Εδώ και πέντε μήνες, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει τη νοοτροπία της ευρωζώνης. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξελέγη υποσχόμενος ότι και θα κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, και θα ξεκινήσει μια μεγάλης κλίμακας αύξηση των δημοσίων δαπανών. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιήσει αυτή την υπόσχεση, ήταν εξαναγκάζοντας την υπόλοιπη ευρωζώνη να εγκαταλείψει τη θέση της ότι τα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης πρέπει να συνοδεύονται από προϋποθέσεις, και να αποφασίσει να χρηματοδοτεί την παροχολογία του, χωρίς σχεδόν κανένα προαπαιτούμενο.
Οι αξιωματούχοι των πιστωτών της Ελλάδας που ήταν υπεύθυνοι να διαπραγματευτούν τις πολύπλοκες τεχνικές λεπτομέρειες που θα έπειθαν τους φορολογούμενους πολίτες -όχι μόνο της ευρωζώνης αλλά και πολλών από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο που είναι μέλη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- ότι τα χρήματά τους δεν κατασπαταλούνται, λένε πως, από την πρώτη στιγμή, ο Τσίπρας αρνήθηκε να τους πάρει στα σοβαρά.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, πακέτα οικονομικής βοήθειας δισεκατομμυρίων ευρώ, συνοδεύονται από θηριώδεις φακέλους που καλύπτουν τα πάντα, από σχέδια εφαρμογής μέχρι προσχέδια νόμων. Παρ΄όλ’ αυτά, οι ίδιοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι, ακόμα και την παραμονή μιας συνόδου κορυφής που θα μπορούσε να θέσει σε τροχιά εξελίξεις που να οδηγήσουν στην έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, πολύ λίγη προπαρασκευαστική δουλειά έχει γίνει εις ό,τι αφορά ακόμα και τις μεταρρυθμίσεις που είναι κοινής παραδοχής.
Αντ’ αυτού, η Αθήνα ποντάρησε στο ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα αναγκαστούν στο τέλος να φτάσουν σε μια πανικόβλητη πολιτική συμφωνία, έχοντας υποκύψει στη διπλή απειλή μιας κατάρρευσης των αγορών και της πίεσης που θα ασκούσαν οι ψηφοφόροι τους, οι οποίοι, κουρασμένοι και οι ίδιοι από τη λιτότητα, θα συντάσσονταν αναφανδόν υπέρ των Ελλήνων.
Είναι πλέον προφανές ότι η κυβέρνηση αυτή έπεσε έξω στους υπολογισμούς της. Οι αγορές κρατήθηκαν -κυρίως, χάρη στην καίρια απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ξεκινήσει ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Έτσι, ενώ πανικόβλητοι Έλληνες σήκωναν περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ από τους λογαριασμούς τους την Παρασκευή, οι αποδόσεις των πορτογαλικών κρατικών ομολόγων έπεφταν.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν δέχονται την παραμικρή πίεση στο εσωτερικό τους να υποκύψουν στις απαιτήσεις της Αθήνας. Η πιο ανοιχτή υποστήριξη για την κυβέρνηση Τσίπρα προέρχεται από μια συμμαχία αμερικανών κεϋνσιανιστών οικονομολόγων και βρετανών ευρωσκεπτικιστών που, αφενός, δεν έχουν τίποτα απολύτως να χάσουν και, αφετέρου, έχουν τη δική τους ατζέντα.
Η κατανόηση που αισθάνονται οι νομοθέτες της ευρωζώνης για τις οικονομικές κακουχίες που έχει υποστεί μεγάλο μέρος των Ελλήνων, μετριάζεται από τη γνώση ότι άλλες χώρες με αντιστοίχως μεγάλα οικονομικά προβλήματα, εφάρμοσαν πιστά το πρόγραμμα που συνόδευε την οικονομική ενίσχυση με αποτέλεσμα να συγκαταλέγονται, αυτή τη στιγμή, ανάμεσα στις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες χώρες. Άλλωστε, πέρσι, η εφαρμογή του προγράμματος και στην ίδια την Ελλάδα, έδειχνε να φέρνει αποτελέσματα. Το 2014, η οικονομία παρουσίασε ανάπτυξη, η ανεργία μειώθηκε, η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα και υπήρξαν επενδυτές που έριξαν δισεκατομμύρια σε κρατικά ομόλογα και σε τραπεζικές μετοχές. Ο Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνης Βαρουφάκης, υποστήριξε πρόσφατα ότι η κρίση στην Ελλάδα θα τελειώσει όταν η χώρα μπορέσει να ξαναβγεί στις αγορές. Υπ΄αυτή την έννοια, η ελληνική κρίση είχε λάβει τέλος το 2014.
Σε κάθε περίπτωση, οι πιστωτές της Ελλάδας δεν πιστεύουν ότι προβάλουν παράλογες αξιώσεις. Ήδη μείωσαν το στόχο για μεσοπρόθεσμο πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, και έδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση δύο επιπλέον χρόνια για να το πετύχει. Αυτή τη στιγμή, οι δημοσιονομικοί στόχοι τους δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνους που είχε προτείνει η ελληνική πλευρά τον Ιανουάριο. Είναι ανυποχώρητοι, βέβαια, στην πεποίθησή τους ότι οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, που αποτελούν αυτή τη στιγμή το σημαντικότερο θέμα διαφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, είναι απαραίτητες για να μπορέσει η Ελλάδα να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο ότι το σύστημα δεν είναι βιώσιμο από μόνο του και απαιτεί ετήσια κεντρική χρηματοδότηση της τάξης του 10% του ΑΕΠ, κάτι το οποίο οδηγεί στην επιβολή εξοντωτικών φόρων στην παραγωγική οικονομία, καθώς και σε επιζήμιες περικοπές σε δημόσιες υπηρεσίες· το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι συνεισφορές είναι εξαιρετικά δυσανάλογες με τις συντάξεις και το σύστημα είναι γεμάτο από στρεβλά κίνητρα. Ένα κακοσχεδιασμένο σχήμα εξαγοράς ενσήμων επιτρέπει σε χαμηλόμισθους εργαζόμενους να σταματούν να πληρώνουν συνεισφορές μετά από 15 χρόνια. Αν δεν αλλάξει, το συνταξιοδοτικό σύστημα θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα αφόρητο βάρος για την παραγωγική οικονομία και τις νεότερες γενιές.
Υπάρχουν, φυσικά, διαφορετικές απόψεις για το ποιος είναι ο ιδανικός τρόπος αντιμετώπισης ανωμαλιών αυτού του τύπου, και οι ίδιοι οι πιστωτές συχνά διαφωνούν για το ποιος είναι ο καταλληλότερος. Ορισμένοι αξιωματούχοι της Κομισιόν προτιμούν να διαχειριστούν το θέμα των επικουρικών συντάξεων σε χαμηλοσυνταξιούχους ως μέρος μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, ενώ το ΔΝΤ θεωρεί πως πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Οι πιστωτές έχουν επίσης προτείνει να επιτευχθεί η εξυγίανση του συστήματος μέσω μεγαλύτερων εισφορών ή χρεώσεων για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και όχι μέσω μείωσης της βασικής σύνταξης. Γεγονός παραμένει ότι, εδώ και πέντε μήνες, οι πιστωτές βρίσκονται εν αναμονή των αντιπροτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης, εξ ου και ορισμένοι από τους αξιωματούχους τους έχουν αρχίσει να συμπεραίνουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει μεταρρυθμίσεις.
Τώρα, όμως, έχουμε τέλος χρόνου. Στη σημερινή σύνοδο κορυφής, ο κ. Τσίπρας θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τελεσίγραφο που θα αντικατοπτρίζει σε αδρές γραμμές την πρόταση που του έγινε από τους πιστωτές πριν δύο εβδομάδες. Στην καλύτερη δυνατή εκδοχή, θα συμπεριλαμβάνει και μια ρητή και επίσημη δέσμευση για την αναδιάρθωση του χρέους (κάτι που ανεπίσημα έχει ήδη γίνει).
Μαζί, όμως, με το καρότο αυτό, δηλαδή, μαζί με την μελλοντική ανακούφιση από μέρος του χρέους -που θα ικανοποιήσει και τους κανονισμούς του ΔΝΤ περί βιωσιμότητας-, θα υπάρχει και το μαστίγιο που έχει τη μορφή της υπονοούμενης απειλής της περιορισμένης πρόσβασης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα, και της συνεπακόλουθης επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων. Και παρότι υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν, ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, μια συμφωνία θα ήταν ακόμα εφικτή, πολλοί άλλοι θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε έξω απ’ το ευρώ.
Η μεγάλη ειρωνία, όμως, είναι πως η εκστρατεία του κ. Τσίπρα να αλλάξει την ευρωζώνη ίσως να αποδώσει. Στην σύνοδο κορυφής της Πέμπτης, οι ηγέτες της ευρωζώνης θα συζητήσουν την πολυαναμενόμενη εισήγηση υψηλόβαθμων την Ευρωπαϊκής Ένωσης για το πώς θα ενταθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και θα σταθεροποιηθεί η νομισματική ένωση, ούτως ώστε, αφενός, οι επιμέρους χώρες-μέλη να είναι σε θέση να απορροφούν κραδασμούς και, αφετέρου, το κόστος από τυχόν κρίσεις να διανέμεται πιο ισομερώς.
Η εισήγηση, η οποία είναι πόνημα του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, σε συνεργασία με τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της ΕΚΤ, του Ευρωκοινοβουλίου και του Eurogroup, θα προβλέπει τη δημιουργία, μέχρι το τέλος του 2017, ενός κοινού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων, αλλά και κοινού Υπουργείου Οικονομικών της ευρωζώνης (μέχρι το τέλος του 2025). Οι προτάσεις αυτές θέτουν το πλαίσιο για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο, για την κατάρτιση του οποίου, ίσως να έδωσε, άθελά του, την πολιτική ώθηση ο ίδιος ο κ. Τσίπρας.
Από τις στάχτες της ελληνικής κρίσης, ίσως να γεννηθεί μια πιο ρωμαλέα ευρωζώνη. Η ερώτηση για τον κ. Τσίπρα είναι: θα είναι ακόμα η Ελλάδα μέλος της;
Μετάφραση- Επιμέλεια: Μαρία Τσάκος