Άφησα να περάσουν λίγες μέρες για να επανεύρω την ψυχραιμία μου και να εκτιμήσω με αντικειμενικότητα το φαινόμενο. Τώρα ξέρω και γι’ αυτό μοιράζομαι με τους φίλους μου τις σκέψεις μου. Πριν από λίγες εβδομάδες, λοιπόν, μερικοί από τους γραφικούς «συνιστώντες» του ΣΥΡΙΖΑ, άρχισαν από τα παράθυρα να βάλλουν με πάθος εναντίον μιας υποτιθέμενης πολιτικής θέσης που έλεγε «παραμονή στο ευρώ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ». Ποιος και πότε εξέφρασε αυτή τη θέση, δεν μας το είπαν, αλλά άφηναν να υπονοείται ότι προέρχεται από τους μνημονιακούς προδότες. Ερεύνησα το θέμα και είδα ότι ποτέ, κανείς, δεν είχε εκστομίσει μια τέτοια μεταφυσική ανοησία. Το πρόβλημα προφανώς βρίσκεται στον προσδιορισμό «πάση θυσία», που μετατρέπει την συζήτηση περί σκοπιμότητας παραμονής στην ευρωζώνη από θέση ελεγχόμενη λογικά και πραγματολογικά, σε παραλογισμό. Το κόλπο αποκαλύπτεται έτσι: Βάζεις στο στόμα του αντιπάλου σου έναν παραλογισμό και ύστερα κεραυνοβολείς τον παραλογισμό για να πάρουν τα σκάγια τον αντίπαλο. Γιατί, ποιος εχέφρων πολίτης θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί μια οποιαδήποτε πολιτική επιλογή «πάση θυσία»; Μόνο οι αυτοκτονίες εμπίπτουν στην κατηγορία των επιλογών «πάση θυσία». Αυτό το «πάση θυσία» περιλαβαίνει και την όποια κατάσταση ολοκληρωτικής καταστροφής, ακόμη και γι’ αυτόν που θα υποστηρίξει μια τέτοια πολιτική. Το πάση θυσία δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευτεί ως κυριολεξία. Είναι απλώς σχήμα λόγου στην καλλίτερη περίπτωση και μεταφυσική πομφόλυγα (ξύλινο σύνθημα) στην χειρότερη.
Στην αρχή, υπέθεσα ότι η πομφόλυγα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμη συνθηματολογική μπαρούφα από εκείνες που εκ συστήματος χρησιμοποιεί κάθε φορά που δεν μπορεί να απαντήσει τεκμηριωμένα σε κάποιο πολιτικό ζήτημα. Όμως, διαψεύσθηκα. Την επόμενη ήδη μέρα, την μπαρούφα την είχαν περιλάβει τα κανάλια στις ειδησεογραφικές εκπομπές τους και talk shows. Και λίγες μέρες αργότερα, κάποιες δημοσκοπήσεις είχαν περιλάβει στα ερωτηματολόγιά τους την επιλογή «Ναι» ή «Όχι», στο ίδιο σύνθημα! Ήταν προφανές ότι κάποιοι ανέβαζαν την μπαρούφα σε σημαντικό θέμα. Γέμισαν τα κανάλια συριζαίους που έβαλαν με πάθος εναντίον όλων εκείνων που «υποστήριζαν την παραμονή μας στην ευρωζώνη πάση θυσία». Βαρύγδουποι αναλυτές ακλουθούσαν με βαθυστόχαστες αναλύσεις της ίδια ποιότητας. Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Είμαι τώρα βέβαιος ότι το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ – το μόνο επιτελείο που έχει κάποια γαλόνια σε αυτό το ρεμπέτ ασκέρ – είχε ορθά εκτιμήσει ότι έχει δεδηλωμένους συμμάχους στον χώρο των media, για κάθε προσπάθειά του για την συρρίκνωση του πολιτικού διαλόγου σε ανταλλαγές συνθημάτων. Τα συνθήματα φανατίζουν, συσκοτίζουν και διαλύουν τον πολιτικό διάλογο σε υποκατάστατο των ποδοσφαιρικών αντιθέσεων, που τόσα εκατομμύρια Ελλήνων θέλγουν και νοηματοδοτούν την κοινωνική ζωή τους. Η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ανεβάζει τις ακροαματικότητες και «μαζικοποιεί» τους οπαδούς. Η τακτική σφυρηλατεί συμμαχίες εκ των πραγμάτων, έστω κι αν τα συμφέροντα διίστανται.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτός ο θανατηφόρος για την πολιτική αυτόματος συντονισμός. Και, δυστυχώς, η τακτική της ποδοσφαιροποίησης του πολιτικού διαλόγου, δεν είναι προνόμιο του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα τα κόμματα προσπαθούν πλέον να φανατίσουν τις μάζες μάλλον, παρά να διαφωτίσουν τους πολίτες. Το φαινόμενο, δε, ανάγεται και στο παρελθόν. Είναι περίπου οργανικό χαρακτηριστικό του πολιτικού μας συστήματος. Αν μείνουμε στο συγκεκριμένο πρόσφατο ζήτημα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι ενώ είμαστε δέκα χρόνια ήδη μέλη της Ευρωζώνης, ο μέσος πολίτης έχει όχι απλώς μηδενική ενημέρωση για το τι σημαίνει αυτό, αλλά, αντίθετα, έχει διεστραμμένη άποψη που είναι προϊόν ακριβώς αυτής της ποδοσφαιρικής «καθοδήγησης» εκ μέρους των κομμάτων και των ΜΜΕ.
Η Ευρωζώνη είναι ένα πολιτικό μόρφωμα με το δικό του συμφωνημένο καθεστώς. Για τα μέλη της αποτελεί μέθοδο αντιμετώπισης κυρίως των νέων ανταγωνισμών που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και ή άνοδος των νέων οικονομικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπό την έννοια αυτή, η προσχώρηση στο μόρφωμα αυτό γίνεται προς όφελος του προσχωρούντος, που από την πλευρά του δεσμεύεται να τηρήσει τους κανόνες λειτουργίας του καθεστώτος στο οποίο προσχωρεί, για να μπορεί το μόρφωμα να επιτελεί τον ρόλο του. Η τήρηση των κανόνων δεν μπορεί με κανένα τρόπο θα θεωρηθεί ως «θυσία», διότι στην πραγματικότητα αποτελεί την προϋπόθεση για να καρπωθεί το μέλος του μορφώματος τα οφέλη που προσδοκούσε όταν προσχωρούσε. Άλλο είναι το ζήτημα των ατελειών του καθεστώτος, που πράγματι είναι μεγάλες και στερούν από το μόρφωμα σημαντικές δυνατότητες να παίξει τον βέλτιστο ρόλο του. Κατ’ εξοχήν τέτοιο είναι το πολυσυζητημένο (αλλά και πάλι συνθηματολογικά κατά κανόνα) ζήτημα της πολιτικής ατέλειας της ευρωζώνης, που τώρα φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να αποδώσει το μέγιστο χωρίς κοινή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική. Το ζήτημα αυτό δεν είναι «θυσία» κάποιου, αλλά πρόβλημα προς επίλυση που πρέπει να το αντιμετωπίσουν όλα τα μέλη του μορφώματος. Άλλο, επίσης, είναι το ζήτημα των άνισων όρων ανταλλαγής μεταξύ Νότου και Βορρά. Στις ΗΠΑ, η ανισότητα αυτή υπάρχει και διαιωνίζεται ανάμεσα στις συνιστώσες Πολιτείες από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας τους. Όμως, οι ΗΠΑ έχουν ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ως εκ τούτου έχουν και το εργαλείο για την πολιτική αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Κανένας σοβαρός Αμερικανός δεν θα απαιτούσε ποτέ να αναλάβει την εξισωτική πολιτική η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve). Ξέρει ότι είναι δουλειά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που την επιτελεί κυρίως με τα δημοσιονομικά εργαλεία που διαθέτει. Έτσι και στην δική μας περίπτωση, για τα θέματα ανισότητας και ανισορροπιών και όχι της νομισματικής ισορροπίας, αρμόδια να τα αντιμετωπίσει είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι ζητήματα που δεν συνιστούν «θυσίες» για χάρη του ευρώ. Δυστυχώς, η Επιτροπή απέχει έτη φωτός από του να είναι ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αντί, επομένως, να στοχεύουμε εναντίον του ευρώ, το καλλίτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πιέζουμε για να αποκτήσουμε ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Τέλος, το περίφημο Plan B, δηλαδή η επιστροφή στη δραχμή, δεν πρόκειται να μειώσει τις «θυσίες» που δήθεν συνεπάγεται η παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Αντίθετα, σημαίνει παραίτηση από τις προστατευτικές μπάρες της νομισματικής ένωσης και το πήδημά μας στο κενό του εθνικού νομίσματος. Αυτό που απαιτεί η ευρωζώνη για να αφήνει να λειτουργούν οι προστατευτικές μπάρες μας, είναι να τηρούμε τους κανόνες που επιβάλλονται για την ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης και που είναι η δημοσιονομική πειθαρχία και η οικονομική ανταγωνιστικότητα. Εφόσον η Ελλάδα έκρινε ότι δεν είχε άλλον τρόπο παρά αυτόν των μνημονίων για να αποκαταστήσει το δικαίωμά της να ανήκει στην ευρωζώνη, δεν φταίει το ευρώ γι’ αυτήν την επιλογή της. Σε πολύ απλούς όρους (ομολογώ ότι σιχαίνομαι αυτές της απλοποιήσεις, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά), ο στόχος των μνημονίων είναι απλός και διπλός: Να συρρικνωθεί η κοινωνική δαπάνη στα όρια του κοινωνικού προϊόντος (εσωτερική υποτίμηση) αφενός κι αφετέρου να γίνει ανταγωνιστική και εξωστρεφής η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Η συρρίκνωση της κοινωνικής δαπάνης υπολογίζεται ότι πρέπει να είναι περίπου 25% σε σχέση με το έτος έναρξης της κρίσης. Αν μεταπίπταμε στη δραχμή, αυτή η συρρίκνωση θα ήταν της τάξης του 40-60%. Πού είναι λοιπόν η «θυσία» για χάρη του ευρώ;
Θα μπορούσε να υπάρχει άλλη στρατηγική για την κρίση; Και πάλι το ζήτημα δεν αφορά το ευρώ και την ευρωζώνη. Η όποια λύση, όμως, προφανώς θα στηριζόταν καλλίτερα μέσα σε μία μεγάλη νομισματική ένωση, παρά στις ανύπαρκτες δυνάμεις μιας αναποτελεσματικής αγοράς δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων. Ενδεχομένως να υπήρχε ή να υπάρχει άλλη λύση. Για την ώρα, πέραν των γενικολογιών περί ανάπτυξης, τίποτα το απτό και πειστικό και τεκμηριωμένο δεν έχει ακουστεί, μήτε από πολιτικούς, μήτε από καθηγητές, μήτε από Πρετεντέρηδες. Να στρωθούμε να βρούμε εναλλακτική; Ασφαλώς και μετά μανίας. Μέχρις όμως να πετύχουμε το καλλίτερο, τουλάχιστον ας μην κορτάρουμε με το κατά πολύ χειρότερο. Σωφρόνως θα πρέπει να εφαρμόζουμε το δεύτερο διαθέσιμο καλλίτερο σχέδιο και αυτό είναι ο πειθαρχημένος βίος υπό καθεστώς εποπτείας των εταίρων μας, που τώρα είναι δανειστές μας.
Επανέρχομαι τώρα στην αρχική μου σκέψη. Με όσα έγραψα επιτροχάδην παραπάνω, φαίνεται πόσο πλούσιος θα έπρεπε να είναι ο διάλογος γύρω από το ευρώ. Αντ’ αυτού, μερικές πολιτικές δυνάμεις και σχεδόν το σύνολο των εμπορικών ΜΜΕ, μας πετούν την πομφόλυγα για το «ευρώ πάση θυσία» και μας σπρώχνουν σε έναν καυγά που δεν μπορεί να έχει τέλος, επειδή μοιάζει με τον καυγά των καφενόβιων για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει παράδεισος! Μια τέτοια μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου, μετατρέπει την πολιτική σε όπιο του λαού. Τον κοιμίζει, τον βάζει σε καθεστώς ονείρων και φαντασιώσεων και έτσι αφήνει τους πολιτικούς χειριστές και τους εμπόρους της πληροφόρησης να αλωνίζουν ανεξέλεγκτοι προς ίδιο (στενό) συμφέρον.
Ποιος θα το περίμενε, στην εποχή που κατ’ εξοχήν απαιτεί μεγάλες πολιτικές στρατηγικές, η πολιτική να χρησιμοποιείται ως όπιο του λαού !