Η τοποθέτηση διλημμάτων στο εκλογικό ακροατήριο είναι μια συχνά αξιοποιούμενη πολιτική τακτική. Κόμματα και λοιποί πολιτικοί δρώντες σχεδιάζουν και εκθέτουν στο κοινό επικοινωνιακά ολοκληρωμένες αφηγήσεις των συνεπειών που συνδέονται με συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις προκειμένου να «φορμάρουν», και τελικά να διευκολύνουν, τις επιλογές της κοινής γνώμης. Το λεπτό σημείο στην κατά τα λοιπά χρήσιμη τακτική της τοποθέτησης διλημμάτων βρίσκεται στο γεγονός ότι οι επιλογές σχηματοποιούνται με τρόπο που ευνοεί τον σχεδιαστή του διλήμματος, ο οποίος και προσδοκά να ευνοηθεί εκλογικά από τη θέση που θα λάβει η πλειοψηφία έναντι του διλήμματος. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του διλήμματος που έθεσε μπροστά στην κοινή γνώμη –και μάλιστα επισημοποίησε δια της προκήρυξης και δημοψηφίσματος για την καταγραφή των θέσεων της τελευταίας– η κυβέρνηση Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015. Η πλαισίωση των δύο επιλογών, δηλαδή του ΟΧΙ και του ΝΑΙ, στη βάση συναισθηματικών συμπεριφορών, όπως η υπερηφάνεια και η ενδοτικότητα, έκανε προφανή την επιλογή που ευνοούσε την τότε σκληρή διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης, όσο και αν η αντιπολίτευση επιχειρούσε να πλαισιώσει το δίλημμα σε μια περισσότερο τεχνική βάση. Γενικότερα, η επίκληση του συναισθήματος την ώρα του διλήμματος μονοδρομεί τις επιλογές και για αυτό η χρήση του είναι γερό όπλο. Συνδυαστικά λοιπόν, μορφοποίηση των επιλογών σε ένα δίλημμα και πλαισίωσή του στη βάση του συναισθήματος μπορούν να αποτελέσουν έναν αποδοτικό μηχανισμό καθοδήγησης.
Οκτώ μήνες μετά, η χώρα φαίνεται να βρίσκεται και πάλι μπροστά από κρίσιμες επιλογές, οι οποίες σχηματοποιούνται στο δίλημμα μεταξύ προώθησης επώδυνων μέτρων εξυγίανσης των δημοσιονομικών της χώρας έναντι προστασίας (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) των δοκιμαζόμενων νοικοκυριών. Υπό αυτήν τη μορφή, το δίλημμα είναι πραγματικά δύσκολο, καθώς και οι δύο επιλογές συνεπάγονται ένα κόστος. Στην παρούσα του μορφή, το δίλημμα εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για οποιαδήποτε από τις δύο επιλογές της κυβέρνησης. Ο υποδεικνυόμενος από την Ευρώπη δρόμος θα την έφερνε απέναντι στα πολυπληθή κοινωνικά στρώματα που στήριξαν τρεις φορές τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο 2015 προσδοκώντας αλλαγή των συνθηκών λιτότητας. Η επιλογή της καθυστέρησης της εφαρμογής του σχεδίου μεταρρυθμίσεων στο όνομα της επιθυμίας προστασίας των αδυνάτων θα τη φέρει αντιμέτωπη με εκείνους τους ψηφοφόρους που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στοχεύοντας στην κάθαρση από το «παλαιό» πολιτικό σύστημα και την αναποτελεσματική του διαχείριση. Δε θα πρέπει να λησμονείται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε το 2015 από εκλογείς και των δύο παραπάνω ομάδων, με τη δεύτερη –και συνήθως αγνοούμενη στις αναλύσεις– ομάδα να καταγράφεται μέσα από τις επιλογές του ΝΑΙ τον Ιούλιο και του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015. Παρότι διαφορετικού μεγέθους, οι δύο ομάδες ψηφοφόρων του δεν είναι εφικτό να ικανοποιούνται πλέον παράλληλα. Η επιλογή της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης του διλήμματος θα αφήσει την κυβέρνηση εκτεθειμένη έναντι των προσδοκιών μίας εκ των δύο ομάδων.
Θα μπορούσε όμως μήπως η κυβέρνηση Τσίπρα να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την τακτική της συναισθηματικής πλαισίωσης του διλήμματος που περιγράφηκε στην αρχή προκειμένου να είναι και πάλι εκείνη η νικήτρια; Η ανάδειξη του ρόλου της Ευρώπης θα ερέθιζε τα συναισθήματα, όποια και να ήταν η επιλογή που τελικά θα επέλεγε να προωθήσει η κυβέρνηση. Ιδωμένη ως «η καλή μεγαλύτερη αδελφή», θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως μοχλός κινητοποίησης υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Όμως η από καιρό εδραιωμένη ταύτιση της Ευρώπης στον ρόλο του «κακού» καθιστά δύσκολη μια τέτοια πλαισίωση. Αντιθέτως, η σχηματοποίηση της Ευρώπης ως της «κοινωνικά ανάλγητης» ή του «δυνάστη» που εξαναγκάζει την αδύναμη χώρα να ακολουθήσει τις διαταγές της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ο πάντα απαραίτητος εχθρός, προκειμένου να στηριχθεί η επιλογή της μη εφαρμογής των όσων εκείνη εισηγείται. Το δεύτερο είναι ευκολότερο και η κάθε κυβέρνηση που θα δρούσε ορθολογικά, με την έννοια της ιδιοτέλειας, θα δυσκολευόταν πολύ να του αντισταθεί.