Η Ευρωπαϊκή Ενωση μάλλον δεν έχει ξαναζήσει κάτι παρόμοιο: η κυβέρνηση του προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς προσποιήθηκε ότι διαπραγματευόταν μια συμφωνία σύνδεσης, για να κάνει πίσω την τελευταία στιγμή. Οι ηγέτες της ΕΕ αισθάνθηκαν εξαπατημένοι. Στη Μόσχα, όμως, το κλίμα ήταν εορταστικό.
Οπως γνωρίζουμε πλέον, πραγματικό κίνητρο του Γιανουκόβιτς για τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ ήταν να αυξήσει το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει η Ρωσία για να κρατήσει την Ουκρανία στη στρατηγική τροχιά της. Μόνο λίγες ημέρες αργότερα, ο Γιανουκόβιτς και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσαν ένα ρωσικό δάνειο ύψους 15 δισ. δολαρίων, μια μείωση των τιμών του φυσικού αερίου, και διάφορες εμπορικές συμφωνίες.
Από την οπτική γωνία του Γιανουκόβιτς, αυτή η συμφωνία έχει νόημα βραχυπρόθεσμα: η συμφωνία του φυσικού αερίου θα βοηθήσει την Ουκρανία να επιβιώσει τον χειμώνα, να σωθεί από την χρεοκοπία, και να μείνει ανοικτή για αυτήν η ρωσική αγορά, από την οποία εξαρτάται η ουκρανική οικονομία.
Αλλά μεσοπρόθεσμα, απορρίπτοντας την ΕΕ και αγκαλιάζοντας την Ρωσία, η Ουκρανία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χάσει την ανεξαρτησία της – από την οποία εξαρτάται η μετα-σοβιετική τάξη στην Ευρώπη.
Από την άποψη του στρατηγικού προσανατολισμού της, η Ουκρανία είναι μια διαιρεμένη χώρα. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές της (ιδιαίτερα η Κριμαία) θέλουν να επιστρέψουν στη Ρωσία, ενώ οι δυτικές και οι βόρειες περιοχές επιμένουν στην προσέγγιση με την Ευρώπη.
Στο άμεσο μέλλον, αυτή η εγχώρια σύγκρουση μπορεί να επιλυθεί μόνο με πολλή βία, όπως δείχνουν οι συνεχιζόμενες μαζικές διαδηλώσεις στο Κίεβο. Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να επιθυμεί σοβαρά ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Η Ουκρανία χρειάζεται μια ειρηνική, δημοκρατική λύση, και αυτή μπορεί να βρεθεί μόνο εντός του status quo.
Η συμπεριφορά της ΕΕ απαιτεί εξηγήσεις. Ο Γιανουκόβιτς ήταν ανέκαθεν σύμμαχος του Κρεμλίνου. Πράγματι, η εκλογή του το 2010 σηματοδότησε το τέλος της φιλοευρωπαϊκής Πορτοκαλί Επανάσταση της Ουκρανίας. Γιατί, λοιπόν, πίεσε η ΕΕ για την σύναψη συμφωνίας σύνδεσης, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει στην Ουκρανία τίποτα συγκρίσιμο με αυτό που προσέφερε η Ρωσία;
Από τότε που ο Πούτιν διαδέχθηκε τον Μπορίς Γιέλτσιν στην προεδρία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ακολούθησε τρεις στρατηγικούς στόχους, τους οποίους συνεχίζει να επιδιώκει: ένα τέλος στην στρατηγική της υποταγής της μετα – σοβιετικής Ρωσίας στη Δύση, αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας στις περισσότερες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ή τουλάχιστον αρκετό έλεγχο επάνω τους για να σταματήσει η προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ, και σταδιακή αποκατάσταση της θέσης της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης.
Οι στόχοι αυτοί δεν θα επιβληθούν από τον Κόκκινο Στρατό, αλλά από το οικονομικό δυναμικό της Ρωσίας, ειδικά από μια στρατηγική ενεργειακή πολιτική που υποστηρίζεται από τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η στρατηγική απαιτεί διασφάλιση του ελέγχου των πόρων αυτών. Απαιτεί, επίσης, την δημιουργία νέων οδών εξαγωγών προς την Ευρώπη που, παρακάμπτοντας την Ουκρανία, θα κάνουν την χώρα ευάλωτη σε εκβιασμούς, επειδή μια διακοπή του εφοδιασμού με ρωσικό φυσικό αέριο δεν θα είναι πλέον πρόβλημα για την Ευρώπη.
Ο απώτερος στόχος είναι να ανακτήσει η Ρωσία τον έλεγχο του ουκρανικού δικτύου αγωγών. Σε εκείνο το σημείο, η Ουκρανία θα μπορούσε να πειστεί να ενταχθεί στην «Ευρασιατική Ενωση» του Πούτιν, μια ρωσική εκδοχή της ΕΕ με στόχο την διατήρηση των πρώην σοβιετικών χωρών εντός της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας.
Στο τέλος του 2013, η ρωσική διπλωματία έχει καταφέρει μια σειρά από εντυπωσιακές επιτυχίες: στη Συρία, στην ενδιάμεση πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, και τώρα, με την απόρριψη της Ευρώπης από την Ουκρανία. Το αν οι ηγέτες της Ευρώπης βλέπουν τις συνδέσεις και κατανοούν τις συνέπειες παραμένει ένα σοβαρό ερώτημα. Αυτό και μόνο το γεγονός προκαλεί έντονη ανησυχία.