Η εκκωφαντική και διαχρονική στήριξη της «αριστερής» ελληνικής κυβέρνησης προς το καθεστώς Μαδούρο, ακόμα και σε αμφιλεγόμενου περιεχομένου πρακτικές «διεθνιστικής αλληλεγγύης», δείχνει το μέγεθος της αυταπάτης όσων πίστευαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αξιοποιούσε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο προκειμένου να εξαντλήσει την Κυβερνητική του θητεία. Όταν η εξουσία γίνεται καθεστωτικός αυτοσκοπός, τότε ο διχασμός γίνεται επικίνδυνο όπλο στα χέρια της.
Η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης επιδιώκει να χαράξει διαχωριστικές γραμμές σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα. Την πρώτη ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, αξιοποιώντας τα αντανακλαστικά ενός κόσμου που γαλουχήθηκε πολιτικά με το αντιδεξιό σύνδρομο. Μόνο που αυτή η δήθεν διαχωριστική γραμμή ξεθωριάζει καθημερινά από τη δεδηλωμένη πλειοψηφία μιας κυβέρνησης που στηρίζεται από τη μιά, σε ακροδεξιά στοιχεία για να επιβιώσει και από την άλλη σε παλιές δοκιμασμένες πελατειακές και «προληπτικές» πρακτικές της.
Η κατάργηση της δήθεν αντιδεξιάς γραμμής από την Κυβέρνηση, οδήγησε το επιτελείο του Μαξίμου στην χάραξη μιας δεύτερης γραμμής, στο εσωτερικό του προοδευτικού χώρου αυτή τη φορά. Γι αυτό και εφευρέθηκε η ανθρωπογέφυρα που στήθηκε με στόχο την άλωση των καταραμένων κάποτε όρων και χώρων της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Με την γέφυρα αυτή επιχειρείται ουσιαστικά η διαγραφή των ιδεοληψιών και των αυταπατών που γύρισαν τη χώρα πολλά χρόνια πίσω αλλά και των ευθυνών για την καθολική απομυθοποίηση της κυβερνώσας Αριστεράς.
Η πραγματική και βαθιά διαχωριστική γραμμή που διαπερνάει σήμερα οριζόντια την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας στέκεται ανάμεσα στον λαϊκισμό και στην ανάγκη για ριζοσπαστικές προοδευτικές αλλαγές. Η γραμμή αυτή εξηγεί γιατί η συγκυβέρνηση των ΣυριζΑνελ δεν είναι μια «παραφύσιν», «αναγκαστική» κλπ συγκυβέρνηση αλλά μια απόλυτα φυσιολογική συμμαχία λαϊκιστών. Είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των αγανακτισμένων της πλατείας που είναι αποφασισμένη να κρατηθεί πάσει θυσία στην εξουσία.
Απέναντι στη στρατηγική της ακραίας πόλωσης, που πριμοδοτείται ουσιαστικά και από το σύνθημα της αυτοδυναμίας που φαίνεται να βολεύει – προεκλογικά τουλάχιστον – και την ηγεσία της ΝΔ, η δημοκρατική προοδευτική παράταξη βρίσκεται αντιμέτωπη με τις δικές της μεγάλες ευθύνες. Σε αυτήν πέφτει το μεγαλύτερο βάρος για την υπέρβαση του διχασμού και τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας μέσα από μία νέα, ευρεία κυβερνητική πλειοψηφία. Η προοδευτική παράταξη δεν θα γίνει κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα ούτε όμως και ο Πόντιος Πιλάτος για τη σταύρωση της χώρας.
Είναι κατανοητές οι επιφυλάξεις, οι ενστάσεις και οι διαφορές απόψεων – αρκετές όχι ασήμαντες – που υπάρχουν σε προοδευτικούς πολίτες με πολιτικές του Κινήματος Αλλαγής. Όπως επίσης είναι κατανοητή και η απογοήτευση μέρους των μελών του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχαν στη δημιουργία του νέου φορέα τόσο από αυτούς που απόχωρησαν όσο και από τους πρώην συντρόφους τους που μαγεύτηκαν από τις σειρήνες της ΣυριζΑνελικής εξουσίας.
Οι κοινοί οραματικοί στόχοι αποτελούν ωστόσο τη στέρεα βάση μιας νέας δυναμικής. Το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα τον αξιόπιστο χώρο υποδοχής των πολιτών που συνειδητοποιούν την πολιτική απάτη της «πρώτη φορά Αριστερά» αλλά και των κεντρώων δυνάμεων που αρνούνται να αποδεχθούν μοιρολατρικά τον δικομματικό διχασμό ως μονόδρομο για τη χώρα.
Για να γυρίσει σελίδα η χώρα, χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ έναν ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό-μεταρρυθμιστικό πόλο. Χρειάζεται ένα ισχυρό Κίνημα Αλλαγής. Αντί να πέσουμε στην παγίδα της επιστροφής στο παρελθόν ας ανταποκριθούμε θετικά στην πρόκληση της εφόδου στο μέλλον.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 16/03/2019