Ο όρος «κουλτούρα» είναι αρκετά γνωστός και άλλο τόσο είναι χαμένος μέσα σε λαβυρινθώδεις κατανοήσεις και χρήσεις του. Αρκετοί θεωρητικοί έχουν συμβάλλει στην κατανόηση του όρου και την ανάλυση των μορφών της κουλτούρας. Μεταξύ αυτών ο Umberto Eco ξεχωρίζει. Το παρόν σχόλιο γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Apocalittici e Ιntegrati (1964), το οποίο αναφέρεται στη μαζική κουλτούρα, τους επικριτές και τους θεράποντές της (ελληνική μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη, Κήνσορες και Θεράποντες, Γνώση, 1987).
Ο Umberto Eco επισημαίνει ότι οι μορφές της μαζικής κουλτούρας έχουν τέτοια δομικά χαρακτηριστικά, ώστε να ικανοποιούν «την απεριόριστη ανάγκη για ψευδαισθήσεις που τρέφει ο άνθρωπος» (Κήνσορες και Θεράποντες, σ. 104). Δεν αναλύει περισσότερο αυτή την ανάγκη. Άλλωστε, δεν είναι αυτή το αντικείμενό του, αλλά τα φαινόμενα της κουλτούρας που λειτουργούν στην υπηρεσία της. Ωστόσο, η ψυχαναλυτική θεωρία έχει επισημάνει ότι η ίδια η επιθυμία του ανθρώπου συγκροτείται ως επιθυμία του Άλλου, δηλαδή ως φαντασίωση του υποκειμένου για πληρότητα δύναμης και ηδονής. Μπορεί το πρωταρχικό σημαίνον αυτής της φαντασίωσης, για παράδειγμα «η Μητέρα», να εκπίπτει από τη θέση της ικανοποίησης της επιθυμίας, ωστόσο η κουλτούρα –και εν γένει η γλώσσα– προσφέρει πλήθος από άλλα σημαίνοντα, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα. Με άλλα λόγια, μπορούν να λειτουργήσουν ως μικρά α στη θέση του μεγάλου Α, για να υιοθετήσουμε την έκφραση του Lacan.
Όταν ο Umberto Eco αναφέρεται στα σημαίνοντα της μαζικής κουλτούρας, αναφέρεται ακριβώς σε αυτά τα σημαίνοντα, τα οποία έρχονται να αποτελέσουν μέρος ενός ρεπερτορίου που λειτουργεί στην υπηρεσία της επιθυμίας για πληρότητα δύναμης και ηδονής. Έτσι, στην ανάλυσή του για τον Σούπερμαν ο Umberto Eco επισημαίνει ότι ο ήρωας «θα πρέπει να ενσαρκώνει, πέρα από οποιοδήποτε όριο μπορούμε να διανοηθούμε, τις απαιτήσεις που τρέφει ο κοινός πολίτης για δύναμη και που δεν μπορεί να τις ικανοποιήσει» (σ. 286).
Στην περίπτωση της μαζικής κουλτούρας το σημαίνον που εξυπηρετεί αυτές τις απαιτήσεις, έχει δομικά χαρακτηριστικά όσο πιο στοιχειώδη και απλά γίνεται, καθώς το υποκείμενο «απαιτεί να αποκωδικοποιηθεί το μήνυμα κατά τρόπον ώστε το σημαινόμενο να είναι μονοσήμαντο και σαφές» (σ. 131). Έτσι, για παράδειγμα η μαζική κουλτούρα στην περίπτωση του πορνό φθάνει στη στοιχειώδη μορφή της, όταν στις περιπτώσεις του hard-core έχει πια τη δυνατότητα μέσα από κοντινά πλάνα και κατάλληλες γωνίες λήψης να δείχνει τα εν δράσει γεννητικά όργανα, αντί να περιορίζεται στον έμμεσο υπαινιγμό αυτής της δράσης. Με ανάλογο τρόπο η πολιτική κουλτούρα στην υπηρεσία των φαντασιώσεων φθάνει στην έσχατη μορφή της, όταν τα σημαίνοντα που προσφέρει δεν έχουν πια έναν αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά την αποκωδικοποιητική απλότητα των εικόνων και των αισθήσεων, όπως γίνεται στις εκφράσεις «θα σκίσουμε τα μνημόνια» ή «οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη».
Ένα κοινό εθισμένο σε μια τέτοια κουλτούρα είναι δύσκολο να δεχθεί κάτι διαφορετικό. Η πλειονότητά του αντλούσε ικανοποίηση –με την έναρξη της μεταπολίτευσης και για πολλά χρόνια τώρα– μέσα από τον εθισμό της κατανάλωσης soft αφηγήσεων απόλαυσης και δύναμης, οι οποίες ωστόσο είχαν ως χαρακτηριστικό το να μη διαψεύδουν την αίσθηση μιας πορείας που υποσχόταν όλο και κάτι παραπάνω. Όταν το 2010 ήρθε η στιγμή της πρώτης διάψευσης, το κοινό δεν αναζήτησε τα σημαίνοντα που θα το έφερναν αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της παρασιτικής λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Από το 2012 και ύστερα έδειξε φανερά την προτίμησή του στην απόλαυση που προσέφερε η hard core κουλτούρα των αφηγήσεων που υπόσχονταν καινούργιο δανεικό χρήμα με ταυτόχρονο σκίσιμο των μνημονίων, δηλαδή χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Βεβαίως, κάποιοι λένε ότι με αυτό τον τρόπο μάχονται και αντιστέκονται πατριωτικά στον καπιταλισμό και την αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, τα σημαίνοντα μιας πραγματικά τέτοιου είδους μάχης δεν είναι αυτά που ικανοποιούν φαντασιώσεις απόλαυσης μέσα από τη διαιώνιση μιας παρασιτικής λειτουργίας, αλλά αυτά που συγκροτούν και οργανώνουν ένα εναλλακτικό υποκείμενο της επιθυμίας. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, η επιθυμία θα είναι εγγεγραμμένη και αιχμάλωτη μέσα σε έναν κύκλο πλαστών υποσχέσεων και διαψεύσεων. Η νέα διάψευση ήρθε το καλοκαίρι του 2015 και είναι φανερό ότι έχει προκαλέσει στο κοινό μια κάποια αμηχανία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα δεν θα το οδηγήσει στην αναζήτηση νέων σημαινόντων, τα οποία θα τεθούν και πάλι στην υπηρεσία των ίδιων αξερίζωτων φαντασιώσεων.