Είναι προφανές ότι η απόφαση της EKT, υπό την προεδρία του κ. Ντράγκι, να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων αποτελεί μια πραγματική στροφή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από καθαρά οικονομικής άποψης το πρόγραμμα έχει ως στόχο να αυξήσει τον πληθωρισμό προς το επίπεδο του 2% για να βοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη της ευρωζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο ο πληθωρισμός, λέει η ΕΚΤ, λειτουργεί ως εργαλείο για την αύξηση της ζήτησης και τη μείωση των χρεών.
Ο Ντράγκι κάνει εδώ σκριν (ένας παίκτης κλείνει τον δρόμο στον αντίπαλο, έτσι ώστε ο συμπαίκτης του να βρει διάδρομο για σουτ, πάσα ή διείσδυση) στον Ολάντ, στον Ρέντσι, στην ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και γιατί όχι και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανοίγει διάδρομο σε εκείνες τις δυνάμεις που οφείλουν και πρέπει να διεκδικήσουν την αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου ενάντια στη φτώχεια, τη μη συμπερίληψη των δημόσιων επενδύσεων στα ελλείμματα και φυσικά το ευρωομόλογο.
Η οικονομική απόφαση Ντράγκι σηματοδοτεί την επιστροφή στον αστερισμό του πρωτείου της πολιτικής και της δημοκρατίας έναντι της οικονομίας και των αγορών, την επιστροφή στα κεντρικά προτάγματα της άνευ επιθετικών προσδιορισμών (αριστερή-δεξιά) Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία τα τελευταία 30 χρόνια είχε υποχωρήσει ιδεολογικά στις πιέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Δείγμα αυτής της υποχώρησης στην Ελλάδα είναι η κατάταξη της Σοσιαλδημοκρατίας στον κεντρώο και όχι στον αριστερό χώρο. Πάντως ειρήσθω εν παρόδω όποιος στην Ευρώπη, ακόμη και σ’ αυτή την περίοδο της ιδεολογικής υποχώρησης της Σοσιαλδημοκρατίας, υποστήριζε ότι αυτή είναι κεντρώος χώρος, θα τον άκουγαν μάλλον με μια ευγενή συγκατάβαση, αλλά και απορία για το «τι εννοεί ο άνθρωπος».
Το πρόγραμμα Ντράγκι θέτει σε αμφιβολία εκείνη την ατζέντα που θεωρεί ότι η απάντηση στο πρόβλημα της τραυματισμένης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, βρίσκεται στη μείωση των μισθών, στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στην απαξίωση του συνδικαλισμού, στην εσωτερική υποτίμηση, με άλλα λόγια στην επιβολή πολιτικών λιτότητας. Πολιτικές που δεν πραγματοποιούνταν γιατί κάποιοι όφειλαν να τιμωρήσουν τους «σπάταλους», αλλά γιατί εθεωρείτο πως αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για την ανάπτυξη και την επενδυτική επέκταση. Αυτή ήταν η δεξιά πρόταση για τη λύση της ανάπτυξης και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη.
Η άλλη λύση, στην οποία δίνεται η δυνατότητα να αναπτυχθεί με την απόφαση της ΕΚΤ, υποστηρίζει ότι κράτος πρόνοιας είναι αυτή η αποτελεσματική παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η οποία δημιουργεί προϋποθέσεις ανάληψης κινδύνων στην αγορά. Αυτή η λύση δεν αντιλαμβάνεται το κράτος πρόνοιας ως ένα νεοφιλελεύθερο δίχτυ προστασίας, ούτε το βλέπει ως τη συνέχιση του κρατικίστικου μοντέλου των επιδοματικών πολιτικών (βλέπε Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά ως την αναγκαία προϋπόθεση για την επιδίωξη της καινοτομίας στο πεδίο της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Αυτή είναι η σοσιαλδημοκρατική πρόταση.
Πώς μπορούμε να μεταφράσουμε τα παραπάνω στα καθ’ ημάς; Είναι πολύ θετική εξέλιξη ότι η απόφαση Ντράγκι δεν αποκλείει την αγορά των ελληνικών ομολόγων, αρκεί η Ελλάδα να συντάσσεται με τους γενικούς όρους και κανόνες που ισχύουν και για τα άλλα κράτη-μέλη. Στη χώρα μας όμως απουσιάζει αυτό το πολιτικό σοσιαλδημοκρατικό υποκείμενο, που θα εκλογίκευε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το αποτέλεσμα των εκλογών θέτει πλέον προ των ευθυνών τους και τα τρία πολιτικά κόμματα (ΠαΣοΚ, Κίνημα, ΔΗΜΑΡ και «κεντροαριστερών» από το Ποτάμι) που με τον έναν ή τον άλλον τρόπον κινούνται στους δρόμους του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας. Κινούνται δηλαδή στις ράγες του τρένου της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Από εδώ και πέρα όλα (κομματικοί σχηματισμοί, συμμαχίες και προπαντός ηγεσίες) χρειάζεται να αλλάξουν. Και βεβαίως αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς μια νηφάλια εξέταση των λαθών, αλλά και των θετικών της πορείας και των τριών ηγετών αυτού του χώρου.
Νηφάλια εξέταση, όχι γιατί δεν πρέπει να θίγουμε τα σύμβολα, αλλά γιατί το νέο είναι τέτοιο μόνο όταν σέβεται το παλιό που το γεννά, αλλά και όταν δεν αναζητά σ’ ένα «νέο παλιό» τη σωτηρία. Το νέο δεν μπορεί να στηρίζεται στην εκ των προτέρων διάλυση του παλαιού, μπορεί όμως να στηριχθεί στη συντεταγμένη ομοσπονδιοποίηση του παλαιού σ’ ένα Συνέδριο μηδενικής βάσης. Επιπροσθέτως όμως αν και η νέα Σοσιαλδημοκρατία οφείλει να αδιαφορεί για το μέλλον των μηχανισμών, δεν πρέπει να αδιαφορεί για τον ρόλο κάποιων εκ των παλιών μηχανικών. Αυτή είναι η διαφορά του πολιτικού από τον λαϊκισμό του αντιπολιτικού.
Ο ενιαίος ελληνικός σοσιαλδημοκρατικός πόλος δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία του διαδρόμου που του άνοιξε ο Ντράγκι. Ή μήπως της τελικής πάσας;