Η στιγμή της συμφωνίας με τους θεσμούς φαίνεται πως είναι πλέον θέμα χρόνου. Θα πρόκειται σίγουρα για έναν επώδυνο συμβιβασμό καθώς θα συντρίψει τα τελευταία απομεινάρια των ανεδαφικών αντιλήψεων που αναπτύχθηκαν τα χρόνια της κυριαρχίας του αριστερο-δεξιού εθνολαϊκισμού και εγκλώβισαν τον πολιτικό λόγο σε πλήρως μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις, οι συνέπειες των οποίων αντανακλώνται στη σημερινή δυσχερή μας θέση. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για άσκηση εύκολης κριτικής στην κυβέρνηση (αν και ο πειρασμός είναι δικαιολογημένος για όσους δέχτηκαν επιθέσεις και στιγματίστηκαν ως προδότες από τους ανέξοδα πλειοδοτούντες οπαδούς της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης»), Αντίθετα, η κυβέρνηση θα έχει την ενεργό στήριξη όλων μόνο σε περίπτωση που έρθει σε κατηγορηματική ρήξη με την πολιτική ρήξης με τους εταίρους. Για να φτάσουμε όμως εκεί ο μόνος δρόμος είναι η συνέχιση και εμβάθυνση της κριτικής.
Ωστόσο, η (όποια) συμφωνία δεν συνιστά τη λύση του ελληνικού δράματος. Η χώρα μοιάζει να βρίσκεται παγιδευμένη σε ένα φαύλο κύκλο χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, θεσμικής κατάρρευσης και χαμηλών προσδοκιών, που απειλεί να την τροχοδρομήσει σε μια πολυετή περίοδο αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης (και η οποία με τη σειρά της θα δυσχεραίνει τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα μεγαλώνει την απόσταση από τους ευρωπαίους εταίρους μας και θα ανατροφοδοτεί την κοινωνική δυσαρέσκεια). Γίνεται πλέον εμφανές πως το αντιμνημόνιο όχι μόνο δεν συνιστά προοδευτική πολιτική, αλλά δεν συνιστά καν πολιτική.
Προκειμένου να διαρρήξει κάποιος τον αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο της παρακμής απαιτείται μία συνολική «αλλαγή παραδείγματος» που θα διατρέχει κάθε τομέα της πολιτικής και οικονομικής ζωής και θα λειτουργήσει αφυπνιστικά για τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, οι οποίες παρά τη σημαντική φθορά που υπέστησαν στα χρόνια της κρίσης (αλλά και πρωτύτερα) παραμένουν ακόμη υπολογίσιμες.
* Στην οικονομία με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα προσδώσουν δυναμισμό στην παραγωγική διαδικασία στηρίζοντας αποτελεσματικά την υγιή επιχειρηματικότητα και τον παραγωγικό δημόσιο τομέα. Και τον αναπροσανατολισμό της δημόσιας χρηματοδότησης σε εκείνους τους τομείς/κλάδους της παραγωγής που παρουσιάζουν υψηλή προστιθέμενη αξία και ενσωματώνουν καινοτομία.
* Στην κοινωνική πολιτική με την απόρριψη του συντεχνιακού και κρατικίστικου μοντέλου παροχής «πρόωρων συντάξεων και άλλων επιδομάτων, τα οποία τις περισσότερες φορές κατανέμονται σ’ όσους συνδέονται με την εξουσία και όχι στους ασθενέστερους. Αντιθέτως η κοινωνική πολιτική οφείλει πρώτιστα να στηρίζεται σ’ ένα κράτος παροχής υπηρεσιών με προτεραιότητα στα παιδιά και στους νέους, μοχλό ανάπτυξης για την κοινωνία και την οικονομία και όχι δίχτυ προστασίας.
* Στη θεσμική συγκρότηση του κράτους με τη βελτίωση των όρων της «καλής διακυβέρνησης» (λογοδοσία, διαφάνεια, κ.α.), της ποιότητας της δημοκρατίας (χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ, ενίσχυση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών,
διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία, αλλά και διαχωρισμό της κυβέρνησης από τα κυβερνώντα κόμματα).
Αναπόφευκτα λοιπόν, έπειτα από την ολοκλήρωση της εξωτερικής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς (που- ας προετοιμαζόμαστε- θα περιλαμβάνει ακόμη ένα πρόγραμμα στήριξης) πλησιάζει, με καθυστέρηση χρόνων, η ώρα της εσωτερικής διαπραγμάτευσης με τους πολίτες. Για τη συμφωνία σε ένα εθνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης, σε μία δέσμη συνεκτικών ριζοσπαστικών παρεμβάσεων η «ιδιοκτησία» των οποίων θα μας ανήκει, χωρίς την συνήθη καταγγελία και απόρριψη που συνοδεύει τα εξωτερικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων.
Είναι προφανές ότι η έκταση των αναγκαίων αλλαγών υπερβαίνει τις δυνατότητες αλλά και συχνά τη θέληση των υφιστάμενων πολιτικών δυνάμεων. Προϋποθέτει τη σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες και οργανωμένες πρακτικές. Απαιτεί ευρύτατες κοινωνικές συναινέσεις και νέες πολιτικές ισορροπίες που στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό δεν φαίνεται να διαμορφώνονται.
Σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται απόλυτα καθοριστικός ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατικών, δημοκρατικών αριστερών και φιλελεύθερων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη η μεταξύ τους συνεννόηση στη βάση μιας προγραμματικής σύγκλισης και με στόχο τη συγκρότηση ενός εκλογικού συνασπισμού για την Ελλάδα στην Ευρώπη της επόμενης μέρας. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
* Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας. Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι αν. καθηγητής κοινωνικής πολιτικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο