Η πολιτική δεν είναι λογοτεχνία

Ελένη Κεχαγιόγλου 14 Δεκ 2013

Η ομιλία αυτή επρόκειτο να διαβαστεί στο συνέδριο σήμερα, Σάββατο. Πλην, όμως, εντέλει έγινε κλήρωση.

.

Δουλειά μου είναι τα βιβλία, παναπεί δουλειά μου είναι οι λέξεις. Η πολιτική βέβαια δεν είναι φιλολογία· η πολιτική δεν είναι λογοτεχνία. Παρ’ όλα αυτά, και στην πολιτική υπάρχουν καλές και κακές ιστορίες, ιστορίες υψηλής ποιότητας και εύπεπτες, πειστικές και προκάτ. Με κάποιον τρόπο, και η πολιτική είναι ένας τρόπος γραφής και ανάγνωσης.

.

Το πρώτο συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς, σε αυτόν τον ίδιο χώρο, ήταν πάντως μια υπέροχη πολιτική ιστορία: μια ιστορία με τον ενθουσιασμό του καινούργιου, η οποία συσπείρωνε ανθρώπους που αισθάνονταν επιτέλους απελευθερωμένοι από τα δεσμά του Σύριζα, και άλλους που, όπως κι εγώ, ξαναέβρισκαν λόγο να ασχοληθούν εκ νέου με τα κοινά· επρόκειτο για μια επιβεβλημένη κίνηση προκειμένου να απαντήσουμε άμεσα στο ολοένα διογκούμενο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού πεδίου και των κομματικών φορέων της χώρας. Κυριαρχούσε η πανηγυρική ατμόσφαιρα των ιδεών που εκφράζονται ελεύθερες, παρά τις διαφωνίες που ?αλίμονο και προφανέστατα? σε επιμέρους ζητήματα υπήρχαν. Και οπωσδήποτε, επικρατούσε η αισιόδοξη ορμή ότι μια νέα ελπίδα γεννιέται, όπως έλεγε η ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος. Η αισιόδοξη ορμή ότι ζούσαμε τη γέννηση του καινούργιου, που αποτάσσεται και βδελύσσεται τις παλαιοκομματικές πρακτικές του κουρασμένου ελληνικού πολιτικού τοπίου.

.

Τότε, ήταν μόλις 2010, και βρισκόμασταν στην αρχή της κρίσης. Σήμερα, τρεισήμισι χρόνια μετά, είμαστε και πάλι εδώ, κάποιοι ξανα-είμαστε, άλλοι βρίσκονται εδώ για πρώτη φορά – κι ωστόσο, τίποτα δεν είναι όπως τότε. Και όχι μόνο διότι, από ό,τι φαίνεται, αρκετά μέλη του κόμματος μας εγκατέλειψαν· ήρθαν βέβαια άλλα μέλη, τα οποία ωστόσο δεν είναι ισάριθμα των παλιότερων μελών που αδρανοποιήθηκαν, έστω κι αν δεν διαγράφηκαν. Από ό,τι δείχνουν τα στοιχεία, ενδιαφέρον για το κορυφαίο κομματικό γεγονός του συνεδρίου μας έδειξε μόλις το 63% των μελών μας πανελλαδικά, ενώ στη Β΄ Αθήνας, π.χ., όπου και ο μεγάλος όγκος της δύναμής μας, ασχολήθηκε με τη συμμετοχή στον προσυνεδριακό διάλογο ποσοστό μικρότερο του 60% των εγγεγραμμένων μελών — ποσοστό διόλου ενθαρρυντικό ως προς το πόσο ελκυστικοί εξακολουθούμε να είμαστε.

.

Ο «προσυνεδριακός διάλογος», που στην πράξη περιορίστηκε σε μια ολιγόωρη συνέλευση των τοπικών ή των επαγγελματικών συνελεύσεων, δεν μας τιμά, νομίζω, ιδιαιτέρως. Δεν ανοίξαμε τον διάλογο αυτόν προς την κοινωνία, ήταν φανερό πως η επιθυμία ήταν να ξεμπερδεύουμε με αυτή την υποχρέωση στην οποία δώσαμε περιθώριο ανάπτυξης 25 μόλις ημερών, ενώ δεν υπήρξε καμιά κεντρική πρωτοβουλία που να τον διευκολύνει. Δύο εβδομάδες πριν από το συνέδριο δημιουργήθηκε βέβαια μια πλατφόρμα διαλόγου στο σάιτ του κόμματος, όπου δημοσιεύτηκε ο απογοητευτικός αριθμός των 31 κειμένων, από όπου, εάν εξαιρέσουμε τα 7 κείμενα που αποτελούν τις ισάριθμες συμβολές των Ομάδων Εργασίας που έχει δημιουργήσει ο Τομέας Πολιτισμού (και στις οποίες συμμετέχω κι εγώ ως συντονίστρια της ομάδας βιβλίου), απομένουν 24 όλα κι όλα κείμενα  ? αριθμός που δείχνει (θέλω να ελπίζω, χωρίς να είμαι σίγουρη) όχι τόσο την αδιαφορία όσο την άγνοια ως προς την ύπαρξή του. Για το φόρουμ αυτό τα μέλη του κόμματος ενημερώθηκαν μέσω μια εγκυκλίου της οργανωτικής επιτροπής, κι όχι, ας πούμε, με ένα SMS, όπως αυτά που λαμβάνουμε για να μαθαίνουμε συνεντεύξεις στον Τύπο…

.

Η όλη αυτή προσυνεδριακή διαδικασία για μένα ήταν αποκαρδιωτική. Απλώς διότι δεν επρόκειτο για κανενός είδους διάλογο εκ μέρους του κόμματος που διακήρυξε ότι ιδρύθηκε για να υπερασπιστεί «το παρελθόν και του μέλλον της ανανεωτικής, δημοκρατικής και οικολογικής Αριστεράς», και παρόλα αυτά υιοθετεί πρακτικές που ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε ανανέωση.

.

Προσυνεδριακός διάλογος δεν έγινε μεν, αλλά στον σύντομο δρόμο προς ένα συνέδριο που αποσκοπεί στο να προσδιορίσει εκ νέου το πολιτικό στίγμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, ετέθη ολοκάθαρα (άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε με υπαινιγμούς κι άλλοτε με μεθοδευμένα δημοσιεύματα) το δίλημμα: Με ποιον τρίτο πόλο θα πας («αν είσαι δικός μας») και ποιους 58 θ’ αφήσεις («για να είσαι δικός μας»). Και κάπως έτσι, ξεχάσαμε, μου φαίνεται, άλλη μια από τις αιχμές της ιδρυτικής μας διακήρυξης, και κινδυνεύουμε να συναντηθούμε με ό,τι χτες καταγγέλλαμε λέγοντας: «η νυν Αριστερά με πράξεις και παραλείψεις της, με δογματικές προσεγγίσεις και αποκλειστικά κρατικιστικές ή συντεχνιακές επιλογές οδήγησε στην απογοήτευση και την ιδιώτευση μία πολύ μεγάλη μερίδα των πνευματικών [θα έλεγα εδώ: σκεπτόμενων] ανθρώπων του τόπου μας».

.

Κατά την εκτίμησή μου, οι 58 δεν είναι αιτία της έντασης που έχει δημιουργηθεί στο κόμμα (και η οποία άλλωστε έχει δημιουργηθεί ?χωρίς να ηρεμήσει έκτοτε? ήδη από την αποχώρησή μας από την κυβέρνηση). Οι 58 είναι η αφορμή. Και έγιναν αφορμή για να δούμε ότι 3 χρόνια μετά την ιδρυτική μας διακήρυξη δεν ισχύει ακόμη η δέσμευση που διατράνωνε το κόμμα ότι «παράλληλα με τη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής και υπεύθυνης πρότασης εξόδου από την κρίση, θα ενισχύσουμε μεθόδους και πρακτικές που θα φέρνουν την “πολιτική στους πολίτες” και τους “πολίτες στην πολιτική”, ότι θα αφήσουμε πίσω μας την Ελλάδα της χρεοκοπίας και της παρακμής». Αντ’ αυτού, δείχνουμε με το δάχτυλο τον Γιάννη Βούλγαρη που είχε συνυπογράψει την ίδρυση της ΔΗΜ.ΑΡ., αρνούμαστε το διάλογο μαζί του, λες και είναι ο διάλογος φορέας θανατηφόρου νόσου, τη στιγμή που ταυτόχρονα κλείνονται συμφωνίες κορυφής με τον πιο-μνημονιακός-υπουργός-πεθαίνεις-Λοβέρδο.

.

Ο Σενέκας έλεγε ότι αιτία του φόβου είναι η άγνοια, και παρακολουθώ καιρό τώρα να λέγονται και να γράφονται απίστευτες ανακρίβειες από όσους έχουν δαιμονοποιήσει σαν κακούς δράκους τους 58. Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε πει μάλιστα ειρωνικά: «Πρέπει να φοβάσαι, παιδί μου, μόνο έτσι θα γίνεις υπάκουος»…

.

Αν εγώ σήμερα, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, είμαι εδώ, αντί να έχω επιστρέψει στην ησυχία του σπιτιού μου, είναι διότι επιθυμώ όλοι μαζί να επιστρέψουμε στην ιδρυτική μας διακήρυξη που, είναι φανερό, κάπου ξεχάστηκε. Να θυμηθούμε όλοι ότι: «Στόχος μας είναι ο πολίτης-μέλος, ο φίλος-ψηφοφόρος αλλά και ο ενδιαφερόμενος “συνομιλητής” του κόμματός μας να αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά και να συμβάλλει συνειδητά στην επεξεργασία και την προώθηση των σκοπών και της πολιτικής του κόμματος. Η λήψη των αποφάσεων με δημοκρατικό τρόπο και την ουσιαστική συμμετοχή των μελών και φίλων, η εκλογή της ηγεσίας με τρόπο που να μην επιτρέπει τη διαμόρφωση προσωποπαγούς κατάστασης, η ελεύθερη δικτυακή οργάνωση ώστε να υπάρχει υποβοήθηση της συμμετοχής, η καθιέρωση της άμεσης πληροφόρησης με χρήση όλων των τεχνολογικών μέσων, η σαφής δυνατότητα συμβολής των συμμετεχόντων στη φυσιογνωμία και τις θέσεις που θα λαμβάνει το κόμμα κατά χώρο αλλά και κεντρικά, η καθιέρωση της συμμετοχής των φίλων στη λήψη των αποφάσεων σε ζητήματα που θα ορίζονται τακτικά, δηλαδή ένα ανοικτό διαρκές βήμα διαλόγου, θα αποτελούν μερικές από τις αρχές λειτουργίας».

.

Ελπίζω λοιπόν πως θα επιστρέψουμε σε εκείνο το παρελθόν που διασφάλιζε το μέλλον μας, και το οποίο ακόμη δεν έχει έρθει. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε το κόμμα μας να γίνει κάτι σαν το «Αστείο» του Μίλαν Κούντερα, όπου ?σε άλλες συνθήκες βέβαια και δίχως να θέλω να κάνω ανατριχιαστικές συγκρίσεις? οι διαφωνούντες θα εξωθούνται προς την τιμωρία της εξόδου. Δεν το πιστεύω αυτό. Αισθάνομαι τον κίνδυνος υπαρκτό, αλλά δεν το πιστεύω. Διότι η Δημοκρατική Αριστερά, την οποία πολύ αγάπησα, πιστεύω ότι θα θυμηθεί κι εκείνη τον εαυτό της. Και ότι θα διαψεύσει τον Κον Μπεντίντ που επιμένει ότι τα κόμματα και οι ιδέες τους είναι ερμητικά κλειστές δομές που ανήκουν στον παλιό κόσμο του χτες. Η Δημοκρατική Αριστερά οφείλει στον εαυτό της να είναι, όπως υποσχέθηκε, το άλλο κόμμα της αριστεράς. Και να είναι έτσι όχι απλώς μια ωραία αλλά και μια ωραία αληθινή ιστορία.