασθενικό.
Ο καταγγελτικός και ισοπεδωτικός λόγος, οι ατεκμηρίωτες κατηγορίες, οι ανυπόστατοι χαρακτηρισμοί, οι αχρείαστες ετικέτες, η χρήση φορτισμένων εννοιών, οι σκιαμαχίες, η προσκόλληση στους διαχωρισμούς του παρελθόντος, αποκαλύπτουν τη δυσαρμονία κάποιων με την εποχή μας. Η αδυναμία τους να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον, δεν τους επιτρέπει να έχουν δημιουργική συμβολή και συνδρομή στις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Πόσω μάλλον να ενισχύσουν την πολιτική τους αξία και να διευρύνουν την απήχηση τους.
Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη για το Ταμείο Ανάκαμψης, μολονότι επικαιροποιεί αυτονόητες προτεραιότητες, αφύπνισε τα αντανακλαστικά ορισμένων που εμμένουν σε παρωχημένες συνταγές. Ανασύροντας ξεπερασμένα υποδείγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ ξιφούλκησε εναντίον μιας υποτιθέμενης νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Το δε ΚΙΝΑΛ έβαλε κατά του συντηρητισμού που «μας οδηγεί σε ερείπια». Τις ίδιες βολές εκτόξευσαν και μετά την αναβάθμιση του Θ. Σκυλακάκη και την υπουργοποίηση του Π. Τσακλόγλου, πολτοποιώντας τον νεοφιλελευθερισμό με τα κεντροαριστερά ανοίγματα.
Η αντίδραση και των δύο αυτών κομμάτων είναι αποκαλυπτική. Δείχνει την αναντιστοιχία τους με τη ζώσα πραγματικότητα. Το χειρότερο, αδυνατούν να θεμελιώσουν σύγχρονη στρατηγική πρόταση για τα μείζονα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας. Παραμένουν δέσμια επιζήμιων παθογενειών.
Η παλινδρόμησή τους στους γνώριμους δρόμους του λαϊκισμού, του κρατισμού, των συντεχνιακών και πελατειακών δικτύων, εύλογα επιτείνει την πολιτική τους ατροφία. Τα εμφανίζει ανεπίκαιρα. Τα ωθεί σε μια μίζερη κατάσταση. Τα αποτρέπει να διατηρούν γέφυρες επικοινωνίας με τα τμήματα της κοινής γνώμης που διάκεινται θετικά σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Από την άλλη, δεν αντιλαμβάνονται πως οι αντιλήψεις, ο λόγος, οι απόψεις τους γίνονται βούτυρο στο ψωμί του πρωθυπουργού. Έτσι εξηγείται άλλωστε και η κυριαρχία που έχει διασφαλίσει. Πέρα από τις όποιες ενστάσεις διατυπώνει κάποιος για την κυβερνητική πρακτική και λειτουργία, το πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι καταγράφεται ως φορέας νέων ιδεών και προσεγγίσεων. Ενώ οι ανταγωνιστές του φαίνεται να ενσαρκώνουν παλιές και αποτυχημένες πολιτικές.
Βέβαια, όλα θα κριθούν στο πεδίο της διαχειριστικής επάρκειας και αποτελεσματικότητας. Το Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά ισχυρή πολιτική και αναπτυξιακή υποδομή. Με σωστό επιχειρησιακό σχέδιο, εύστοχη μέθοδο και κατάλληλη επιτήρηση, το πακέτο των 32 δισεκατομμυρίων ευρώ μπορεί να αναζωογονήσει την ελληνική οικονομία. Αρκεί να μην κατακερματιστεί σε απαίδευτες και κοντόφθαλμες ενέργειες. Ή να χρησιμοποιηθεί για πελατειακές σχέσεις. Αλλά να στραφεί σε παραγωγικές επενδύσεις.
Η ορθή αξιοποίησή του θα επιτευχθεί μόνο αν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του αντιμετωπίσουν την Πολιτική, ως Τεχνικό Δελτίο Έργου - όπως είχα υποστηρίξει και σε προηγούμενο άρθρο μου. Με άλλα λόγια, η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο προϋποθέτει στοχευμένες επιλογές μακράς πνοής, οικονομικές και κοινωνικές ιεραρχήσεις, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και προπαντός αναλυτική κοστολόγηση.
Μετά την άρνηση της πολιτικής τάξης στη μνημονιακή περίοδο να καταστήσει τις ζωτικές για τη χώρα και την οικονομία αλλαγές και μεταρρυθμίσεις δική της ιδιοκτησία, το Ταμείο Ανάκαμψης της προσφέρει αυτή την ευκαιρία.
Πηγή: www.capital.gr