Πρώτος άνοιξε τον χορό ο Γιώργος Παπανδρέου -ζεϊμπέκικος παρακαλώ- με τον τότε ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ. Ακολούθησε ο Κώστας Καραμανλής, που άνοιξε κουμπαριές με τον Ταγίπ Ερντογάν. Και τον κλείνει ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος συναντήθηκε με τον Τούρκο πρωθυπουργό στην Κωνσταντινούπολη.
Η χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού -o οποίος συνοδεύεται και από γνωστούς Ελληνες επιχειρηματίες- έγινε βέβαια με λιγότερες τυμπανοκρουσίες. Αν αναλογιστούμε ωστόσο την αντιπαράθεση που προηγήθηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης δεν είναι λιγότερο σημαντική. Γιατί σηματοδοτεί την πρόθεση του κ. Σαμαρά να συνεχίσει την πολιτική αναζήτησης λύσεων μέσα από τον διάλογο και την αποφυγή εντάσεων που θα μπορούσαν να πάρουν απρόβλεπτες διαστάσεις.
Είναι καιρός λοιπόν να απαλλαγούμε και από αυτή την ακατανόητη παραφιλολογία περί ΑΟΖ -Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για όσους δεν συμπαθούν τα ακρωνύμια-, η οποία με μυστηριώδη τρόπο εμφανίστηκε περίπου σαν τη μαγική λύση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Αποκρύφτηκε επιμελώς ωστόσο ότι η οριοθέτησή της είναι απολύτως ανάλογη με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας – η οριοθέτηση της μιας ουσιαστικά συνεπάγεται και την οριοθέτηση της άλλης.
Θα λυθούν τα προβλήματα επειδή συζητάμε; Σίγουρα όχι. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Κι είναι αλήθεια ότι κατά κάποιον τρόπο ο χρόνος πια πιέζει: υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για αξιόλογα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή. Θα ήταν ασύγγνωστη αφέλεια όμως να παρασυρθούμε από γεωστρατηγικές φαντασιώσεις και να ακολουθήσουμε πολιτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι ανήκει στην ΕΕ -με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Θα ήταν αυτοκτονικό μετά την οικονομία να γίνουμε και στην εξωτερική πολιτική μέρος του προβλήματος αντί παράγοντας της λύσης.
Και μη νομίζουμε ότι αυτό το παιχνίδι είναι αποκλειστικός χώρος των ΑΝΕΛ και της εθνικιστικής Δεξιάς. Μόλις προχθές επιφανές στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και του αριστερού ρεύματος υποστήριζε ότι με επίκεντρο την ανακήρυξη της ΑΟΖ πρέπει να εγκαταλείψουμε το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν» και να διασφαλίσουμε επαρκή αμυντική αποτρεπτική δυνατότητα – με αύξηση των εξοπλισμών άραγε; Καθόλου παράξενο που ο κ. Λαφαζάνης μέμφεται τον κ. Τσίπρα που θα μιλήσει στο Ιδρυμα Καραμανλή.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι βέβαια η προσπάθεια εδώ και χρόνια για προσφυγή στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι και αυτή η λύση δεν στερείται «κινδύνων».
Οι απόψεις της Τουρκίας δεν πρόκειται να απορριφθούν στο σύνολό τους και ενδεχομένως να υπάρξουν και ορισμένες σοβαρές παραχωρήσεις. Ετσι κι αλλιώς όμως η Τουρκία υπονομεύει και αυτή τη λύση, γιατί βέβαια τα ισχυρά επιχειρήματα -αυτά δηλαδή που στηρίζονται στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας- είναι υπέρ της Ελλάδας.
Με αυτή την έννοια οι προσπάθειες αναθέρμανσης των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ είναι μια θετική εξέλιξη και για την Ελλάδα. Γιατί αποτελεί μια πρόσθετη πίεση προς την Τουρκία να αποδεχθεί τους θεσμικούς κανόνες της Ενωσης και τους κανόνες της καλής γειτονίας. Αλλά και ένα κίνητρο, να καταλήξει σε συμφωνία με την Ελλάδα προκειμένου να ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της.
Είναι μάλλον απίθανο να συζήτησαν τα θέματα αυτά οι κ. Σαμαράς και Ερντογάν και πολύ περισσότερο να συζήτησαν συγκεκριμένες λύσεις. Είναι σίγουρα πρόωρο. Ετσι κι αλλιώς δεν είναι σήμερα ο καιρός που δύο ηγέτες θα μπορούσαν να κάνουν την υπέρβαση. Δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και οι ηγέτες!