Η βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση οδηγεί πολλούς ανθρώπους στην αναζήτηση νέων μορφών συναλλαγών, νέων τρόπων προμήθειας και πρόσβασης στα αγαθά. ΟΙ φιλανθρωπικές δραστηριότητες και η ανταλλακτική οικονομία αποτελούν κύρια παραδείγματα, αλλά δεν πρέπει να υποτιμούνται και οι απλές πρωτοβουλίες αφανών, που δεν επιζητούν δημοσιότητα. Οι ανάγκες μεγαλώνουν και γι αυτό πληθαίνουν σε τοπικό επίπεδο οι δράσεις και τα δίκτυα ανταλλαγής ειδών και υπηρεσιών. Τα νέα αυτά δίκτυα αλληλοϋποστηρίζονται, εφευρίσκουν πρωτότυπους τρόπους υπολογισμού της αξίας των προϊόντων, εκτός των επισήμων οικονομικών δεικτών, δημιουργούν δικές τους μονάδες μέτρησης και προσφέρουν τελικά οικονομική ανακούφιση στα μέλη τους. Αυτή η άτυπη οικονομία ή οικονομία της επιβίωσης, χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία, διαθέτει ομάδες στήριξης στις οποίες συμμετέχουν ευαίσθητα άτομα, αποτελείται από πολίτες όλων των επαγγελματικών κατηγοριών. Η δράσεις αυτές αποσκοπούν στην ανακούφιση των άπορων συμπολιτών, αφορούν κυρίως άνεργους, πτωχούς ή «νεόπτωχους» (όπως οι στατιστικές τους αποκαλούν) συμπολίτες μας.
Πρόσφατα ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί σε ομιλία του στην Αθήνα σχετικά με την κρίση ανέφερε ότι «ήδη το ένα τρίτο του πληθυσμού, που έχει επιστρέψει στην οικονομία της επιβίωσης και της ανταλλαγής ειδών, έχει εν τοις πράγμασι βγει από το ευρώ» (Να ξαναζήσει ο φιλελληνισμός! /του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8173&LID=1). Η διάσταση αυτή δεν είναι νέα, αλλά η κρίση οδηγεί τους ανθρώπους, ιδιαίτερα στις πόλεις σε νέου τύπου συνεργασίες. Στον αγροτικό χώρο οι πρακτικές αυτές υπήρχαν πάντοτε κι είναι ακόμα και σήμερα αρκετά διαδεδομένες, αφού αποτελούν συχνά, βαθιά ριζωμένο έθιμο, παρά την προέλαση της καπιταλιστικής αγοράς. Οι ανταλλαγές ειδών υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν προσαρμοζόμενες κάθε φορά στην οικονομική συγκυρία. Άλλοτε σχετίζονται με κοινωνικές πρακτικές (γιορτές, έθιμα), άλλοτε εκφράζουν οικονομική ανάγκη εντός της ομάδας ή της κοινότητας, άλλοτε εντάσσονται σε οργανωμένες σχέσεις όπως είναι οι συνεταιρισμοί, οι ενώσεις καταναλωτών, κοκ.
Στη σημερινή συγκυρία τα δίκτυα και οι ομάδες παραγωγών αγροτικών προϊόντων αποτελούν μια ισχυρή μορφή οικονομικής δραστηριότητας, μπορούν να ενισχύσουν το εισόδημα των παραγωγών και να διαθέσουν προϊόντα σε ελκυστικές τιμές για τους καταναλωτές των αστικών κέντρων. Θα ήθελα να τονίσω εδώ ορισμένες πτυχές που παρουσιάζουν έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον:
-Σε ό,τι αφορά την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των ίδιων των παραγωγών, τόσο για λόγους οικονομιών κλίμακας, όσο και λόγους θεσμικούς και κοινωνικούς, επιβάλλεται πλέον η επαγγελματική οργάνωσή τους σε νέα βάση (κυρίως ομάδες παραγωγών, δίκτυα παραγωγών για την προώθηση των προϊόντων τους, κλπ). Χωρίς όμως τη δυνατότητα μεταποίησης τα κέρδη των παραγωγών θα είναι πάντοτε περιορισμένα, αφού το εμπορικό σύστημα διάθεσης των προϊόντων τους δεν ενδιαφέρεται για την ταυτότητα και την ποιότητα της παραγωγής.
-Οι σχέσεις επίσης παραγωγών και καταναλωτών έχουν μπει σε νέα βάση. Για πολλούς λόγους (ποιότητα προϊόντων, περιβαλλοντική ευαισθησία, κοκ) ένα σημαντικό μέρος των καταναλωτών επιθυμεί τη γνωριμία με τον παραγωγό, θέλει μια σταθερή σχέση με την πηγή προέλευσης των προϊόντων που καταναλώνει και σε κάθε περίπτωση θέλει μια ουσιαστική ενημέρωση σχετικά με τα προϊόντα αυτά (βιολογικά, ΠΟΠ, μεταποιημένα προϊόντα, κλπ)
-Τέλος, οι σχέσεις μεταξύ των παραγωγών και του εμπορίου υφίστανται σημεντικές αλλαγές. Η κρίση οδηγεί σε αναθεώρηση πολλών παραμέτρων (κόστος, κέρδος, σύστημα διάθεσης κοκ) και συνεπώς θα δούμε νέες πρωτοβουλίες υλοποίησης του συνθήματος «από το χωράφι στο ράφι»: πρωτοβουλίες κοινωνικής επιχειρηματικότητας, πρωτοβουλίες των παραγωγών, πρωτοβουλίες τοπικές, κλαδικές, των ΟΤΑ, καταναλωτικών συνεταιρισμών, κοκ. Το κράτος και η ΕΕ έχουν επίσης αναλάβει δεσμεύσεις για νομοθετική ρύθμιση των σχετικών εξελίξεων κι αυτό πρέπει να γίνει γρήγορα, χωρίς πρόσθετη γραφειοκρατία.
Ολα αυτά τα στοιχεία οδηγούν σε μια νέα κατάσταση, σε μια νέα εποχή. Δεν είναι πλέον αποδεκτή από πολλούς η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην τιμή παραγωγού και στην τιμή τελικής διάθεσης (1 πρός 3-5) και δεν είναι επίσης αποδεκτή από πολλούς παραγωγούς ο τρόπος διάθεσης των προϊόντων τους («ελληνοποιήσεις», απαράδεκτες καθυστερήσεις πληρωμής, πρακτικές καρτέλ, κλπ). Σε μια χώρα όπου αποδεδειγμένα δεν λειτουργεί ο υγιής ανταγωνισμός, ο παραγωγός έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να παρέμβει συλλογικά, οργανωμένα, για να διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, τον σεβασμό της ταυτότητας του προϊόντος, την εκλογίκευση της τελικής τιμής διάθεσης, την αξιοπρεπή διαβίωση του ίδιου και τελικά, την πρόσβαση των ασθενέστερων ομάδων στην υγιεινή τροφή.
Τέτοιες πρωτοβουλίες (ομάδων, ΟΤΑ, συναιτερισμών, κλπ) ενισχύουν έμπρακτα το κοινωνικό οπλοστάσιο άμυνας εναντίον των επιπτώσεων της κρίσης, διευρύνουν τη συνεργασία όλων των παραγόντων, ωθούν τις δημόσιες πολιτικές σε νέους δρόμους για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της διατροφικής ασφάλειας του πληθυσμού. Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων είναι πολύ σημαντική υπόθεση, αλλά αν δεν υπάρξουν συνέργειες με την μεταποίηση, την εμπορία και την προώθηση, αν δεν υπάρξει νέα αντίληση σε ό,τι αφορά τη συνεργασία και το αμοιβαίο όφελος, τότε ούτε ο παραγωγός θα ωφεληθεί ούτε ο καταναλωτής θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Οι «αγρο-συνέργειες» πρέπει συνεπώς να γίνουν πολυ-συνέργειες. Γι αυτό η σχετικές δημόσιες πολιτικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, (παραγωγή, μεταποίηση, διάθεση προϊόντων, κλπ) πρέπει να αντανακλούν ποιότητα, διαφάνεια, δικαιοσύνη, κοινωνική ευαισθησία, υπευθυνότητα.
Οι παλιές γνωστές πρακτικές μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση, τώρα όμως επιβάλλεται η προώθηση νέων αντιλήψεων, νέων ρόλων, νέας πολιτικής. Η οικονομία της επιβίωσης, σε όλες της τις εκδοχές (συλλογή ειδών ένδυσης, διάθεση τροφίμων, ανταλλαγής ειδ΄ψν και προϊόντων, παροχής υπηρεσιών κοκ) αποτελεί μια πραγματικότητα, αφορά μεγάλο αριθμό ανθρώπων και οικογενειών και συνδέεται άμεσα με την κοινωνική οικονομία που αποτελεί πλέον ισχυρό οικονομικό πόλο. Η επόμενη δεκαετία θα είναι πολύ δύσκολη και αυτή η τάση της κοινωνικής οικονομίας πρέπει να βοηθηθεί, να λειτουργεί νόμιμα, να έχει συνέπεια και σταθερότητα, να πλαισιωθεί κατάλληλα ώστε να συμβάλει στην βιώσιμη ανάπτυξη. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι το βασικό εργαλείο για την κοινωνική συνοχή, αλλά τώρα η αλληλεγγύη πρέπει να μεταφραστεί έμπρακτα σε εθνική πολιτική, να καλύψει όλα τα επίπεδα, όλους τους χώρους (γειτονιά, σχολεία, κοινωνικές υπηρεσίες, διατροφή, ένδυση). Κι αυτό είναι επείγον.