Δύο χρόνια από τον θάνατο του Λου Ρηντ
—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—
Έχω πει πως η ιστορία που υπάρχει πίσω από το μυθιστόρημά μου Hotel Chelsea, πιθανότατα είναι πιο ενδιαφέρουσα από το ίδιο το μυθιστόρημα. Θυμάμαι (όταν πια όλη αυτή η απίστευτη ιστορία είχε λήξει, και εγώ πλέον γνώριζα πότε, και πού, θα έμενα στη Νέα Υόρκη, έστω τον ελάχιστο χρόνο που θα έμενα) ήμουν στο Μετρό της Αθήνας και στο iPod έπαιζε συνεχώς το «Take a walk on the wild side». Μα συνεχώς. Και το «New York telephone conversation». Αλλά ιδίως το πρώτο, αυτό.
Κι έλεγα μέσα μου: Δεν θα το βρεις αυτό που ακούς… Μην παραληρείς, αυτό δεν θα το βρεις… Είμαστε στο 2011, αυτά τα παλιά δεν θα τα βρεις… Δεν είναι καν της εφηβείας σου, είναι ακόμη παλιότερα, δεν ανήκουν καν σε ό,τι υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να έχεις γνωρίσει — οπότε, ούτε τα φαντάσματα δεν θα είσαι σε θέση ν’ αναγνωρίσεις ακόμη κι αν τα δεις… Πέραν του ότι, δεν είσαι όχι απλώς Νεοϋορκέζος, αλλά ούτε καν Αμερικανός!
Αλλά, μηδέν. Χαμογελούσα ως ερωτευμένος 16άχρονος. Μπας και να ήμουν, κιόλας; Αλλά αυτό είναι η ιστορία του μυθιστορήματος ή η ιστορία πίσω από το μυθιστόρημα. Ας συνεχίσουμε με την άλλη, της πατρίδας.
Όταν, λοιπόν, έσπρωξα τη διπλή πόρτα της εισόδου του Chelsea Hotel, γύρω στις 9 το βράδυ, κάμποσες ημέρες αργότερα, τα φαντάσματα με άρπαξαν από το λαιμό. Και δεν με άφησαν για περίπου 6 μήνες. Δύο εβδομάδες ζούσα μαζί τους, αλλά αυτά, ως καλά φαντάσματα, με ακολούθησαν και στην Ελλάδα. Και δεν με εγκατέλειψαν, έρχονται ακόμη. Και στη Γαλλία.
«Η πατρίδα», μου είχε πει η ψυχολόγος. «Η πατρίδα σου είναι εκεί, απλά, δεν έλαχε να ζήσεις εκεί. Πολλοί δεν ζουν στην πατρίδα τους, δεν χάθηκε κι ο κόσμος…»
«Κι ο Lou Reed; Κι η Laurie Anderson; Η γυναίκα του; Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτούς; Γονείς μου είναι;»
«Ε, βέβαια, και είναι οι γονείς σου!»
Μα… Εγώ είμαι… Από την Αθήνα, ήθελα να της πω, αλλά δεν το είπα. «Δεν ήξερα πως η τέχνη ορίζει και πατρίδες», της είπα, τελικά.
«Εννοείται!»
Με σκότωσε αυτή η σιγουριά της. «Μα οι άνθρωποι δεν είναι τέχνη…»
«Και την τέχνη ποιοι την κάνουν; Εξωγήινοι; Εκτός αυτού, πολλοί άνθρωποι είναι οι ίδιοι τέχνη. Πριν «πράξουν τέχνη» είναι τέχνη οι ίδιοι, αυθύπαρκτη τέχνη. Αρκεί που κάθονται, περπατούν, μιλούν, οτιδήποτε. Η ύπαρξή τους από μόνη της είναι μια καλλιτεχνική πράξη. Αυτοί οι άνθρωποι, έτσι, ορίζουν εποχές, τέχνες, ρεύματα τεχνών, σχολές, πόλεις, πατρίδες, οτιδήποτε. Ο Picasso, για παράδειγμα, ήταν αυτό, ο Warhol το ίδιο, για να μιλήσουμε για την πατρίδα σου — και ο Lou Reed, βέβαια… Πώς να μην φανούν τα φαντάσματά τους σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, η ιδιαίτερη πατρίδα τους ήταν εκεί… Πού γεννήθηκε ο Lou Reed;»
«Στο Brooklyn, το 1942…»
«Πόσο χρονών είσαι;»
«47»
«Μικρούλης σ’ έκανε…»
Θυμήθηκα το Βερολίνο. «Στο Βερολίνο — το ίδιο ένιωσα… Αλλά εκεί έζησα δυο χρόνια! Λογικό να νιώσεις πατρίδα μια χώρα όπου έζησες δυο χρόνια!»
«Μα κι ο Lou έζησε εκεί…»
«Ναι — τρομερή πόλη… Το Berlin είναι από τα πλέον εμβληματικά του άλμπουμ».
* * *
Συγγραφέα θα τον έλεγα. Άλλωστε, και οι κριτικοί του Rolling Stone συγγραφέα τον έχουν πει. Δύσκολος συγγραφέας. Όπως και δύσκολος μουσικός. Όπως δύσκολη ήταν και η γυναίκα του, η Laurie Anderson. Δύσκολοι γονείς, αλλά τι…
Πολύς πόνος, πολλά ναρκωτικά, πολύ αλκοόλ, πολλή ψυχή, που αδυνατεί να βρει ένα στοιχειώδες στίγμα, πολλή τέχνη. Πολύ περισσότερη. Από εκείνες που αληθινά αποτελούν τροφή. Κάτι σαν τη φωτογραφία του Robert Mapplethorpe με την Patti Smith σε κάποιο μπαλκόνι του γνωστού ξενοδοχείου.
Καταπληκτικά χαμόγελα πίσω από μαύρα γυαλιά, με όλους. Andy Warhol, Iggy Pop, John Cale, David Bowie, Nico, Lou Reed. Υπάρχει αυτή η φωτογραφία. Ω! Ναι! Κάτι σαν το στίχο: «We are going out! Out on the streets! Yes we are going out!»
Μερικές φορές νομίζεις πως ήταν συνειδητή εκείνη η εποχή. Πως όλα αυτά ήταν συνειδητά. Ελπίζω να είναι κατανοητό ότι το μόνο συνειδητό ήταν το ξερατό κάθε πρωί όταν το αλκοόλ ξεπερνούσε κάποιο όριο, ή η αγωνία του αν το βαποράκι θα έρθει στην ώρα του ή όχι. «I’m waiting for my man».
Δόξα τω Θεώ, όλοι εκεί, σ’ εκείνες τις τότε πόλεις, σ’ εκείνες τις τότε παρέες, σ’ εκείνες τις τότε δύσκολες τέχνες, ζούσαν και δημιουργούσαν χωρίς τον κάθε ιδεοληπτικά κεκαυμένο ινστρούχτορα από πάνω τους, να τους μετρά τα λόγια.
Το μηδέν ήταν συνειδητό, μόνον αυτό. Ο θάνατος. Το τέλος.
Καταπληκτικά τα ασπρόμαυρα φιλμ μικρού μήκους του Andy Warhol με όλους τους προαναφερθέντες συν κάμποσους άλλους, να ποζάρουν κοιτώντας το φακό. Χωρίς άλλο. Χωρίς τίποτε. Μηδέν. Να κοιτούν το φακό. Καμία ιστορία και καμιά Ιστορία. Η τέχνη, οι ίδιοι. Όχι η τέχνη. Δύσκολα πράγματα. «Language is a virus from outer space». Αλλά αυτό δεν θα σας πω ποιος το έγραψε.
Το MoMa, ο ναός, ο θεματοφύλακας, τα είδε όλα αυτά, τα μέτρησε, και τα εκθέτει. Είτε μόνιμα είτε με μικρά αφιερώματα. Να ξέρουν οι τώρα τι ήταν οι τότε. Τι θαυμάζουν. Ποιους γονείς. Και ποιες πατρίδες.
* * *
Το Δυτικό Βερολίνο έμοιαζε πολύ με τη Νέα Υόρκη. Κυρίως με το Lower Εast Side του Manhattan. Λες και όλοι εκεί ήταν για να δράσουν. Τέχνες γεννήθηκαν χωρίς να πεθάνουν ποτέ. Και στη μία και στην άλλη πόλη.
Το σημερινό Βερολίνο, το ενωμένο, δεν μοιάζει πια με τη Νέα Υόρκη. Με το Lower East Side του Manhattan, εννοώ, όχι με την υπόλοιπη Νέα Υόρκη. Από ό,τι γνωρίζω ή έχω δει ή έχω διαβάσει ή μου λένε, το Village, το Chelsea, η Tribeca δεν μοιάζουν με αυτό που ήταν. Το ίδιο το ξενοδοχείο, το Hotel Chelsea, έχει κλείσει πια και πότε θα ανοίξει και πάλι, κανείς δεν το ξέρει.
Ένας αναλυτής, και expert —«They always call an expert… To solve the problems… Only an expert can deal with problems…»—, είχε πει πως το τότε Βερολίνο, εκείνη η χωρισμένη πατρίδα, η κερματισμένη χώρα, πιθανόν έδινε την αίσθηση των διαλυμένων ανθρώπινων σχέσεων, της κατακερματισμένης ψυχής εκείνων των καλλιτεχνών. Οπότε και εμφανίστηκε ο David Bowie με ένα γουρουνάκι μέσα στο χοντρό μαύρο παλτό του.
Το αβάσταχτο της πραγματικότητας, αλήθεια, δεν φαίνεται πουθενά, ε;
Τι να πω, ξέρω γω; Κάτι προσπάθησα να πω στον Επιβάτη μου. Για εκείνο το τότε Βερολίνο.
* * *
Υπάρχει μία εκτέλεση του τραγουδιού «Berlin» — από το οποίο πήρε τον τίτλο του και το ομώνυμο άλμπουμ του Lou Reed, το δεύτερο μετά το Transformers, το οποίο άλμπουμ έγινε δεκτό με τραγικές κριτικές, οι οποίες έπεσαν παντελώς έξω γιατί το άλμπουμ αυτό θεωρείται μάλλον το πλέον σημαντικό του. Στην εκτέλεση εκείνη, λοιπόν, ο Lou Reed, τραγουδά το «Berlin» ζωντανά στο Bataclan στο Παρίσι το 1972. Με τον John Cale στο πιάνο. Έναν χρόνο πριν βγει το ομώνυμο άλμπουμ. Σε αυτή την εκτέλεση, υπάρχει μία εισαγωγή με πιάνο η οποία ποτέ δεν μπήκε στο κανονικό βινύλιο, και η οποία μόλις το 2006 παίχτηκε ζωντανά στη Νέα Υόρκη· εκεί, σε μια ασπρόμαυρη λήψη, στο βάθος του πλάνου ο Lou Reed φαίνεται προφίλ να τραγουδά κολλητά στο μικρόφωνο (πάντα έτσι τραγουδούσε ζωντανά, και σχεδόν ακίνητος, ενώ δεκαετίες αργότερα έφτιαχνε συνεχώς και τα γυαλιά του, λες και κάποια δουλειά είχε να τελειώσει) —μια που φωνή επί της ουσίας δεν είχε, αν εξαιρέσουμε το πώς κατάφερνε να την κατευθύνει με μηδαμινές αλλαγές του τονισμού μέσα στην όχι και τόσο εύκολη μουσική του—, και φαίνεται καθαρά, και η Nico, για τη σπανιότατη αυτή λήψη και εκτέλεση του τραγουδιού, είχε σχολιάσει: «Τραγικό κούρεμα, ε; »
https://youtu.be/4be4Az5BM-c
Το Berlin, το άλμπουμ, έχει να κάνει με ένα ζευγάρι ναρκομανών, που στο τέλος βρίσκουν το θάνατο και οι δύο. Πρόκειται για άλμπουμ που είναι τόσο αβάσταχτος θρήνος, ώστε άλλα σχόλια δεν υπάρχουν. Θρήνος για κάποιες πόλεις, για κάποιες γενιές, και για κάτι που δεν συνέβη. Πιθανόν, μια Άλλη Πατρίδα και μια Άλλη Ζωή.
«It was paradise».
Ο Lou Reed όπως θα τον θυμόμαστε
Η πατρίδα «Lou Reed»