Τα προτεινόμενα κυβερνητικά σχέδια περί Παιδείας θα έπρεπε να θεωρηθούν casus belli για κάθε προοδευτικό πολίτη. Τουλάχιστον τα κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα θα όφειλαν να κάνουν περισσότερο σαφές ότι καταδικάζουν απολύτως τέτοιες παρεμβάσεις σε ζητήματα θεμελιώδη για το μέλλον των νέων. Ευτυχώς, κάποια πολιτικά πρόσωπα, π.χ. ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλώνουν ότι αποκλείεται κάθε συζήτηση με την κυβέρνηση, εφόσον αυτή συνεχίζει να ξηλώνει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε ευρεία διακομματική στήριξη.
Στη μελλοντική πολιτική ιστορία, πιθανώς θα εξετάζονται ως ιδιάζουσα παραδοξότητα τα πρόσωπα που τον τελευταίο χρόνο έπαιξαν καίριους ρόλους στην εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση. Αποτελεί πράγματι ακραίο παράδειγμα το ότι αναγνωρισμένοι διανοούμενοι, που παλαιότερα τιμήθηκαν γενναιόδωρα από τον κόσμο της ανανεωτικής Αριστεράς ή τον χώρο του εκσυγχρονισμού, επέλεξαν να προσφέρουν θεωρητική νομιμοποίηση σε ένα εγχείρημα που με βεβαιότητα οδηγεί την ποιότητα της Παιδείας σε έκπτωση.
Ο διάλογος για την Παιδεία έχει ήδη ξεκινήσει με εισηγήσεις των αρμοδίων και υποτίθεται ότι επιδιώκει κοινωνική και πολιτική συνεννόηση και συναίνεση. Στην πραγματικότητα είναι σημαδεμένος από την αρχή. Παραφράζοντας ελαφρώς τον λόγο του προέδρου της: «η Επιτροπή Διαλόγου αποτελείται από υπεύθυνα πρόσωπα που στοχάζονται συριζικά το πρόβλημα της εκπαίδευσης». Ξεκίνησε με σωρεία πομπωδών υποσχέσεων, παρ’ όλο που οι αρμόδιοι γνωρίζουν πως η πραγματοποίησή τους είναι ανέφικτη για πολλά χρόνια, δεδομένης της οικονομικής και συνδικαλιστικής πραγματικότητας: «Σχεδιασμός για καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης», «Καθιέρωση ολοήμερου δημοτικού σχολείου παντού», «Αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου» (μήπως πάρουν τους αποτιμητές με τις πέτρες;), «Τολμηρός ανασχεδιασμός πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων». Στη συνέχεια, ιδεολογικά πυροτεχνήματα: «Το σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης θα μεταφέρει πολιτισμικούς πόρους στα παιδιά και στους γονείς και θα κάνει το σχολείο πολιτισμικό κέντρο», «Στις δύσκολες περιοχές θα δώσουμε τη δική μας μάχη αριστείας», «Βαθιές και σωστικές παρεμβάσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης». Για να φανερωθεί τελικά ότι όλη αυτή η αντιμεταρρύθμιση γίνεται εναντίον: «Της επέλασης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στο σχολείο», «Των Συμβουλίων Ιδρύματος, που έτσι κι αλλιώς δεν ευδοκίμησαν ως αμάσητος εισαγόμενος θεσμός», «Της κατάργησης του ασύλου, αφού επανέρχεται ο ορισμός που υπενθυμίζει ότι αναφερόμαστε σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», «Ενός μεταφερόμενου και επιβαλλόμενου μοντέλου μεταρρύθμισης που κάνει την εκπαίδευση εργαλείο κοινωνικής μηχανικής».
Είναι ατύχημα ότι δογματισμός και ιδεοληψία έχουν συμπέσει με μια ανεπανάληπτηανικανότητα. Ανικανότητα τόσο για την κατανόηση των παθογενειών της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων όσο και για την υλοποίηση των απαιτούμενων για τη θεραπεία τους ενεργειών.
Αν και το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων διαγράφεται ζοφερό, έχουν προσωρινά συντηρηθεί σε αποδεκτό επίπεδο για δύο λόγους. Ο πρώτος ότι, ως αδρανή σώματα, διατηρούν θετικά στοιχεία από προηγούμενες δεκαετίες, άρα οι εκπτώσεις στην ποιότητα της διδασκαλίας, της έρευνας και των διοικητικών λειτουργιών δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί έντονα. Ο δεύτερος ότι το επίπεδο των φοιτητών διατηρείται ακόμα υψηλό στα καλά ιδρύματα, επειδή τα περισσότερα προικισμένα παιδιά εξακολουθούν για οικονομικούς λόγους να επιλέγουν προπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, πράγμα που πιθανώς θα αλλάξει σε περίπτωση οικονομικής ανάκαμψης, αφού η σημερινή εκπαιδευτική ζημιά θα αργήσει να αναστραφεί και οι ικανότεροι θα αναζητούν καλύτερες σπουδές στο εξωτερικό.
Το μοντέλο πανεπιστημίου που υπερασπίζεται η κυβέρνηση είναι θερμοκήπιο εκτροφής της κρίσης. Πριμοδοτεί την πνευματική οκνηρία, ενώ αποκλείει τη σπουδαστική κανονικότητα, που είναι βάση εργατικότητας, αποδοτικότητας και επιστημονικών εξάρσεων. Εξορκίζει την πρωτοβουλία, τη διεπιστημονικότητα και την επιχειρηματικότητα, που είναι η σημαντικότερη διέξοδος των αποφοίτων. Καταδικάζει την ηλεκτρονική ψηφοφορία, δηλαδή το καλύτερο εργαλείο πραγμάτωσης της ισότητας, το ανάχωμα κατά της εξουσίαςδυναμικών μειοψηφιών. Ενθαρρύνει ομάδες με αυταρχικές πρακτικές που ωθούν στα άκρα συντεχνιακές λογικές, ασκούν απροσχημάτιστη βία για να «περιφρουρήσουν» απεργίες, καταλήψεις, αυθαιρεσίες και ανεξέλεγκτα άβατα, διαλύουν συνεδριάσεις των οργάνων διοίκησης και επιβάλλουν «συνδιοίκηση» με τους όρους ενός βαθέος πανεπιστημίου. Τα ενοχλητικά εμπόδια, δηλαδή οι κορυφαίοι καθηγητές από το εξωτερικό και οι άλλοι αξιόλογοι πολίτες που κλήθηκαν στα Συμβούλια Ιδρυμάτων, αποψιλώνονται άμεσα από κάθε ουσιαστικό ρόλο, ώστε να εξαναγκασθούν σε παραίτηση. Η σκληρή ιδεολογική πλατφόρμα για την εκπαίδευση αποτυπώθηκε γνήσια στην εμβληματική φράση του προηγούμενου υπουργού Παιδείας κατά τις προγραμματικές δηλώσεις: «Η αριστεία είναι ρετσινιά». Παράλληλα, το καθεστώς εξοφλεί με αυτόν τον τρόπο γραμμάτια προς το βαθύ πανεπιστήμιο, που ήταν αρωγός στην κατάληψη της εξουσίας.
Η υπονόμευση της ενσωμάτωσης της ανώτατης εκπαίδευσης στο εκπαιδευτικό σύστημα του ανεπτυγμένου κόσμου είναι γεγονός, το μοντέλο όμως που τείνει να εφαρμοσθεί στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες προκαλεί ζημιά ακόμα βαθύτερη και διαρκέστερη. Η δήθεν δημοκρατία χρησιμοποιείται ως επικάλυμμα ενός κομματικού και συνδικαλιστικού επικαθορισμού της εκπαιδευτικής και διοικητικής ιεραρχίας. Η απουσία αξιολογικών συστημάτων υποκαθίσταται από κομματικές διαμεσολαβήσεις, πελατειακές σχέσεις και δίκτυα κολλητών. Παραμερίζονται η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα, που κανονικά συνιστούν τα βασικά αντικειμενικά κριτήρια για τη συγκρότηση εκπαιδευτικών συστημάτων.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι το υπαρκτό σχολείο της ευκολίας και της ραστώνης που επιπλέον, με δικαιολογία την καταπολέμηση των διακρίσεων και τη μείωση των ανισοτήτων, προβάλλεται ως υπόδειγμα. Τραβάει τους μαθητές έξω από τις προκλήσεις της εποχής, ούτως ώστε στο μέλλον να ξαναγεμίζουν τις πλατείες των αγανακτισμένων ή να πιστεύουν σε ψεκασμούς. Αγνοώντας τον στόχο ανάπτυξης κριτικής σκέψης, υπονομεύοντας την αξιοκρατία, καταργώντας την τράπεζα θεμάτων, μπερδεύοντας την ισότητα στην εκπαίδευση με τον εξισωτισμό προς τα κάτω, επαναφέροντας μια περίεργη αντίληψη «κοινοτισμού» που αντιτίθεται στον «διευθυντισμό και στην τεχνοκρατία», επιδιώκοντας τη διαμόρφωση χαρακτήρων με «ολιστικό» (μήπως και ολοκληρωτικό?? τρόπο, αναδεικνύει έναν γενικευμένο αναχρονισμό και θέτει ως πλαφόν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή στην παραγωγή εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Θεσμοθετεί το δικαίωμα στην αμάθεια, με την αφελή άποψη ότι έτσι θα προστατευθούν οι κοινωνικά αδύναμοι και θα δημιουργηθεί ασπίδα κοινωνικής προστασίας.
Οταν π.χ. κατεδαφίζεται ο επιτυχημένος θεσμός των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων, ένας θεσμός που αγκαλιάστηκε από την κοινωνία αλλά δυσαρεστούσε σφόδρα τους συνδικαλιστές, ακυρώνεται ουσιαστικά μια σπουδαία προσπάθεια για κολέγια των φτωχών. Οταν καταργείται η αξιολόγηση σχολικών μονάδων, ιδρυμάτων και εκπαιδευτικών, συνεχίζεται και επιτείνεται η παράδοση των εκπαιδευτηρίων στις συντεχνίες και στους κομματικούς στρατούς.
Τελικά το ήδη προβληματικό εκπαιδευτικό μας σύστημα σπρώχνεται ακόμη μακρύτερα από τις βασικές αρχές των αντίστοιχων συστημάτων των ευρωπαϊκών χωρών. Αυξάνεται έτσι η απομόνωσή του από τη διεθνή εκπαιδευτική πραγματικότητα, αυτήν που μια ορισμένηιδεοληπτική διάλεκτος συνηθίζει να αποκαλεί νεοφιλελευθερισμό. Αναπτύσσονται και προβάλλονται οι πεποιθήσεις πως η εκπαίδευση υπάρχει όχι για την κοινωνία αλλά για τους εκπαιδευτικούς. Πως οι νέοι έρχονται στο πανεπιστήμιο όχι για να σπουδάσουν αλλά για να το υπονομεύσουν σαν ερυθροφρουροί. Λες και η κοινωνική πρόοδος επιτυγχάνεται όχι με την παραγωγή γνώσης αλλά με την έλλειψή της. Η όλη απόπειρα διέπεται από ένα ενιαίο σύνθημα: τώρα γκρεμίζουμε, αύριο βλέπουμε τι θα γίνει.