Η πιο αντικοινωνική μορφή Ιδιοκτησίας

Κώστας Σοφούλης 06 Αυγ 2015

Σε μεγάλο βαθμό, ένα σχέδιο οικονομικής επανεκκίνησης θα κριθεί από τον  τρόπο με τον οποίο η όποια κυβέρνηση θα χειριστεί των θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Κακώς συνδέονται οι ιδιωτικοποιήσεις μόνο με την ταμειακή διαχείριση του χρέους ή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η σημαντικότερη πλευρά του ζητήματος έγκειται στον ρόλο που ιδιωτικοποιήσεις μπορεί παίξουν για να μοχλεύσουν μεγάλες  ιδιωτικές επενδύσεις και μέσω του επιταχυντή τους να οδηγήσουν στην γρήγορη ανάταξη του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Η εκμεταλλεύσιμη δημόσια περιουσία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κεφαλαιακή συνεισφορά, ως seed money σε είδος, για να κινητοποιήσει πολλαπλάσια ιδιωτικά κεφάλαια σε παραγωγικές επενδύσεις. Κατά τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική,

Ενδιάμεση  Έκθεση 2010) μόνο η εκμεταλλεύσιμη ακίνητη περιουσία του Δημοσίου εκτιμάται σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ (τρέχουσες τιμές). Αν υποθέσουμε μια λογική μικτή απόδοση κεφαλαίου της τάξης του 4% θα είχαμε συνολικό νέο πρωτογενές εθνικό προϊόν της τάξεως των 12 δισεκατομμυρίων ετησίως, δηλαδή μια καθαρή πρωτογενή αύξηση κατά του ΑΕΠ κατά 6,5% ετησίως. Υπολογίζοντας τον επιταχυντή και τον πολλαπλασιαστή, η αύξηση του ΑΕΠ παίρνει μυθικές διαστάσεις! Αυτά, βέβαια,  σε επίπεδο ονειρικής αποτελεσματικότητας. Ο ρεαλισμός βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του μέγιστου και του σημερινού μηδέν Παρά ταύτα, αυτός ο τεράστιος και χειροπιαστός δημόσιος πλούτος μένει συνεχώς μπλοκαρισμένος σε χέρια ανικάνων διαχειριστών. Γιατί;

Είναι, βέβαια, άξιο περιέργειας ότι μέσα στον ορυμαγδό της ποδοσφαιροποίησης των σχέσεών μας με του δανειστές, η πλευρά αυτή των ιδιωτικοποιήσεων έχει παραβλεφτεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Όλη η συζήτηση εγκιβωτίζεται σε μια άγονη συνθηματολογία περί «ξεπουλήματος των ασημικών», σάμπως τα ασημικά που μένουν αχρησιμοποίητα στο συρτάρι και σκουριάζουν δεν αποτελούν ισοδύναμο αποτέλεσμα ξεπουλήματος των συμφερόντων του συνόλου.  Εκείνο που συζητείται στενόκαρδα είναι με ποιόν τρόπο και σε τι ύψος θα γίνουν ιδιωτικοποιήσεις απλώς και μόνο για να συνεισφέρουν στην εξόφληση του δημόσιου χρέους και να παροχετεύσουν μερικές επιπλέον δεκάρες σε καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου. Στο  σημερινό μου σημείωμα θα προσπαθήσω να φωτίσω λίγο περισσότερο αυτήν την παραδοξότητα του δημόσιου βίου επειδή πιστεύω ότι αποκαλύπτει μια από τις πιο κραυγαλέες παθογένειες του κοινωνικού και κυρίως του πολιτικού μας συστήματος. Και επιπλέον, αν δεν ξεπεραστεί η πολιτική μας πρακτική στον τομέα αυτό, αυτοκαταργείται ένα πολύ σημαντικό εργαλείο άσκησης Κεϋνσιανής πολιτικής.

Η πρώτη παρατήρηση με την οποία θέλω να ξεκινήσω είναι ότι η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας περιβάλλεται με τέτοια δυσπιστία, ώστε οι περισσότεροι από εκείνους που είχαν την τόλμη να διαχειριστούν παραγωγικά κάποια κομμάτια του έμπλεξαν σε δικαστικές περιπέτειες ή έγιναν στόχοι δημόσιου πολιτικού εξευτελισμού παρά την αθωότητά τους. Προφανώς δεν αναφέρομαι στις ελάχιστες  περιπτώσεις που αποδείχτηκαν ενοχές για κακοδιαχείριση. Αυτές, περιέργως είναι ελάχιστες σε σχέση με το σύνολο των «κραξιμάτων» αθώων συμπολιτών μας που τόλμησαν να μεταχειριστούν δημόσια περιουσία με την επιμέλεια που διαχειρίζονταν δικό τους πλουτοπαραγωγικό πόρο. Για τον λόγο αυτό η πλειονότητα των κατά νόμο υπευθύνων για την διαχείριση δημόσιας περιουσίας προτιμούν να μη κάνουν τίποτα ακόμη και αν βλέπουν την περιουσία που βρίσκεται υπό την νομική ή πολιτική ευθύνη τους να λεηλατείται από καταπατητές ή να καταρρέει από αχρησία. Κανείς ποτέ δεν διώχθηκε για τη ζημιά που προκάλεσε η αβελτηρία του στο υλικό κεφαλαίο του δημοσίου.

Η χρόνια αυτή κατάσταση είναι αποτέλεσμα της μηδενικής εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί στο κοινό στις υπεύθυνες αποφάσεις των ελίτ. Για κάθε απόφαση που καταλήγει σε αξιολόγηση, αναζητιέται πρώτο το ύποπτο τάχα κίνητρο εκείνου που αποφασίζει και στη συνέχεια η συζήτηση προχωρεί σε μια ατέρμονη πλειοδοσία που καθιστά κάθε πρακτική απόφαση ανέφικτη. Έτσι καταλήγει ώστε το να μη κάνεις τίποτα να αποτελεί την καλλίτερη λύση επειδή κανέναν δεν ενοχοποιεί. Εκ των υστέρων ο καθένας μπορεί αδαπάνως να πλειοδοτήσει. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, η προσπάθεια μηδενισμού της έλλογης ευθύνης οδηγεί και εκτρέπει την διαδικασία λήψης απόφασης προς πρακτικές «αντικειμενικοποίησης» που κατά κανόνα μπερδεύουν το ζήτημα περισσότερο παρά το λύουν. Αξίζει να θυμίσουμε ότι αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την δημόσια περιουσία, άλλα έχει κυριαρχήσει κατ’ εξοχήν στην εκπαίδευση, με κορωνίδα τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ. Επειδή   κανείς δεν είχε εμπιστοσύνη στην βαθμολογική εντιμότητα των καθηγητών του πανεπιστημίου, που παλιότερα εκείνοι έκριναν τους εισακτέους, εφευρέθηκε ένα απεχθές σύστημα αντικειμενικών εξετάσεων που για χάρη του έχει διαστραφεί όλη εκπαιδευτική διαδικασία. Στην ίδια γραμμή παγιώθηκε και το πλήρως αντιεπιστημονικό σύστημα των «αντικειμενικών» αξιών για τα ακίνητα, με την δικαιολογία ότι έτσι εξασφαλίζεται ο συναλλασσόμενος από την ύποπτη αυθαιρεσία των φορολογικών αρχών. Αυτά είναι γενικότερα παραδείγματα των συνεπειών της έλλειψης εμπιστοσύνης.  Η Ελληνική πραγματικότητα βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων στρεβλωτικής επίδρασης της έλλειψης κοινωνικής εμπιστοσύνης, ώστε η περίπτωση της δημόσιας περιουσίας να φαίνεται απλώς ως στοιχείο της καθημερινής κανονικότητας.

Εδώ, όμως, μας ενδιαφέρει το φαινόμενο όπως εμφανίζεται στο πεδίο της δημόσιας περιουσίας και σε αυτό θα περιοριστούμε. Στο πεδίο αυτό παρατηρούμε δύο παραλυτικά φαινόμενα: Πρώτο, δεν υπάρχει παράδειγμα αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας που να μην έχει οδηγήσει τους υπεύθυνους στα δικαστήρια ή στον δημόσιο εξευτελισμό τους από πολιτικούς ή συντεχνιακούς φορείς. Δεύτερο, έχουμε πληθώρα περιπτώσεις, όπου οι νόμιμοι υπεύθυνοι διαχειριστές δημόσιας περιουσίας αδρανούν πλήρως μόνο και μόνο επειδή δεν θέλουν να αναλάβουν το ρίσκο της αποτελεσματικής διαχείρισης. Ως φαίνεται,  η αναποτελεσματική διαχείριση είναι πανταχού παρούσα σε πείσμα του τείχους καχυποψίας που περιβάλλει το πεδίο. Τούτων ούτως εχόντων καταλήγει κανείς να σκέφτεται ότι η απεχθέστερη μορφή ιδιοκτησίας για την κοινωνία είναι η δημόσια. Όλοι την κρατούν προσχηματικά ψηλά στις προσδοκίες και στην ρητορική τους αλλά κανείς δεν εμπιστεύεται κανένα για να τις πραγματοποιήσει. Και στο τέλος μένει στο ράφι, με μηδενισμένη την ενεργή αξία της.

Τι ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω; Ο Τάκης Παπάς στο ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίου του (Λαϊκισμός και Κρίση στην Ελλάδα) επισημαίνει το μεγάλο ζήτημα της ελαχιστοποιημένης εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς της Πολιτείας και της κοινωνικές ιεραρχίες ως παράγοντα ερμηνείας της κρίσης και διατυπώνει τα ερωτήματα «πως γεννιέται η κοινωνική εμπιστοσύνη; Γιατί τα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι τόσο χαμηλά στην Ελλάδα;». Αξίζει μεγαλύτερης προσοχής το ζήτημα αυτό από εκείνη που φαίνεται να δίνουν σοβαροί αναλυτές. Μέχρι τώρα, εξ όσων γνωρίζω, κανείς δεν έχει ασχοληθεί ολοκληρωμένα με το φαινόμενο.  Και όμως, η χαμηλή κοινωνική εμπιστοσύνη αποτελεί βασικό συντελεστή ερμηνείας κυρίως της κακής λειτουργίας του Δημοσίου, στη σφαίρα του οποίου ανήκει και η δημόσια περιουσία.

Το φαινόμενο της ελλιπούς κοινωνικής εμπιστοσύνης (trust) είναι, βέβαια καθολικότερο και χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής μας. Η Onora O’ Neill στο θαυμάσιο βιβλιαράκι της « Α Question of Trust» αναλύει το ζήτημα όπως εμφανίζεται στην σύγχρονη Βρετανική κοινωνία και την πολιτική ζωή της. Η ανάλυσή της εν τούτοις, εύκολα γενικεύεται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση του φαινομένου στην γενικότερη έκφρασή του και επομένως είναι χρήσιμη και για την δική μας περίπτωση. Η ένταση του φαινομένου στη περίπτωση της Ελλάδας υπερβαίνει κάθε σχετική επισήμανση, βέβαια, αλλά τα αίτια εν πολλοίς είναι κοινά. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις θεσμικής κατάρρευσης που οφείλεται σε έλλειμμα κοινωνικής εμπιστοσύνης είναι η διαχείριση του δημόσιου πλούτου στην χώρα μας.

Η έγγεια ιδιοκτησία υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο έντονης κοινωνικής κριτικής. Η κριτική τοποθέτηση απέναντι στο φαινόμενο ήταν εκείνη που απαίτησε και την ταξινόμησή της ανάλογα με τον ιδιοκτήτη, το μέγεθος, την νομική κατοχύρωση, τις πολιτικές προεκτάσεις της και τις δημοσιονομικές προνομίες της (βλ. για παράδειγμα ενιαίο φόρο κατά Henry George).  Σήμερα, τουλάχιστο στη Δύση,  συζήτηση επί του θέματος έχει χάσει την οξύτητά της και γίνεται με νηφαλιότητα και κυρίως για πρακτικά ζητήματα. Σπάνια τίθεται θέμα μεταβολής του καθεστώτος της έγγειας ιδιοκτησίας. Ο λόγος είναι απλός: Στις σύγχρονες δημοκρατίες η έγγεια ιδιοκτησία είναι ελεύθερη, απαλλαγμένη από πολιτικές και κοινωνικές προνομίες και αντικείμενο απλής συναλλαγής. Οι ταξινομήσεις της είναι πλέον σχετικά προφανείς, όμως μεγάλη/μικρή, ιδιωτική/δημόσια/κοινή, αστική/αγροτική,  κ.ο.κ.  Στην βαλκανοειδή Ελλάδα, εν τούτοις, υπάρχει ένα είδος ιδιοκτησίας που σηκώνει τεράστιο κουρνιαχτό στο πολιτικό πεδίο μόλις επιχειρηθεί κάποιο βέβηλο άγγιγμα ακόμη και με καλή πρόθεση. Πρόκειται για την «δημόσια ακίνητη περιουσία» που περιλαβαίνει την εντός συναλλαγής έγγεια και ακίνητη περιουσία του κεντρικού κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ. Αυτή η κοινωνική περιουσία τελεί υπό την κατάρα ενός ταμπού που την έχει καταδικάσει σε αιώνια αχρησία, ή σε suboptimal χρήση και που απειλεί με φυλακή ή δικαστικό και πολιτικό διασυρμό όποιον καταπιαστεί με αυτή. Ας προσπαθήσουμε στο κείμενο αυτό να διεισδύσουμε μετά λόγου γνώσεως στον μυστηριώδη αυτόν χώρο που λες και τελεί υπό την κατάρα των Φαραώ όπως τα υπόγεια των αιγυπτιακών πυραμίδων. Το θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού στο νέο μνημόνιο γίνεται ειδική αναφορά στον τρόπο διαχείρισής της για τους σκοπούς της οικονομικής ανάταξης της χώρας.

Στην ίδια παραπάνω έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδας επισημαίνει ότι «εκφράζεται συχνά η άποψη ότι η τεράστια, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής

Ένωσης, ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου κρύβει σημαντικές υπεραξίες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, στην αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και του δημόσιου χώρου, αλλά και να ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα. Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί σε κάθε τέτοια προσπάθεια». Στην έκθεση απαριθμούνται  μια σειρά από προβλήματα που σχετίζονται με την αξιοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων οι καταπατήσεις, η ασάφεια των ορίων και των τίτλων ιδιοκτησίας και οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, εν τούτοις, θα είχαν περιοριστεί σε λογικό επίπεδο αν το ίδιο το δημόσιο, δια μέσου των εντεταλμένων διαχειριστών του, είχαν επιμεληθεί της δημόσιας περιουσίας ακολουθώντας τις ίδιες προφανείς αρχές που διέπουν την αντίστοιχη συμπεριφορά του οποιουδήποτε «νοικοκύρη». Επομένως, το κεντρικό πρόβλημα είναι το γιατί οι διαχειριστές δεν έκαναν σωστά το έργο τους.

 

Η πρώτη και αυθόρμητη απάντηση είναι ότι ποτέ κάποιος διαχειριστής δημόσιας περιουσίας δεν λογοδότησε με σοβαρότητα για τον τρόπο και τα αποτελέσματα της  εκτέλεσης του καθήκοντός τους. Για παράδειγμα, οι καταπατήσεις γίνονται σε συγκεκριμένο χρόνο και από συγκεκριμένα άτομα όταν την αρμοδιότητα για την εποπτεία και διαχείριση του καταπατουμενο έχουν συγκεκριμένοι δημόσιοι λειτουργοί που όφειλαν να ενεργούν στα πλαίσια συγκεκριμένης νομοθετημένης επιμέλειας. Γιατί, λοιπόν, ποτέ κανείς υπεύθυνος διαχειριστής δεν «τραβήχτηκε» στα δικαστήρια επειδή κάτω από τα μάτια του κάποιοι θρασείς πολίτες καταπάτησαν τα δημόσια κτήματα της αρμοδιότητάς του;  Αντίθετα, πολλοί διαχειριστές «τραβήχτηκαν» στα δικαστήρια και στην δημόσια  κατακραυγή, επειδή προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την δημόσια περιουσία που βρίσκονταν στην ευθύνη τους. Αλλά και το ελαφρυντικό ότι δεν είναι καν καταγεγραμμένη και εκκαθαρισμένη η δημόσια περιουσία, δεν απαλλάσσει τους κατά νόμο διαχειριστές από την ευθύνη για αυτή την πλημμέλειά τους. Και σε αυτή την περίπτωση οι υπεύθυνοι είναι σαφώς προσδιορισμένοι και τα καθήκοντά τους σαφώς περιγεγραμμένα από την συνήθη νομοθεσία περί επιμελείας εμπιστευμένης περιουσίας. Κάθισε ποτέ στο σκαμνί κάποιος υπουργός ή δημόσιος λειτουργός που αθέτησε την υποχρέωσή του να έχει σαφώς καταγεγραμμένα τη δημόσια περιουσία που βρίσκεται στην ευθύνη του; Και, τέλος, πώς δικαιολογείται το παράδοξο, σε περιπτώσεις μεταβίβασης ευθυνών στην δημόσια ιεραρχία να γίνεται λεπτομερής καταγραφή και τυπική παράδοση αντικειμένων ευτελούς αξίας, ενώ για την σπουδαία δημόσια περιουσία δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια διαδικασία; Όταν υπηρετούσα τη θητεία μου, καθυστέρησε μια εβδομάδα η απόλυσή μου επειδή στο περίφημο 108 δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την έλλειψη δύο τσουραπιών και ενός «κολοβίου». Όταν, όμως, αναλαμβάνει ο αρμόδιος για την δημόσια περιουσία δημόσιος λειτουργούς, γιατί δεν του ζητήθηκε ποτέ να υπογράψει ένα αντίστοιχο 108; Είναι, λοιπόν, τουλάχιστο παράδοξο να ζητούνται ευθύνες με κατακραυγή από οποιονδήποτε αποφασίσει ή υποχρεωθεί να κάνει τη δουλειά του αξιοποιώντας περιουσιακό στοιχείο της αρμοδιότητά τους, και ταυτόχρονα να καλύπτονται από άτυπη ασυλία όλοι εκείνοι στα χέρια των οποίων κατακρημνίζεται η πραγματική αξία της δημόσιας περιουσίας.

 

Είναι, λοιπόν άλυτο από τη φύση του το ζήτημα της δημόσιας περιουσίας; Ασφαλώς όχι. Κατά την γνώμη μου, θα αρκούσαν μερικά τυπικά μέτρα σε πρώτη φάση, για να στρωθεί το έδαφος για μια αποτελεσματικότερη διαχείριση. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων ενδεχομένως, να είναι και τα εξής:

  • Απογραφή, παράδοση και παραλαβή με προσωπική χρέωση των ακινήτων του δημοσίου στον εκάστοτε υπεύθυνο για την διαχείρισή τους.
  • Εκ των προτέρων εκτίμηση προσδοκώμενης απόδοσης και περιοδική λογοδοσία των υπευθύνων διαχειριστών για την πραγματική απόδοση.
  • Θεσμοθέτηση ως ιδιωνύμου αδικήματος απιστίας για την περίπτωση που διαχειριστής δεν φρόντισε για την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που είχε στην ευθύνη του.
  • Ίδρυση Ειδικού Νομικού Προσώπου για την παροχή τεχνικής υποστήριξης για την αποδοτική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ευτυχώς κάτι τέτοιο, προβλέπεται, ελαττωματικά όμως, από την συμφωνία με το Κουαρτέτο. Είναι ευκαιρία να γίνει μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά πάνω στην ιδέα αυτή.

 

Οι πολιτικές δυνάμεις που επαγγέλλονται την μεταρρύθμιση, δεν έχουν καμία δικαιολογία να μη επεξεργαστούν και απαιτήσουν την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, ειδικά στην περίοδο που ζούμε. Είναι βέβαιο, ότι και μόνη η έναρξη διαλόγου πάνω στο ζήτημα αυτό θα ανοίξει μια εξαιρετικά χρήσιμη και ενδιαφέρουσα πολιτική συζήτηση.