Η λέξη πατρίδα προέρχεται από το επίθετο πάτριος, κι αυτό από το πατήρ-πατέρας, που παραπέμπει στον πατριαρχικό πολιτισμό των αιματοσυγγενικών κοινοτήτων, στα γένη ή πατριές. Μετά την εγκατάλειψη του νομαδικού βίου και την ανακάλυψη της γεωργίας έγινε πατρίς γαία ή πατρίς άρουρα, για να υποδηλώσει την μόνιμη συμβιωτική εγκατάσταση. Η πρώτη σημασία λοιπόν της λέξης πατρίδα εννοούσε το δεσμό του ανθρώπου στην πατρική γη, που αποτελούσε τόπο καταγωγής του, θεμελιώδη ορισμό του οικείου του και αξιακό προορισμό για την ζωή του.
Αργότερα, η σημασία της πατρίδας επεκτάθηκε σε ένα μεγαλύτερο τμήμα της εν λόγω περιοχής, ή κάλυψε ακόμα και ολόκληρη τη χώρα. Στη πορεία αυτή σπάσανε οι πρόσωπο με πρόσωπο σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας πατρίδας, και χρειάστηκε να γεμίσουν τα κενά που δημιουργηθήκαν, με ιδανικά και σύμβολα, για να μείνουν οι άνθρωποι συνδεδεμένοι και να μειωθούν οι μεταξύ τους αντιθέσεις, προσδίδοντας συνάμα ένα θρησκευτικής υφής αίσθημα ιερότητας και σεβασμού στην έννοια πατρίδα.
Στη νεότερη κοινωνία συντελέσθηκε η απομάκρυνση των ανθρώπων από την γη τους, η εκβιομηχάνιση που οδήγησε στην αστυφιλία, και η εμφάνιση της αυτονομίας ως ύψιστης πλέον πολιτισμικής αξίας. Στο νέο αυτό περιβάλλον, η παραδοσιακή ενότητα των ανθρώπων διασπάστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, οι ιστορικοί κοινωνικοί δεσμοί διερρήχθησαν και το άτομο, απεκδυόμενο των πατρικών εντολών, πλημμύρισε από πρωτόγνωρα αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Στην φάση αυτή, η λέξη πατρίδα εννοεί πλέον τον προσωπικό γενέθλιο τόπο, όχι τον πατρογονικό. Είναι μια πατρίδα που προσδίδει στον καθένα εκείνο τον ?ενδιάμεσο οικείο χώρο?, τον τόσο απαραίτητο σύμφωνα με τον Winnicott και την Ψυχολογία, για να αναπτυχθεί η ?θεμελιακή εμπιστοσύνη? που θα εγγυηθεί με τη σειρά της, την εσωτερική του συγκρότηση. Συνακόλουθα, ως μνημονικό ίχνος θα συμμετέχει αποφασιστικά στην αναδρομική σύνθεση της αυτοβιογραφικής ταυτότητας του ανθρώπου. Με αυτούς τους τρόπους, η πατρίδα βοηθά και να στηθεί ο κάθε άνθρωπος και να ερμηνευθεί από τον καθένα η ποικιλομορφία της σύνθετης πραγματικότητας που τον περιβάλλει, εξορκίζοντας την αγωνία που αυτή δημιουργεί.
Σήμερα, στην μετανεωτερική εποχή των υπερεθνικών κοινοτήτων, της απεξάρτησης του ατόμου από τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς δεσμούς και των συχνών και μαζικών μετακινήσεων, το να γεννηθείς σ ένα τόπο και να μεγαλώσεις σε άλλον, ενώ οι γονείς σου κατάγονται από κάπου αλλού, δεν είναι σπάνιο. Πολλές φορές, εκεί στα ξένα, θα κληθείς να χρησιμοποιήσεις την μητρική σου γλώσσα (η γλώσσα είναι πάντα μητρική) ως πατρίδα (του πατρός), ζητώντας από τις λέξεις σου να θυμούνται και να εννοούν την ιστορία σου, που μπορεί να μην είναι συμβατή με το αλλόγλωσσο νέο περιβάλλον που βρέθηκες. Στη σημερινή εποχή, επίσης, η έννοια της πατρίδας δεν μπορεί να περιορίζεται από το έμφυλο σημασιολογικό δυναμικό που βρίσκεται στη λέξη “του πατέρα”. Οφείλει να συμπεριλάβει ισότιμα και την κληρονομιά της μητέρας και τη συμβολή της στη συγκρότηση του κοινού βίου. Όσο συμβαίνουν αυτά, η έννοια της πατρίδας αρχίζει πάλι να αλλάζει, και να ολισθαίνει σε κάτι ακόμα πιο αφηρημένο και πιο ψυχολογοποιημένο, και να σημαίνει γενικότερα την μνήμη των σχέσεων με σημαντικούς άλλους που έχουμε κατά το παρελθόν αναπτύξει. Με τη λέξη πατρίδα πλέον εννοούμε τον κοινό μας βίο, την κοινότητα μας, την συλλογικότητα μας, την ομάδα μας, τα “εμείς” που δημιουργήσαμε στη ζωή μας. Τα “εμείς” για τα οποία επιπρόσθετα νοιώθουμε νοσταλγία -λέξη που πρώτος έπλασε, όχι Έλληνας, αλλά ο Αλσατος φοιτητής Ιατρικής Γιοχάννες Χόφερ, το 1688- εννοώντας εκείνη την μελαγχολική επιθυμία να επιστρέψουμε σε “αυτό”, στον τόπο που αναφέρονται οι μνήμες της συνύπαρξης μας με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Πατρίδα λοιπόν πλέον μπορεί να είναι το χωριό του καθενός, ή ακόμα η παιδική του ηλικία ή η γλώσσα του. Μπορεί να υπάρχουν παραπάνω από μία πατρίδες για κάποιον, αλλά δεν υπάρχουν αναγκαστικά πολλές για όλους. Και όλες αυτές οι πατρίδες, δεν προκαλούν την ίδια νοσταλγία. Η πατρίδα επίσης δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο παρελθόν, αφού πατρίδα μπορεί να είναι και όλα αυτά τα σημαντικά “εμείς” που πιθανόν θα συναντήσουμε στο μέλλον, καθώς η ζωή κυλά. Γιατί, όπως λέει και η Κ. Δημουλά “δεν ζει κανείς χωρίς να φεύγει, και τα αγάλματα ακόμα, την νύχτα δραπετεύουν”. Για αυτό και οι Γερμανοί διαθέτουν στην γλώσσα τους μιαν άλλην, εξ ίσου υπέροχη λέξη με την νοσταλγία που απόδωσαν ως Heim-weh, τη λέξη Fern-weh, που υποδηλώνει την νοσταλγία εκείνη που νοιώθουμε για τόπους όπου δεν πήγαμε ποτέ, αλλά που θα θέλαμε πολύ κάποτε να τους επισκεφτούμε.
Πατρίδα λοιπόν, σήμερα, είναι όλα τα σημαντικά “εμείς” που διατηρεί καθένας μέσα του. Όπως συνέβη με τον φίλο μου τον Σ., που ενώ γεννήθηκε στο Βούπερταλ της Γερμανίας από έλληνες μετανάστες γονείς, σπούδασε στην Ελλάδα και από 25ετίας και πλέον ζεί μόνιμα στο Λονδίνο, όντας Βρετανός πολίτης. Ή με τον Μ. που ενώ γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, πέρασε κάποια χρόνια στην Γαλλία και ζει εδώ και 17 χρόνια στην Αθήνα. Και για τους δύο αυτούς, πατρίδα είναι εκείνα τα “σημαντικά εμείς” του καθενός- μνήμες δηλαδή σημαντικών άλλων, διαφορετικής υφής και συντεταγμένων μεταξύ τους- που τους προσφέρουν καταφύγιο και ασφάλεια, ένα τρόπο να ανήκουν στον κόσμο και που ταυτόχρονα τους υποδεικνύουν το νόημα του κόσμου τούτου. Οι ίδιοι άνθρωποι, ως πολίτες πλέον ενός κράτους, που μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που ο καθένας τους λέει πατρίδα, αναλαμβάνουν επιμεριστικά το δικαίωμα κυριαρχίας πάνω στην επικράτεια του κράτους τούτου και την υποχρέωση της υπεράσπισης της αν τυχόν απειλειθεί. Συγχρόνως μέσα από διαδικασίες εσωτερίκευσης της ιδιότητας του πολίτη, τους δημιουργείται η ανάλογη εθνική ταυτότητα, που τους προσφέρει ένα επιπρόσθετο αίσθημα αλληλεγγύης και συμμετοχής σε ένα κοινό προορισμό.
Η πατρίδα, λοιπόν, αποτελεί το τμήμα εκείνο της μακρόχρονης αυτοβιογραφικής μας μνήμης που αναφέρεται στις πρώτες σημαντικές μας σχέσεις, μνημονικές εγχαράξεις που η διέγερση τους προκαλεί νοσταλγικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Η μνήμη της πατρίδας επιτελεί σημαντικότατο υπαρξιακό και ψυχολογικό ρολο, που έχει κατά το πλείστον διευκρινιστεί από τις νευροεπιστήμες, όπως είναι το χτίσιμο του εαυτού και η συνδιαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητες, η κωδικοποίηση του κόσμου και η νοηματοδότηση της ζωής. Η πατρίδα δεν είναι τόπος, γενέθλιος ή του πατρός, δεν είναι ιδέα ή ιδανικό, δεν ταυτίζεται με την εθνική μας ταυτότητα ή με την λειτουργία μας ως πολίτες ενός κράτους, αν και μπορεί να συμμετέχει στη συνδιαμόρφωση τους. Με όλα αυτά, τα διευκρινιστικά αναμένουμε και φέτος να γιορτάσουμε την 25η του Μάρτη.