Δύο μικρές ιστορίες με νόημα:
1) Ιστορία πρώτη
Συνέβη στη Θεσσαλονίκη. Στα χρόνια της δικτατορίας, η παρέα μου είχε τα χαρακτηριστικά χαλαρής πολιτικής ομάδας, με αναζητήσεις που εκινούντο κυρίως στο χώρο της «αυτονομίας».
Λίγο πριν πέσει η δικτατορία, βρέθηκε κοντά στην παρέα μας ως συμφοιτητής κάποιου, ο Χ (δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί το όνομα), ο οποίος όμως ήταν απολιτικός. Ο Χ λοιπόν, σε κάθε ευκαιρία δήλωνε το όνειρό του: Να γίνει δημόσιος υπάλληλος. (Ελπίζω να το εκπλήρωσε).
Με το που έπεσε η δικτατορία, ο Χ βρήκε αμέσως το δρόμο του. Εντάχθηκε στους μαοϊκούς. Τον ρωτήσαμε πώς και έγινε μαοϊκός αυτός, που ονειρευόταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος και απάντησε: «Αφού όλα τα παιδιά από το χωριό μου πήγαν εκεί, μπορούσα εγώ να μην πάω;».
Και η ένταξή του στους μαοϊκούς, είχε και τα ανθρωπολογικά της αποτελέσματα: Μια μέρα μας ρώτησε συνωμοτικά, περίπου σαν να ρώταγε αν πάσχουμε από λέπρα: «Είστε κι εσείς ρεβιζιονιστές;». Κάποιος του απάντησε: «Ναι, είμαστε ρεβιζιονιστές. Αλλά τι θα πει ρεβιζιονιστές;». Και τότε ο Χ έδωσε τα ρέστα του: «Πού να ξέρω εγώ τι θα πει! Άκουσα όμως στην οργάνωση να σας λένε έτσι. Άρα κάτι κακό είναι».
2) Ιστορία δεύτερη
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου θέλησε να δηλώσει ότι έκανε λάθος σε έναν τομέα της εξωτερικής πολιτικής, δεν χρησιμοποίησε την έκφραση «λάθος μου». Και η αποφυγή της έκφρασης αυτής, ήταν σκόπιμη. Διότι, αν την χρησιμοποιούσε, όλοι θα αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν ο «αλάθητος ηγεμόνας», αλλά κανονικός άνθρωπος που κάνει και λάθη.
Και αυτό γιατί η λέξη «λάθος» είναι φορτισμένη με ό,τι αρνητικό έχει διαδραματιστεί στη ζωή τού καθενός μας, μια και την ακούσαμε από τη μάνα μας, από το δάσκαλό μας, από το φίλο μας κ.ο.κ., για όσα λάθη διαπράξαμε ή μας καταλογίστηκαν.
Για να προστατεύσει λοιπόν το μύθο του, χρησιμοποίησε τη λατινική έκφραση «Mea culpa» (το λάθος μου, το αμάρτημά μου).
Επειδή λοιπόν ουδείς από εμάς είχε βιωματική σχέση με την έκφραση αυτή, αφού σε κανένα μας η μάνα του δεν του είπε ποτέ «η culpa σου», ουδείς ένοιωσε ότι ο Παπανδρέου ομολογούσε ότι έκανε λάθος.
Αντίθετα πολλοί, ακόμη και λατινομαθείς – άλλωστε, ούτε σ’ αυτούς οι μανάδες τους είπαν ποτέ «η culpa σου» – θα σκέφτηκαν: «Πώς τα λέει ο μεγάλος!».
Οι δύο αυτές ιστορίες, είναι χαρακτηριστικές για τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα: Είτε δηλαδή ως μία πρωτόγονη τελετουργία που εγκλείει δαιμονικά νοήματα (στην πρώτη περίπτωση), είτε ως φενάκη για την απόκρυψη του πραγματικού νοήματος (στη δεύτερη).
Την περίοδο που διανύουμε, δύο είναι οι βασικές λέξεις με τις οποίες είτε δαιμονολογούν, είτε φενακίζουν αυτοί, που με όρους τυχοδιωκτισμού, εμφανίζονται ως προστάτες της πατρίδας και του λαού: Οι λέξεις «μνημόνιο» και «καταγγελία».
Έτσι λοιπόν, ενώ η λέξη «μνημόνιο» αναφέρεται στις προϋποθέσεις για τη λήψη δανείου, με όρους πανουργίας αφαιρούν το ιστορικό αυτό νόημα και το αναπληρώνουν με δαιμονικό περιεχόμενο. (Το δαιμονικό δεν περιγράφεται. Απλώς το νιώθουμε.)
Δεν είναι τυχαίο ότι όποιος δεν αντιδρά με αποτροπιασμό στο άκουσμα της λέξης «μνημόνιο», αντιμετωπίζεται περίπου ως λεπρός. Όπως δηλαδή και οι «ρεβιζιονιστές» της πρώτης ιστορίας. Αντίστροφα, ενώ η καταγγελία της δανειακής σύμβασης σημαίνει αυτό που συνεπάγεται, ήτοι την άμεση διακοπή της χρηματοδότησης και άρα τον αιφνίδιο θάνατο της χώρας, εμφανίζεται με αντεστραμμένο περιεχόμενο: Ως ηρωική πράξη σωτηρίας του λαού ή της πατρίδας (η διάλεκτος ανάλογα με την αριστερή ή δεξιά καταγωγή των δημοκόπων).
Και όχι μόνον. Αλλά όποιος εμφανίζεται περισσότερο ανένδοτος, εισπράττει και τα αντίστοιχα πατριωτικά ή φιλολαϊκά ένσημα. («Όλα τα μπορεί ο μεγάλος, όλους τους έχει στο χέρι, από τη Μέρκελ ως τον Ολανδρέου!», σκέφτονται οι δέκτες του μηνύματος.)
Όταν δε – όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κ. Σοφούλης – η πολιτική υποκουλτούρα του τυχοδιωκτισμού κινείται στο επίπεδο του «άμα λάχει, να πούμε», τότε είναι «ανίκητη σε γη και σε πελάη», γιατί δεν αφήνει καν πεδίο για αντίρρηση. (Ας μην ταυτιστεί ο κ. Καμμένος με το στίχο. Τον εκστόμισε εξωλέστατος Εαμοβούλγαρος ποιητής.)
Η απόλυτη αυτή νοηματική σύγχυση, δεν είναι απλό θέαμα. Αντίθετα, παρήγαγε και το παρανοϊκό σύνδρομο των ημερών: Το ότι οι συμπολίτες μας, με τα ίδια ποσοστά που απορρίπτουν το μνημόνιο, επιθυμούν να παραμείνουμε και στο Ευρώ!
Υ.Γ. Σ’ αυτούς που οδηγούν τη χώρα στον αιφνίδιο θάνατο, ενώ δηλώνουν ότι επιδιώκουν να παραμείνουμε στο Ευρώ, θα πρέπει επίμονα να τίθεται το ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν τους τέθηκε: «Για ποιο λόγο θέλετε να παραμείνουμε στο Ευρώ;». Η αλαλία ή οι σουρεαλιστικές απαντήσεις που θα εισπράξουμε, θα τους αποκαλύψουν.