Η οικονομική κρίση σχεδόν σ? όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης διαρκεί με εναλλασσόμενες φάσεις ύφεσης ή αναιμικής ανάπτυξης τα τελευταία πέντε χρόνια και είναι δύσκολο να προβλεφτεί η οριστική έξοδος από αυτή την κατάσταση στασιμότητας.
Καθώς η ανεργία αυξάνεται, η κοινωνική δυσαρέσκεια βρίσκει τρόπους έκφρασης, είτε με την αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική είτε με τη μετατόπιση των ιδεολογικών προτιμήσεών τους κυρίως προς το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Η εμμονή της γερμανικής αντίληψης για τον τρόπο εξόδου από την κρίση, δηλαδή με δημοσιονομική λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα (άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση του δημόσιου τομέα, περιορισμός του κοινωνικού κράτους κ.ά.), αυξάνει την κοινωνική και την πολιτική πόλωση χωρίς να λύνει, τουλάχιστον άμεσα, το πρόβλημα της ανεργίας και να δημιουργεί μια αναπτυξιακή δυναμική.
Ωστόσο, καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές και ο κίνδυνος η κοινωνική δυσαρέσκεια να μεταφρασθεί εκλογικά σε πολιτική καταδίκη των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση προς όφελος κυρίως της Ακροδεξιάς, πυκνώνουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις για μια ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική με μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σχετικά με το δημόσιο χρέος της ευρωπαϊκής περιφέρειας και τη δημιουργία μιας, μερικής έστω, δημοσιονομικής ένωσης.
Είναι πιθανό, μετά τις εκλογές στη Γερμανία, να υπάρξει επιτάχυνση των εξελίξεων προς μια μορφή στενότερης οικονομικής ολοκλήρωσης, η οποία δεν θα περιορίζεται στο συντονισμό και στον αυστηρό ευρωπαϊκό έλεγχο της οικονομικής πολιτικής κάθε κράτους- μέλους, επί ποινή αυστηρών κυρώσεων, όπως επιχειρείται με τη σχεδιαζόμενη οικονομική διακυβέρνηση μέχρι σήμερα, αλλά θα έχει περισσότερο κοινοτικό και λιγότερο διακυβερνητικό χαρακτήρα.
Ηοικονομική διακυβέρνηση θα μπορούσε έτσι να αποκτήσει περισσότερα «ομοσπονδιακά» χαρακτηριστικά, δηλαδή να ασκείται σε κεντρικό επίπεδο με περισσότερα ευρωπαϊκά παρά εθνικά εργαλεία. Συμπλήρωμα της σημερινής κοινής νομισματικής πολιτικής είναι η κοινή τραπεζική εποπτεία και στη συνέχεια η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης. Παράλληλα, η αυστηρή δημοσιονομική εποπτεία (έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών) μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε κάποιου είδους δημοσιονομική ένωση.
Οι επιβαλλόμενοι ευρωπαϊκοί περιορισμοί και έλεγχοι στην οικονομική πολιτική κάθε κράτους-μέλους μπορεί να ενισχύσουν μεσοχρόνια την πολιτική ενοποίηση, λόγω της ανάγκης για δημοκρατική νομιμοποίηση. Δηλαδή, η οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης μπορεί σταδιακά να εμπλουτισθεί και με στοιχεία πολιτικής διακυβέρνησης, όπως ζητούν αρκετές χώρες-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία πρόσφατα.* Είναι πιθανό, αν συνεχισθεί η οικονομική κρίση με την ίδια ένταση, είτε να οδηγήσει στη διάλυση της Ε.Ε. είτε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση, όπως συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες στην κρίση του 1929, όπου πρώτη φορά δημιουργήθηκε ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός.
Ο δρόμος που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, είτε προς τη διάλυση είτε προς την ενίσχυση της ολοκλήρωσης, εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, κυρίως όμως από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι οποίες συνεχίζουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σήμερα τα συμφέροντα των δύο αυτών μεγάλων χωρών φαίνεται να αποκλίνουν σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα τη σημερινή αποτελμάτωση. Αν η οικονομική κρίση αποτελέσει τον καταλύτη για μια νέα πιο ομοσπονδιακή εξέλιξη στην Ε.Ε., όπως συχνά έχει συμβεί στην Ιστορία, θα εξαρτηθεί και από τον τρόπο που θα συμπεριφερθούν οι Ευρωπαίοι πολίτες στις επικείμενες ευρωεκλογές.
* Βλ. «Εξοδος από την Κρίση: Εφαρμόσιμες Εναλλακτικές Προτάσεις», Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών.